Δεν ξέρω από πού να το πιάσω και πού να το αφήσω το Greeklish Babylon του Παύλου Συνοδινού. Κι αυτό διότι η Βαβυλώνα της σύγχρονης επικοινωνίας (και, για την ακρίβεια, της επικοινωνιακής γλώσσας) δείχνει να έχει χαρακτηρίσει και τον ίδιο τον δίσκο. Καθώς μάλιστα πρόκειται για τη δεύτερη δισκογραφική απόπειρα του τραγουδοποιού –είχε προηγηθεί πριν από 3 περίπου χρόνια το άλμπουμ Μικρές Ελπίδες– μερικά ζητήματα θα έπρεπε να έχουν ήδη λυθεί. Πρώτο και κύριο, η φωνή: ο Συνοδινός ακούγεται πολύ σαν Θάνος Ανεστόπουλος, βρίσκεται υπερβολικά κοντά στον τρόπο που ο τελευταίος ερμηνεύει μέσα ή έξω από τα πλαίσια των Διάφανων Κρίνων. Κάποιος από το μουσικό του περιβάλλον θα έπρεπε πιστεύω να του τονίσει ότι αυτά τα ζητήματα δεν είναι ποτέ αναίμακτα: μια τέτοια προσκόλληση –ακόμα και στον τρόπο που αρθρώνονται οι συλλαβές– ξενίζει τον όποιο καλοπροαίρετο ακροατή.
Από το ξεκίνημά του, επίσης, το Greeklish Babylon δείχνει ότι υπάρχουν ψήγματα μουσικών ιδεών τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν κάποια ιδιαίτερα αρώματα, συνεπικουρούμενα από την πραγματικά καλή κιθάρα που παίζει ο Συνοδινός. Παραμένουν όμως ψήγματα, καθώς οι μουσικές ιδέες του τραγουδοποιού δείχνουν προσκολλημένες στην πατίνα των Radiohead ως προς τις γενικότερες ηχητικές επιλογές ή ακόμα και τα παιξίματά του. Έχει παρατηρηθεί και σε άλλους δίσκους εκ μέρους της νεότερης γενιάς Ελλήνων κιθαριστών/τραγουδοποιών ένας τέτοιος βωμός λατρείας προς τους Radiohead, ανάλογος με εκείνον που η προηγούμενη γενιά είχε στήσει στους Dire Straits. Το αποτέλεσμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πολλές από τις μίξεις να αποκτούν μια ακτίνα κι ένα διαμέτρημα που ο δίσκος αδυνατεί να σηκώσει. Ενώ δηλαδή χτίζεται μια γενική ατμόσφαιρα κι ενώ field recordings, voice overs και samples τονίζουν τον θεματικό πυρήνα των συνθέσεων (λ.χ. στο “Zeppelin”), μένεις με ένα ανομοιογενές στοίβαγμα επιρροών, παρά με μια συγκροτημένη πρόταση. Κρίμα, γιατί στον “Μικρό Λαό” γίνεται φανερή μια φλέβα που μπορούσε να ανθήσει σε κάτι ενδιαφέρον.
Ίσως βέβαια η παραπάνω αίσθηση να οφείλεται στο ότι ηχογράφηση, παραγωγή, μίξη και mastering έχουν όλα γίνει από τον ίδιο άνθρωπο, τον Γιάννη Παξεβάνη. Ακόμα κι αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι την παραγωγή την υπογράφει μαζί με τον Συνοδινό, μιλάμε για τέσσερα τελείως διαφορετικά πόστα –εκ της συμβάσεως, απαιτούν διαφορετική δουλειά και οπτική γωνία– τα οποία μπήκαν κάτω από το ίδιο μάτι/αυτί. Την ομοιογένεια του δίσκου ξοδιάζει επίσης το “Άϊντε Και Ξέχασα”, όπου συμμετέχει (σε δικούς του μάλιστα στίχους) ο Γιάννης Χαρούλης. Είναι λες και γράφτηκε πάνω στον τραγουδιστή, κάτι που δεν σχετίζεται με το υπόλοιπο κλίμα του Greeklish Babylon –από αυτήν την άποψη, ίσως έπρεπε να έχει διαφορετική θέση στο track list. Ο Χαρούλης πάντως δέχτηκε την πρόκληση του Συνοδινού και ανταπεξήλθε θετικά: δίνει μία από τις καλύτερές του ερμηνείες τελευταία, αντάξια εκείνης που ακούσαμε στον πρόσφατο δίσκο του Νίκου Πορτοκάλογλου, όπου και πάλι είχε ρόλο guest.
Στον στιχουργικό τώρα τομέα, ο Συνοδινός δείχνει να θέλει να ξεφύγει από τα (σχετικώς) ανώδυνα μονοπάτια των Μικρών Ελπίδων –εντύπωση που ενισχύεται τόσο από τον τίτλο του δίσκου, όσο και από το εξώφυλλό του. Νομίζω εντούτοις ότι μπλέκεται τελικά στα ίδια του τα θέλω. Κι έτσι, ενώ προσπαθεί να παρουσιάσει μια στιχουργία με περισσότερες κοινωνικές αιχμές, αφήνει τελικά την κουβέντα να γυρνάει γύρω από την ερωτική απώλεια ή γύρω από μια απροσδιόριστη μοναξιά/μαυρίλα –γνωστό «διόδιο» στην ελληνική ποπ/ροκ δισκογραφία που θέλει να κινηθεί σε ανάλογους στιχουργικούς δρόμους. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, φαντάζει ως ναρκισσιστικό λίκνο ανίκανο να προσφέρει λύσεις, το οποίο απλώς οιμώζει με σκοπό να προσέξει το κοινό αυτόν που –κυριολεκτικά– αναπαύεται πάνω του.
Τέλος, αξίζει μια μνεία στην τρομπέτα του Βαγγέλη Κατσαρέλη (και όχι Κατσρέλη, όπως λαθεμένα αναγράφεται στα credits), καθώς ξεχωρίζει για το χρώμα το οποίο δίνει στον δίσκο. Θα ήταν ακόμα καλύτερα αν διέθετε και σημεία αυτοσχεδιασμού και όχι μόνο τονισμού των κρεσέντο.
{youtube}-zxfY0Zjx1s?list=PLeVk1MjBlze738I-ZqSAc3EvYV7QAGh9g{/youtube}