Κατά πώς ακούν τ' αυτιά μου τουλάχιστον, πρέπει να εκδράμεις μετά τα μισά του άλμπουμ για να συναντήσεις την πρώτη αξιοσημείωτη μελωδία. Αξιοσημείωτη, όπως να σταματάει για λίγο τον εσωτερικό σου χρόνο. Ο λόγος για το “Repetition” το οποίο, πέραν της θεματικής του (σκέψου την κυκλική φύση της φύσης) καταφέρνει να σπάσει για λίγο την πεζότητα των μέχρι τότε πεπραγμένων –κι όσων ακολουθούν δηλαδή. Οκέι, λοιπόν, η Nalyssa Green δεν διαθέτει το έμφυτο τάλαντο της μελωδίας, όπως για παράδειγμα η Μόνικα, για να πιάσω κάτι άλλο εγχώριο. Φάνηκε αυτό και στο Barock (το προηγούμενο άλμπουμ της) και νομίζω πως εδώ επισφραγίζεται. Βουή μας μαύρη, όμως, αν το πράμα σταματούσε σ' ένα «το 'χει ή δεν το 'χει εκ γενετής». Ακόμα κι αν μιλάμε για τραγουδοποιούς, οι οποίοι κατά καιρούς έχουν διαπράξει πολλά και διάφορα για χάρη μιας καλής μελωδίας –στην πραγματικότητα ή/και στα πλαίσια αστικών θρύλων.
Δεδομένης μιας τέτοιας μειονεξίας, αλλά και προφανώς όχι μόνο εξ αιτίας της, δεν είναι τυχαία η δόμηση μιας χαλαρής καλλιτεχνικής περσόνας εκ μέρους της Nalyssa Green. Παρομοίως, τυχαία δεν είναι ούτε η δημιουργία θεματικών άλμπουμ –αν όχι υπό την σκληρή έννοια του όρου, έστω στα πλαίσια ενός κεντρικού δημιουργικού άξονα. Στην περίπτωση του The Seed μάλιστα ακόμα πιο έντονα σε σχέση με το Barock, καθώς από τα έξω προς τα μέσα όλα δείχνουν μαμά φύση: ηχογράφηση στην ορεινή Κορινθία α-λα-Bon Iver, εξώφυλλο, τιτλοδοτήσεις, στίχοι, μουσική φόρμα καθορισμένη εντός των νατουραλιστικών indie folk γραμμένων. Όλα τους φροντισμένα μέχρι παρεξηγήσεως, τόσο που ο καλώς νοούμενος ερασιτεχνισμός σχεδόν γίνεται συνώνυμος του καλώς νοούμενου επαγγελματισμού, όσο κι αν και τα δυο τους εμπεριέχουν τον ναρκισσισμό μέχρι ένα σημείο. Κι είναι αυτή από μόνη της μια νίκη κι ένα βήμα εμπρός, σε καιρούς που το περιλάλητο «καν' το μόνος σου» τείνει να αντικαταστήσει περιφραστικά την πλαδαρότητα και την ευκολία. Είναι όμως και μια λούμπα, ειδικά όταν μπλέκεται η ιεράρχηση των ζητουμένων ενός άλμπουμ. Αν και το φαίνεσθαι πάντα θα αποτελεί αναπόσπαστο πλευρό της ποπ κουλτούρας.
Διότι, έτσι όπως χρειάστηκε ένα γύρω-γύρω μερικών εκατοντάδων λέξεων για να φτάσουμε στα του αμιγώς ηχητικού περιεχομένου, έτσι και το The Seed της Nalyssa Green συνεχώς το αναβάλλει για χάρη μιας υπερβολικής ενασχόλησης με το περίβλημά του (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Δηλαδή ναι μεν τα τραγούδια είναι πλέον πιο στοχευμένα, πιο κεντραρισμένα, πιο σίγουρα, μα την ίδια στιγμή τους λείπει η προωθητική δύναμη, εκείνο που θα απαιτήσει την προσοχή –κατ' ευθείαν ή δια της πλαγίας δεν έχει καμία σημασία. Και δεν χρειάζεται να είναι η μελωδία αυτό, υπάρχουν τόσοι τρόποι...
Αλλά και πάλι πρέπει να εκδράμεις μετά τα μισά για να συναντήσεις τις πρώτες ιδέες που θα σπάσουν λίγο όχι μόνο τη μελωδική πεζότητα, μα και τη φλαταρισμένη μακαριότητα της εναλλαγής των τραγουδιών. Στη δε παραμονεύουσα ερώτηση «ποπ τραγούδια είναι, τι τις θες τις περιπέτειες;», πρώτον ξεκαθαρίζω πως δεν εννοώ τίποτα κυνήγια των μαγισσών της πρωτοπορίας και, δεύτερον, υπενθυμίζω ότι «βουή μας μαύρη αν το πράμα σταματούσε σ' ένα το 'χει ή δεν το 'χει εκ γενετής»...
{youtube}Q0xqtEUB5R4{/youtube}