Μα γίνεται; Να φέρνεις τόσο πολύ σε ένα πάλαι ποτέ είδωλο κι όμως να πετυχαίνεις να το νικάς στα (καθοριστικά) σημεία; Το πόσο μοιάζει ο Κωνσταντίνος Αργυρός στον Αντώνη Ρέμο, το πιάνεις με την πρώτη νότα που θα σου τραγουδήσει. «Κωνσταντίνο Ρέμο», τον αποκαλεί ένας στο YouTube κι ένας άλλος γράφει «φωνή Ρέμου με φάτσα Βέρτη». Το θέμα όμως είναι ότι τον κάνει σκόνη: βγάζει εκείνη την πειθώ στα φωνήεντα που ο Ρέμος δεν διέθετε ποτέ –κι ας έπεσαν κάποτε ο Θεοδωράκης, ο Παπαδόπουλος, ο Νταλάρας κι ο Μπιθικώτσης να μας πείσουν ότι επρόκειτο για ερμηνευτή ολκής (τα θυμάστε ή μπα;).
Κι έτσι, αντί να ναυαγήσει ως ένα ακόμα κλωνοποιημένο προϊόν μιας εγχώριας δισκογραφικής βιομηχανίας σε πλήρες αδιέξοδο, ο Κωνσταντίνος Αργυρός βρίσκεται να τον μαθαίνει όλη η Ελλάδα χάρη σε ένα από τα ούμπερ-χιτ των ημερών μας, από εκείνα που ακούς όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Αιτία βέβαια για όλα αυτά είναι και το ρεφρέν που έγραψε η Ναταλία Γερμανού για το "Ποτέ Ξανά" –από τις καλύτερές της στιχουργικές δουλειές– στο οποίο ο Αργυρός χαρίζει μια απογειωτική ερμηνεία με φόντο τις αποβουτυρωμένες (μα οπωσδήποτε άριστα λειτουργικές για το ζητούμενο) ηλεκτρικές κιθάρες του Γιώργου Θεοφάνους.
Ναι, αλλά τι γίνεται με το υπόλοιπο άλμπουμ; Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, μένει να φυτοζωεί στη σκιά του γκραν σουξέ... Άλλο "Ποτέ Ξανά" δεν υπάρχει, πράγμα που σε κάνει να σκεφτείς ότι έπρεπε ίσως να έχει αξιοποιηθεί περισσότερο η «στιχουργός με πόνο/DJ με χαμόγελο» τώρα που βρέθηκε σε ρέντα (καθώς δεν υπάρχει άλλο τραγούδι με την υπογραφή της Γερμανού). Από την άλλη, δεν μιλάμε και για ένα αποτυχημένο σύνολο: μπορεί το υλικό να μένει σε διαδρομές ρουτίνας και να ακούμε μια αναπαραγωγή μελωδικών και θεματικών μοτίβων υπερβολικά γνώριμων από τα 1990s και μετά, όμως οι δύο του βασικοί πυλώνες –ο Θεοφάνους με τον Αργυρό– κρατάνε γενικά τα μπόσικα.
Ο Θεοφάνους δεν γράφει κάτι το πρωτοκλασάτο, αλλά βρίσκει σωστές ισορροπίες ανάμεσα σε μια mainstream (power) pop αισθητική και στα υπολείμματα εκείνα του λαϊκού μας τραγουδιού που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στα 1990s σε συνταγοποιημένα ζεϊμπέκικα, χασάπικα και τα λοιπά. Με τέτοια υλικά, δεν μπορείς να πετύχεις πολλά παραπάνω. Και η κριτική οφείλει μεν να ψέξει τον Θεοφάνους, θέτοντας ευθέως το ερώτημα «γιατί δεν επιδιώκεις να κάνεις κάτι πέρα από τέτοιες ευκολίες;», οφείλει πάντως και να αποδεχθεί ότι το "Η Αγάπη Θέλει Πάθος" θα μπορούσε κάλλιστα να το λέει η Πρωτοψάλτη ή ακόμα και η Αρβανιτάκη των '00s –για να μην πω η Αλεξίου κι έχουμε δράματα... Ο Αργυρός πάλι, αν και σούπερ τραγουδιστής δεν είναι, βάζει τα δυνατά του και βγάζει ψυχή που εδώ κι εκεί υπερβαίνει το υλικό το οποίο έχει στα χέρια του. Στέκει ας πούμε μια χαρά και εν μέσω μιας ενορχήστρωσης αυστηρά Δυτικής (όπως στο "Ποτέ Ξανά" ή στο "Άλλη Μια Νύχτα"), βγάζει όμως επιτυχημένα κι ένα πιο λαϊκό τραγούδι σαν το "Μια Νύχτα Κόλαση", βρίσκοντας εκείνο το κάτι που λείπει λ.χ. από τον Νίκο Οικονομόπουλο όταν κινείται από τα ελαφρά προς τα μπουζούκια.
Κι ας μην είναι λοιπόν κάποιο σπουδαίο άλμπουμ που θα μνημονευτεί αργότερα ως σημείο αναφοράς στην ελαφρολαϊκή αισθητική, το Παιδί Γενναίο επιβάλλει δίκαια τον Κωνσταντίνο Αργυρό στη δισκογραφία –υποθέτω και στα κέντρα. Μπορεί η ερμηνευτική του περσόνα να είναι ετερόφωτη, φτιαγμένη με πολύ Ρέμο, μια σκελίδα Βέρτη και ολίγον από Πλούταρχο, εντούτοις ο νεαρός Αθηναίος βάζει στο όλο μίγμα και μια δόση προσωπικότητας η οποία τελικά κάνει τη διαφορά. Αν προσέξει το ρεπερτόριό του και ωριμάσει ερμηνευτικά χωρίς να καεί στα νυχτερινά μαγαζιά, υπάρχουν περιθώρια να σταθεί παραπάνω από αξιοπρεπώς.
{youtube}mGh3LprEL7w{/youtube}