Το κόνσεπτ, σε αδρές γραμμές, έχει ως εξής: για τούτη τη δεύτερη δουλειά της, η διαμένουσα στη Θεσσαλονίκη δεσποινίς Roosevelt επιλέγει οκτώ παραδοσιακούς χορούς, δανείζεται από αυτούς ρυθμούς, μελωδικές μεθοδολογίες (φαντάζομαι και κλίμακες –η ελλιπής μουσικολογική μου γνώση δεν επιτρέπει εδώ βεβαιότητες) και, δια της τεθλασμένης, δημιουργεί έναν δίσκο, η προσωπικότητα του οποίου δομείται ισοβαρώς από την παραδοσιακή μουσική και από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά ερείσματα της δημιουργού (electro, techno, σκοτεινή ηλεκτρονική pop κ.α.). Συγκροτώντας, τελικά, έναν κοινό τόπο, ένα αδιαίρετο σύνολο.
Το Haunted της May Roosevelt δεν προσβλέπει σε κανενός είδους αναβίωση για να είναι λεπτομερειακό ως προς τις επικλήσεις του παρελθόντος, ούτε βεβαίως αντιλαμβάνεται την παράδοση ως καρικατούρα, ταγμένη στο κυνήγι του επόμενου έθνικ τρεντ, προκειμένου να στριμώξει επιφανειακά της στοιχεία σε μία εξίσου επιφανειακή συγχρονικότητα. Προσπαθεί να αφουγκραστεί μιαν ανάσα, να αποτυπώσει μια ηχώ, να αποτολμήσει μία απάντηση σε έναν λογικό, κατά τα άλλα, προβληματισμό: τι παίρνουμε αν θρέψουμε σύγχρονες μουσικές προσεγγίσεις με αρχέγονη πρώτη ύλη, αν θεωρήσουμε (επί του γενικότερου) ότι το σήμερα δεν είναι παρά το αύριο του χθες;
Είναι σαφές (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια/αυτιά) ότι τούτος ο προσεταιρισμός του παρελθόντος διαθέτει την υγιέστερη σχέση με τον χρόνο, θεωρώντας τον ως ένα αλληλεπιδρόν συνεχές και όχι ως ένωση ανεξάρτητων και ανεπηρέαστων μεταξύ τους σημείων. Δεν μένει να θαυμάζει τους μουσειακούς θώκους της παράδοσης, αλλά αναμιγνύει την τελευταία στο σήμερα. Πάρτε παράδειγμα το “Mass Extermination”: τα κρουστά που συνοδεύουν ανά τους αιώνες τον ποντιακό χορό Κότσαρι (απ’ όπου αντλεί την σύνδεση), εδώ έχουν απλώς δώσει τη θέση τους στο ψηφιακό beat, τα μετρήματα όμως είναι ίδια, τα χτυπήματα ισάξια. Σε αυτό το ρυθμικό υπόβαθρο η Roosevelt προσαρμόζει το θέρεμιν (βασικό της όργανο) σύμφωνα με την ποντιακή λύρα και πασπαλίζει με δόσεις σκοτεινής electronica. Αυτή είναι περίπου και η κεντρική μεθοδολογία όλου του Haunted: σίγουρα ρυθμικά πατήματα και ηχητική προσομοίωση του θέρεμιν με ό,τι επιτάσσει η εκάστοτε παραπομπή (από κλαρίνο μέχρι λύρα) μαζί με αρκετά περιρρέοντα ατμοσφαιρικά μπλιμπλίκια (σύνθια ή επιπλέον γραμμές στο θέρεμιν).
