Δεύτερος προσωπικός δίσκος του Κυριάκου –Sundayman– Μουστάκα το Retronome και μια στροφή από το electro/lounge του ντεμπούτο Outerland στη νοσταλγική αγκάλη της συνθο-κεντρικής ηλεκτρονικής σύνθεσης. Ορθώς επισημαίνει ο ίδιος στην προ ημερών συνέντευξή του στον Τάσο Μαγιόπουλο ότι «[οι δύο δίσκοι] είναι σχεδόν σαν να μην έχουν γραφτεί από τον ίδιο άνθρωπο».
Το ζήτημα είναι φυσικά ρητορικό. Πρόκειται για δύο έργα του ίδιου μουσικού και, αν πιστέψουμε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, «είμαστε καταδικασμένοι να λειτουργούμε με τις εμμονές μας». Έτσι, οι ανησυχίες που εκφράζονται εδώ υπάρχουν ως έμβρυα και στο σώμα του Outerland. Απλώς στο Retronome αποκτούν περισσότερο χώρο και αναπτύσσονται σε μεγαλύτερη πληρότητα. Υπάρχει μία –ας την πούμε– αλλαγή στόχευσης, η οποία μπορεί να πάει και βαθύτερα από το προφανές, αναλογικό αντί ψηφιακού. Στην ουσία της εκφράζει μια διαφοροποίηση σε επίπεδο προσέγγισης, τρόπου και μεθόδου. Για να το θέσω σχηματικά: ο παραγωγός του Outerland, γίνεται εδώ ο συνθέτης του Retronome.
Έτσι, ο Μουστάκας δημιουργεί πιο πλούσιες γραμμές για τα πληκτροφόρα του και –συγκριτικά– περισσότερο προσεγμένες και λεπτομερείς συνθέσεις. Τις οποίες κυρίως τοποθετεί σε τραγουδιστικές φόρμες, άλλοτε σφιχτά δομημένες στο μοντέλο κουπλέ/ρεφρέν, άλλοτε χαλαρά αφημένες σε πιο ανοικτά σχήματα. Και μπορεί οι περισσότερες αξιομνημόνευτες στιγμές του δίσκου να έρχονται με τη δεύτερη εκδοχή (“Ready For You”, “The Train”, “November”), οι απόπειρες όμως να δημιουργηθούν λιτά και όμορφα τρίλεπτα τραγούδια δεν πέφτουν στον βρόντο. Ευεργετημένο και από τη συνεισφορά φιλοξενουμένων όπως ο Γιώργος Μανωλούδης σε φωνητικά και ο Δημήτρης Αρώνης (των Modrec και Moa Bones) σε φωνή, κιθάρα και κρουστά, το Retronome παρουσιάζει μια διακριτική και μεστή ηλεκτρονική ποπ.
Η νοσταλγία που αποπνέει είναι βεβαίως έντονη: ο ίδιος ο τίτλος (Retronome) το καταδεικνύει. Και τα κίνητρα του Μουστάκα είναι (ή έστω, δείχνουν να είναι) ειλικρινή. Εδώ η ρετρό αισθητική δεν εκφυλίζεται σε vintage –δηλαδή σε απέλπιδα προσπάθεια επίδειξης καλλιέργειας, κλασικού (υψηλού υποτίθεται) γούστου ή απλώς έκφραση καταναλωτικού αποπροσανατολισμού. Είναι περισσότερο απότοκο μίας διάθεσης του δημιουργού να ανακατέψει τα μουσικά αρώματα τα οποία τον γαλούχησαν, να συνδιαλλαγεί μαζί τους με τρυφερότητα και με τη νηφαλιότητα που επιφέρει η δεδομένη χρονική απόσταση. Οι κύριες, λοιπόν, αναφορές που ανασύρονται ακουμπούν αναμενόμενα σε έναν Jean Michel Jarre, έναν Brian Eno ή σε μια ορισμένη ποπ ηχο-τροπία των 1990s.
Αν και ενστάσεις στο διάβα του δίσκου διαμορφώνονται· μια-δυο (από τις εννέα) συνθέσεις με σχετικά απλοϊκή εξέλιξη, μια απουσία οποιουδήποτε εγχειρήματος υπέρβασης των (ομολογουμένως) κατακτημένων εκφραστικών μέσων. Το Retronome είναι βεβαίως εύληπτο ως άκουσμα και περιέχει ορισμένα δείγματα οξυδερκούς ποπ τοποθέτησης, η οποία δύναται να σε κάνει να ξεχνάς (μα όχι να επιλύεις) τις όποιες ενστάσεις. Είναι όμως αρκετό κάτι τέτοιο; Μερικές φορές, όταν σε πιάνει αυτή η γλυκύτητα της μελαγχολίας την οποία αποπνέει, τότε ναι, είναι υπέρ-αρκετό. Άλλες πάλι…
{youtube}wnCmDL8IORs{/youtube}