Μπορεί να είναι μια συζήτηση που θα διαρκέσει (και διαρκεί για να ακριβολογήσω), στην οποία οι εμπλεκόμενοι να υποστηρίζουν τη θέση τους με την ίδια θέρμη από την πρώτη στιγμή έως το διηνεκές: ακόμα και στη σημερινή εποχή, όπου είναι πια κυριολεκτικός ο όρος «παγκόσμια ποπ», όταν ακούμε το έργο ενός καλλιτέχνη δεν θα έπρεπε να ακούμε τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έξωθεν του δημιουργού; Το λέω διότι αμφότερα τα είδωλα της Etten (η Björk και η Kate Bush) άφησαν να τρέξει στις φλέβες τους ό,τι έχει χαρακτηρίσει, αντίστοιχα, το ισλανδικό και το αγγλικό έθνος. Από τη στιγμή λοιπόν που το Lappuggla έχει κατά τα 2/3 του ηχογραφηθεί σε ελληνικό έδαφος (Αθήνα και Τήνος, το τρίτο είναι η Σουηδία), δεν θα έπρεπε κάπου να λαμβάνεις τον ζόφο της πρώτης και τον αέρα ελευθεριότητας της δεύτερης;
Αντιθέτως, αυτό που (προσωπικά) λαμβάνω είναι μια εγκεφαλική ποπ, εσώκλειστη στις εμμονές της, η οποία σχεδόν αρνείται να συνδιαλλαγεί πέρα από το ήδη αρμολογημένο ηχοσύστημα εκείνων. Ακόμα και στο επίπεδο της προσπάθειας για μια διεθνή πτύχωση του δίσκου, ποιο θα είναι λοιπόν το στοιχείο που θα ξεχωρίσει την Etten από τα κοντέινερ κορασίδων με καλή φωνή, όσων πριμοδοτούν υπέρ μιας ηλεκτρονικής folk; Αν ξεκινήσετε τα τορρέντια και τα υπόλοιπα διαόλια του download θα βρείτε αρκετά αξιόλογα πονήματα παρόμοιου χαρακτήρα. Πώς λοιπόν θα αποκτήσει η Etten εκείνο το χαρακτηριστικό σήμαντρο που θα κάνει τους ανά την υφήλιο (πιθανούς) ακροατές να την αντιληφθούν ως ξένη μα γοητευτική και τους συντοπίτες να βρουν σημεία διασύνδεσης με το εδώ; Αυτό είναι το κομβικό στοιχείο.
Η παραγωγή έχει βέβαια τη στόφα της καλής και μελετημένης δουλειάς (με εξαίρεση ενίοτε την είσοδο των οργάνων ρυθμολογίας στη μίξη –βλέπε πιο ψηλά από το αναμενόμενο). Να σημειώσω επίσης ότι στο λεξιλόγιο θα πρέπει να βάλουμε και δύο καινούργια όργανα, τα οποία κατασκεύασε ο Coti K. ειδικά για την Etten και τις ηχογραφήσεις του Lappuggla: το διαπαντός και το διαμέσον. Θα διαπιστώσετε την ύπαρξή τους όταν στεριώσετε προσεκτικά τα αυτιά σας στα ακουστικά και προσμετρήσετε τον δίσκο. Ο οποίος έχει επιπρόσθετα και το συν της οικονομίας: όλες δηλαδή οι συνθέσεις κινούνται κοντά στα 3,5 λεπτά και σε καμία περίπτωση δεν ξεχειλώνουν τις αρχικές τους ιδέες. Θα ακούσετε δε και δύο πραγματικά καλά τραγούδια, το "Circle" και το "Song Of A Seed" (με το οποίο κλείνει το άλμπουμ).
Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν απαντά στα άνωθεν κομβικά ερωτήματα. Λείπει από το Lappuggla το στοιχείο του ξεχωριστού, ενώ τονίζεται διαρκώς το εσώκλειστο της δουλειάς. Ακόμα και στο επίπεδο των φωνών, όπου –κι ασχέτως αν σε μερικές εγγραφές αναμίχθηκε και ο Coti K.– ακούω την Etten να κάνει (πολλαπλά ενίοτε) φωνητικά στον εαυτό της, λογική πολύ συνηθισμένη σε προσπάθειες όπου ο καλλιτέχνης έχει κατασκευάσει μόνος τον δίσκο του. Κάτι που ενισχύει την εικόνα ενός κλειστού σύμπαντος και δημιουργεί μια πλαστικότητα στο αποτέλεσμα. Με έκανε δε να θυμηθώ όσα είχε κάποτε πει ο παραγωγός George Drakoulias (βλέπε Screaming Trees/Dust), ο οποίος ανέφερε ότι σαφώς ο Mark Lanegan είχε την καλύτερη φωνή, όταν όμως έβαζε τη μπάντα να τραγουδάει δεύτερα φωνητικά κάλυπτε τη φωνή του με συχνότητες από τις φωνές των άλλων, ώστε να δίνει μεν τη σωστή νότα αλλά να μη χαρακτηρίζει τα δεύτερα φωνητικά –διότι έτσι θα διέλυε την πρώτη φωνή σε επίπεδο αισθητικής ομοιογένειας.
Με απογοήτευσε έτσι η δαντελωτή ποπ της Etten, γιατί (για τους παραπάνω λόγους) δεν βρήκα τα στοιχεία που θα την έκαναν να κολλήσει στα ακουστικά ή στα ηχεία μου. Κρίμα, διότι η φωνή της Ελένης Τζαβάρα είναι θαυμάσια και σε ορισμένες φάσεις του δίσκου καταλαβαίνεις ότι θα μπορούσε να δώσει ερμηνείες μακριά από τον αυτοερωτισμό, ανοίγοντας έναν δίαυλο δυναμικότητας και επικοινωνίας με το έξω της κρυστάλλινης (και για αυτό τα μάλα εύθραυστης) γυάλας που έφτιαξε για το Lappuggla.
{youtube}uup8fV-dRjc{/youtube}