Με αυτή τη διττή φύση διάχυτη σε όλο το άλμπουμ δημιουργούνται οι οκτώ συνθέσεις του, με την αισθητική (και μόνο) υπεροχή να δίνεται πότε στο παρελθόν και πότε στο παρόν. Στο “Vow”, για παράδειγμα, όπου η ρυθμική μυσταγωγία του ηπειρώτικου Πωγωνίσιου φαντάζει πρωτεύουσα, το βουκολικό συναντάει εντελώς αβίαστα το αστικό. Στο “Young Night Thought”, όπου μία electro χροιά μοιάζει να κυριαρχεί, οι αναφορές στον Ζωναράδικο χορό της Θράκης είναι μεν υπόγειες μα εμφανείς. Στο ηλεκτρονικό πάλι κομψοτέχνημα “Outcry”, όπου οι χρόνοι του Καλαματιανού διαποτίζουν τις υπόλοιπες, ενσκήπτουσες στη Δύση, αναφορές. Σε στιγμές, η προσέγγιση της Roosevelt μου έφερε στο νου εκείνη που υιοθέτησε ο Biomass στην προπέρσινη Electrozali του, για να συνδυάσει την δική του electronica με την κρητική Πεντοζάλη. Και στα δύο άλμπουμ το αποτέλεσμα ακουμπάει προφανώς στη σύγχρονη ηλεκτρονική δημιουργία και στα δύο στοιχεία από παραδοσιακούς χορούς τοποθετούνται σε ένα σκοτεινό πλαίσιο –όπου η χορευτική έξαψη δεν αποτελεί πρωταρχικό σκοπό (αν δηλαδή συγκαταλέγεται καν στους σκοπούς), μα επιχειρείται μία επίκληση στην τελετουργική, στη μυσταγωγική αξία της πρώτης ύλης.
Και όπως στον δίσκο του Biomass βέβαια, έτσι κι εδώ θα είναι άδικο να μείνουμε μόνο σε αυτό το επίπεδο της προσέγγισης (στο πώς δηλαδή το παρελθόν ακτινοβολεί στο παρόν). Το Haunted παραμένει ενδιαφέρον κι όταν το τοποθετήσουμε αμιγώς στη σύγχρονη ηλεκτρονική δημιουργία. Δεν ξέρω αν την ανανεώνει, βρίσκει πάντως με τη χρήση του θέρεμιν και με τη γενικότερη δόμηση του ήχου του μία αξιοπρόσεκτη και προσωπική εκφορά λόγου. Μία δόμηση, η οποία, ενώ διατηρείται λιτή, προσφέρει συνάμα έναν ήχο ζεστό, γεμάτο και συναισθηματικά δυνατό.
Αισθάνομαι, εν κατακλείδι, πως η May Roosevelt κατάφερε με το Haunted κάμποσα πράγματα. Της αξίζουν, καταρχήν, συγχαρητήρια γιατί έφερε εις αίσιο πέρας μία, ως επί των πλείστων, προσωπική προσπάθεια (από το εκτελεστικό κομμάτι, αυτό της ανεξαρτησίας της παραγωγής, ως το αισθητικό –βλέπε εξώφυλλο και γενικότερο artwork). Κατάφερε, επίσης, να υπερβεί τον εαυτό της και από το μάλλον άγουρο ντεμπούτο της Panda A Story About Love And Fear, να φτάσει σε μικρό χρονικό διάστημα σε αξιοσημείωτα επίπεδα μουσικής ωριμότητας. Κατάφερε τέλος να τεθεί ανάμεσα στους νέους Έλληνες καλλιτέχνες (όπως ας πούμε οι GravitySays_i) που αναζητούν με σοβαρότητα το άγγιγμα του πατρογονικού παρελθόντος μέσα στην προσωπική τους (τη Δυτικοποιημένη) ταυτότητα.
Διότι και το Haunted εγείρει ζητήματα αυτογνωσίας, του τι άραγε σημαίνει σε αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο να κατάγεσαι από τούτα τα εδάφη, ποια είναι η διαφορετικότητα που έχεις να προτάξεις. Εκουσίως ή ακουσίως, τελικά λίγη σημασία έχει…