Παραπάνω από ευχάριστη η έκπληξη από το άκουσμα του τελευταίου δίσκου του Μπάμπη Στόκα, Βόλτα. Μακριά από τα παράλια των Πυξ Λαξ ακόμα πιο φανερά, ο ένας από τους δύο εναπομείναντες σωματοφύλακες της μεγαλύτερης δόξας του ελληνικού soft rock, ανανεώνει τον ήχο του όχι με κάποια στολίδια ή νέες τεχνικές οργανοπαιξίας ή χειρισμού της κονσόλας, αλλά με εσωτερικότητα και βιωματικότητα.  Γνωρίζω ότι κάποιος υπέρμαχος του καλλιτέχνη αλλά και των Πυξ Λαξ θα προσθέσει με απορία ότι αυτό είναι σχεδόν αυτονόητο για τον Μπάμπη Στόκα, μιας και οι ελεγείες όχι μόνο του παλαιότερου(;) σχήματός του αλλά και των προσωπικών του μουσικών καταθέσεων έχουν πάντα ως σημαία –σε επίπεδο στίχων– την εσωστρέφεια και την ανίχνευση των εσωτερικών δαιμόνων. Θα αντιτάξω πάραυτα ότι ελάχιστες φορές έπραξε κάτι τέτοιο, μιας και συχνά το κυνήγι της εσωτερικής χαρτογράφησης γινόταν σημαία αυτοπροβολής. Σαν να ήταν δηλαδή αναγκαίο παρασημοφόρησης το θηρεύειν της αλήθειας, πολλές φορές ο καλλιτέχνης παγιδεύτηκε σε έναν αυτοερωτισμό της ευαισθησίας του –πασίγνωστη παγίδα, η οποία αλλοιώνει και τη φόρμα αλλά και την ουσία της μετάληψης στις αλήθειες. Να όμως που ο Στόκας αυτή τη φορά κερδίζει με το Βόλτα το στοίχημα. Και με το παραπάνω μάλιστα, μιας και καθίσταται φανερό ότι ο δίσκος δεν έχει επιτηδεύσεις και η ροή του είναι αβίαστη. Θα ομολογήσω επίσης ότι κυνήγησα από την αρχισυνταξία (προς πλήρη απορία της) την κριτική του δίσκου, διότι το τραγούδι “Έρασμος” που φιγουράρει στην 4η θέση του track list με κέρδισε στα ελάχιστα δευτερόλεπτα κατά τα οποία παιάνιζε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικού σποτ που αφορούσε την προώθηση του δίσκου. Και δεν έπεσα έξω. Ο “Έρασμος” είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια της φετινής χρονιάς και εμπεριέχει όλα τα προτερήματα που θα βρείτε απλόχερα στη Βόλτα ετούτη. Σωστή ηχοληψία, χειρισμός οργάνων χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, στίχους οι οποίοι φανερώνουν τη σωστή θέση του Στόκα σε σχέση με τον χρόνο και την αφομοίωση του περάσματός του πάνω από τον ίδιο και, τέλος, μία από τις καλύτερες ερμηνείες που έχει δώσει τα τελευταία χρόνια με την έτσι κι αλλιώς χαρακτηριστική αλλά τώρα ακόμα σωστότερα τοποθετημένη φωνή του. Γεγονός που αποδεικνύει και σε άλλο ένα πραγματικά ωραίο σημείο του δίσκου, στη “Στρυχνίνη”, δική του σύνθεση σε στίχους του μεγάλου Μάνου Ελευθερίου. Γενικότερα στον δίσκο θα βρεθούν –ειδικότερα από θιασώτες του στιλιστικού ύφους του Στόκα– πολλές στιγμές οι οποίες όχι μόνο θα ανανεώσουν το ενδιαφέρον τους για τον δημοφιλή συνθέτη και τραγουδιστή μα θα δώσουν και υποσχέσεις (σε όσους ψάχνουν γι’ αυτές και δεν αρέσκονται απλώς στο ψηλαφίζουν την τυπολογία της φόρμας) ότι ο Μπάμπης Στόκας δεν έχει πάψει να προβληματίζεται σε σχέση με τον ήχο. Προσωπικά, την απόπειρα ζεύξης που κάνει στον παρόντα δίσκο με παρελθοντικά και μελλούμενα(;) στοιχεία του τη βρήκα λίαν ενδιαφέρουσα. Οι στίχοι που είτε έχει επιλέξει, είτε έχει εισαγάγει με δική του υπογραφή πιστοποιούν σαφώς το καλλιτεχνικό παρελθόν του, την ίδια όμως στιγμή είναι σαφής και η προσπάθεια διόδου πέρα από τετριμμένα σχήματα συναισθημάτων.  Όντας ο ίδιος σε μία ηλικία όπου ο άνθρωπος κάνει απολογισμούς και παίρνει δυνάμεις για να συνεχίσει, ο Στόκας δείχνει με τη Βόλτα ότι μπορεί να πάει τη φόρμα που τον έκανε διάσημο δυο βήματα παραπέρα. Υ.Γ.: Θα ήθελα να κάνω μία ειδική μνεία για το θαυμάσιο μαντολίνο (χειριστές του είναι, σε διαφορετικά σημεία, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, που υπογράφει μάλιστα μία σύνθεση του δίσκου, και ο Γιώργος Παχής) το οποίο με γλυκό –αλλά όχι γλυκερό– παίξιμο διάνθισε και τόνισε σημεία των συνθέσεων με μοναδικό τρόπο.       

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured