Έσβησα πολλές φορές μια ανάλογη πρώτη παράγραφο, μόνο και μόνο για να ξαναγυρίσω τελικά στην ίδια εισαγωγή. Φευ… Δεν μπορείς να αγνοήσεις το (μικρο)κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμα κι αν έχει καταστεί πια ηλίου φαεινότερο ότι η Μόνικα αφορά πολύ περισσότερο κόσμο απ’ όσον μαζεύεται στα απανταχού εναλλακτικά στέκια της αθηναϊκής (σαλονικιώτικης και πατρινής) νεολαίας. Ακριβώς επειδή οι ρίζες της βρίσκονται σε αυτά και εκεί η συζήτηση έχει ανάψει –με έναν τρόπο που μου θυμίζει τα όσα έγιναν με τους Raining Pleasure, τους μόνους άλλους εναλλακτικούς οι οποίοι «τα κατάφεραν».
Βαθιά ελληναράδικα σύνδρομα βυσσοδομούν λοιπόν και κατά της Μόνικας, απλά και μόνο επειδή «τα κατάφερε». Και, από την άλλη, βαθιά ελληναράδικα σύνδρομα πάνε να καβαλήσουν τον αφρό του κύματος, μπας και «τα καταφέρουν» και οι ευαγγελιστές τους, με κερκόπορτα τη Μόνικα. Την τυρίλα τελικά και τον κοτζαμπασισμό δεν τα κρύβει ούτε η ακριβότερη εναλλακτική κολόνια. Πόσοι προσέχουν τελικά ότι μεταξύ της «Ελληνίδας PJ Harvey» και μιας που δεν είναι «αρκετά underground για να τη θεωρούμε δικιά μας» υπάρχει μια κοπέλα με ταλέντο; Δεν ξέρω... Πάντως, αν με ρωτήσετε, το θεωρώ αδιαπραγμάτευτη σταθερά. Το τι γίνεται με αυτό το ταλέντο, το πού πάει, αν πάει, και το πώς κουμαντάρεται, αυτά ναι, αποτελούν θέματα προς συζήτηση για τη Μόνικα του Exit. Όχι όμως το τι είπε στο τάδε site κι αν έμεινε σε σουίτα και αν η παραγωγή κόστισε πολλά λεφτά και αν την είδαμε στην τηλεόραση και αν, και αν…
Το Exit είναι νομίζω βήμα πίσω για τη Μόνικα: ένας δίσκος φτωχός σε σημαντικές καταθέσεις, βιαστικός, αμήχανος. Σαν να σαστίζει λίγο η δημιουργός του μπροστά στο μπαμ και να ζητάει τον χώρο να το επεξεργαστεί, βάζοντας ενδεχομένως και γνώμες τρίτων στην υπόθεση. Τίμια και λογική αντιμετώπιση, αναντίρρητα –δεν αλλάζει ωστόσο την εικόνα μιας δουλειάς η οποία εξαντλεί πολύ γρήγορα τη δυναμική της (στην πρώτη πεντάδα τραγουδιών) και τραβάει κατόπιν τον άσσο της παραγωγής από το μανίκι, επιδιώκοντας να κλέψει τη νίκη σε μια παρτίδα την οποία δεν μπορεί να κερδίσει με τα όπλα του Avatar. Είναι άλλωστε ένα τρικ που φοριέται πολύ τελευταία και διεθνώς, γιατί πιάνει: το μέσο αυτί έχει εθιστεί σε πράγματα τα οποία δεν πολυκαταλαβαίνει και έτσι νομίζει ότι ακούει μια θαυμάσια σύνθεση, ενώ στην πραγματικότητα ακούει μια έξυπνη, περιποιημένη ενορχήστρωση, επενδυμένη με μια περίτεχνη παραγωγή. Ο ήχος πάνω από την έμπνευση, με λίγα λόγια.
Και σε επίπεδο ήχου το Exit τα πάει περίφημα, αν θέλετε να την κάνουμε κι αυτή τη συζήτηση. Αρκετά συχνά οι ενορχηστρώσεις είναι θελκτικότατες και η παραγωγή «φυσάει» –για μισό λεπτό όμως, τα της ηχητικής κατασκευής συντελούν στο να καλυτερεύει ένα ήδη υπάρχον αποτέλεσμα, δεν το υποκαθιστούν. Αν τα κάνεις πέρα όλα αυτά και αναζητήσεις το ζουμί, θα βρεις ότι το Exit έχει δύο μόνο τραγούδια που ίσως θυμάσαι μετά από μερικά χρόνια, το “Yes I Do” και το “Never”. Το πρώτο είναι ερωτιάρικο, το διακρίνουν όμως καλοί στίχοι (λείπουν στο αγγλόφωνο ρεπερτόριο) καθώς και μια λαμπρή μελωδία, που αφήνει περιθώρια σαγηνευτικών αντιθέσεων στα φωνητικά: προσέξτε πώς το κοριτσίστικο τιτίβισμα παραχωρεί τη θέση του σε ένα σφιχτόχειλο παράπονο. Πρόκειται για ένα πλήρες τραγούδι, δείγμα του τι μπορεί να επιτύχει η Μόνικα στα πιο εμπνευσμένα της, έστω κι αν το άνοιγμα προς την ελληνικότητα έδειξε απουσία επαρκούς εξοικείωσης μαζί της: η εισαγωγή με το μπουζούκι και τα μαντολίνα αντικατοπτρίζει μόνο έναν κακοχωνεμένο Χατζιδάκι. Το δε “Never” διακρίνει μια μελαγχολική ενατένιση των πραγμάτων, που ξέρει όμως πώς να αποφύγει την κλάψα και την εύκολη συγκίνηση: βγάζει στοχαστικότητα η μελαγχολία του, κι όχι μιζέρια.
Από εκεί και πέρα, ωστόσο, δεν μένει και τίποτα να θυμάσαι από το Exit. Συμπαθητικά τραγούδια υπάρχουν κανα-δυο ακόμα (“Not Enough”, “Ca Commence Bien”), το “Not Enough” όμως γίνεται ένα σύνορο για τον δίσκο: «νότια» από εκεί δεν συμβαίνει κάτι άξιο λόγου, δεν υπάρχει καμία στιγμή ικανή να κάνει τη διαφορά και να εντυπωθεί στη μνήμη. Το δε “Our Love Or How We Lost It” είναι μάλλον η έκδηλη αποτυχία του δίσκου: κανείς δεν βρέθηκε να επισημάνει στη Μόνικα ότι το κόλπο της είναι το κόλπο των τραγουδοποιών, ακριβώς επειδή φωνητικά δεν είναι η Μαρινέλλα; Η συγγένεια επίσης με τον ήχο του Avatar αναμενόμενη και φυσική –δεν είναι αυτή καθαυτή που σε κάνει να στραβώνεις. Είναι μια αίσθηση ότι εδώ ακούμε τραγούδια από τα απομεινάρια του Avatar, τα οποία ορθώς και όχι λόγω χώρου δεν περιλήφθησαν σε εκείνο. Δεν λέω ότι έτσι συνέβη –οι κριτικοί πρέπει να πάψουν να εικάζουν για πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουν. