Διαβάζοντας το βιογραφικό του Μίκη Παντελούς, καταλαβαίνεις γιατί επέλεξε τη φόρμα των μπλουζ για να εκφραστεί: η ζωή του υπήρξε μέχρι στιγμής γεμάτη σκαμπανεβάσματα, με συνεχή την εναλλαγή συνεργατών, τόπων και τρόπων ζωής. Με τον καιρό λοιπόν ο Ελληνο-Δανός τραγουδοποιός κατέληξε στην αυτάρκη λύση της one-man band• ο ίδιος παίζει κιθάρα, γκρανκάσα, φυσαρμόνικα, πιατίνια κλπ. και ταυτόχρονα ερμηνεύει τα αυτοσχέδια τραγούδια του.
Στη δισκογράφηση ωστόσο χάνεται κάτι από την ουσία αυτού που κάνει ο Παντελούς: δεν μπορείς να δεις τον μουσικό να παλεύει με την οργανοπαιξία, ενώ μεγάλο μέρος της γοητείας των one-man bands εστιάζεται στην εικόνα του μουσικού ο οποίος συντονίζει όλα τα μέλη του σώματός του ώστε να παράξει τον ήχο μιας ορχήστρας. Αλλά κατά την ακρόαση του CD δεν έχει πια ιδιαίτερη σημασία πώς παίχτηκαν τα όργανα, ούτε από ποιον και το σημείο ενδιαφέροντος –άρα και το μέτρο αξιολόγησης– μετατοπίζεται. Ο Παντελούς το ξέρει βέβαια αυτό και φρόντισε να καλέσει επιπλέον μουσικούς στην ηχογράφηση των 10 νέων τραγουδιών του. Έτσι, στα όσα όργανα χειρίζεται ο ίδιος προστίθενται (σποραδικά) έξτρα κιθάρες, πιάνο, τρομπόνι και τύμπανα.
Παρ’ όλα αυτά, η ενορχηστρωτική λογική του Παντελούς στο I Come From A Land North Of Africa παραμένει σχετικά λιτή και απόλυτα προσανατολισμένη στο να υποστηρίζει απλώς τα τραγούδια και τις ιστορίες που διηγούνται. Αυτή τη φορά η στιχουργική εστιάζει αρκετά στη ζοφερή ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση, χωρίς πάντως να λείπουν και τα πιο κλασικά ερωτικά ή υπαρξιακά θέματα. Ο δημιουργός τους είναι άλλωστε αρκετά ικανός στιχοπλόκος και επαρκής χειριστής της παράδοσης των μπλουζ –από τους πατέρες τους μέχρι και τον Tom Waits– και καταφέρνει με άνεση να στήνει τραγούδια τέτοιου ύφους, κάτι γνωστό και από τα άλμπουμ Hangover (2006) και Can’t Find My Pills (2010).
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο τρόπος με τον οποίον μεταχειρίζεται ο Παντελούς αυτήν την παράδοση και αυτό το υλικό αποδεικνύεται κάπως στείρος. Δεν μπορείς δηλαδή να διακρίνεις κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για προβληματισμό επί των μέσων και των τρόπων, παρά μόνο μια διαχείρισή τους μέχρι ένα επίπεδο, έτσι ώστε απλώς να «βγουν» τα τραγούδια. Και μια τέτοια «μομφή» δυστυχώς δεν αφορά μόνο τον εν λόγω τραγουδοποιό, μα και το μεγαλύτερο κομμάτι του μπλουζ χώρου, εγχώριου κυρίως αλλά και διεθνούς. Παρότι συμπαθέστατα, τα συγκεκριμένα τραγούδια δεν έχουν να παρουσιάσουν κάτι καινούργιο, κάτι ιδιαίτερα αυθεντικό ή ενδιαφέρον ώστε να σε καλέσουν να επανέλθεις –αν δεν είσαι απλά οπαδός του στυλ– πέραν των αναγνωριστικών ακροάσεων.
Επαναλαμβάνω πάντως ότι η ουσία αυτού που κάνει ο Μίκης Παντελούς βρίσκεται στις ζωντανές εμφανίσεις και είναι εκεί κυρίως όπου θα πρέπει να εστιάσει κανείς για να τον κρίνει ως καλλιτέχνη. Επιδιώξτε λοιπόν να τον παρακολουθήσετε σε κάποια προσεχή ευκαιρία. Άλλωστε μόνο έτσι θα μπορέσετε να προμηθευτείτε και το εν λόγω CD, μιας και δεν διατίθεται από κάποιο δίκτυο διανομής.
{youtube}f1xDei2P7ak{/youtube}