Με όνομα δανεισμένο από τους At The Drive-In και προϋπηρεσία σε ένα συγκρότημα βαθιά επηρεασμένο απ' αυτούς (στους Modrec), ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης επιχειρεί –ως Spectralfire– να παρουσιάσει το εντελώς ατομικό του μουσικό απόσταγμα. Σε έναν δίσκο που εμφανίζει βιωματικά συμπτώματα προερχόμενα από διαφορετικά ηχητικά υποσύνολα και, παράλληλα, δείχνει να αποδέχεται την αμηχανία της ιδιότητάς του ως ντεμπούτο.
Ως πρώτη δισκογραφική απόπειρα του Κουντουρόγιαννη με το συγκεκριμένο side-project (το οποίο μετρά πάντως ήδη κάποια χρόνια λειτουργίας), το ομώνυμο Spectralfire διατηρεί μια στάση κυρίως ενδοσκοπική και δευτερευόντως διερευνητική. Δεν είναι δηλαδή τόσο φανερή η ανάγκη του δημιουργού να αναζητήσει τη σχέση του με το προϋπάρχον μουσικό περιβάλλον και να τοποθετηθεί κάπου μέσα σ' αυτό, όσο η ανάγκη του να ταξινομήσει τα πράγματα με τα οποία έχει έρθει σε επαφή και να ορίσει τη δική του εσωτερική σχέση μαζί τους. Όλα αυτά, βέβαια, προκειμένου να εντοπίσει εκφραστικά μέσα ικανά να επιστρατευτούν αποτελεσματικότερα για να του προσδώσουν κάποιο προσωπικό στίγμα και να τον ενσωματώσουν, τελικά, στο παραπάνω περιβάλλον.
Είναι αλήθεια πως το Spectralfire, στη μεγαλύτερή του έκταση, δεν θες ούτως ή άλλως να το εντάξεις κάπου: κατά βάση, κάνει ό,τι θέλει εκείνο κάθε φορά. Αυτή η χειραφέτηση από την κρίση ή τις προβλέψεις του ακροατή συναντάται συχνά και μπορεί να μεταφραστεί είτε στα απρόοπτα και καθηλωτικά φωνητικά ομαδικού τύπου που πρέπει να περάσουν πέντε λεπτά από το “Tendency” για να κάνουν την εμφάνισή τους, είτε στην άτυπη, μη γραφική, folktronica του “Final Obstacle”, είτε στο μαθηματικό ξετύλιγμα των σπασμωδικών φωνητικών στα μισά του “Underground Heathrow”, είτε γενικότερα στη διάρκεια των τραγουδιών, η οποία συνήθως τραβάει ανέμελα την ανηφόρα (χωρίς να είναι πάντα αναγκαίο παρολαυτά).
Δεν παραλείπονται βέβαια και τα εύκολα κι απαραίτητα δολώματα για τη ροή του δίσκου που δεσμεύουν τη συνέχιση της ακρόασης και ουσιαστικά θέτουν τους κανόνες συλλειτουργίας, δίνοντας το πάνω χέρι στο Spectralfire. Τέτοιες περιπτώσεις συναντά κανείς στο εναρκτήριο “Body Weak”, όπου στοιχεία μιας καλαίσθητης παρελθοντικής smooth soul αναζητούν την επαφή τους με μια πιο σύγχρονη πειραγμένη μορφή της (τύπου Jamie Lidell, κυρίως σόλο και δευτερευόντως με Super Collider) ή στο “This Mess”, όπου ο βρετανισμός των αρχών της δεκαετίας του '00 ξεψαχνίζεται και τίθεται σε εύληπτους, απλοποιημένους όρους για άνετη κατανάλωση.
Συνολικά, το Spectralfire φέρνει στο προσκήνιο τις αναζητήσεις ενός μουσικού με παραδεδεγμένο αισθητήριο, ενώ αποτυπώνει μια ηχητική προσέγγιση που, παρ’ ότι δική του, εμπλουτίζεται κατά πολύ από τη συμβολή της Ματίνας Κουντουρόγιαννη στο πιάνο και του Σεραφείμ Γιαννακόπουλου στα τύμπανα. Ωστόσο, αυτό το ντεμπούτο δείχνει να έχει περισσότερο την υφή πρώτης γεύσης παρά τελικού χτυπήματος. Δίνοντας τελικά μια υποσχετική εντύπωση για κάτι επόμενο που θα έρθει και θα προσδώσει έναν οριστικό χαρακτήρα στην ατομική απόπειρα του Λάμπη Κουντουρόγιαννη.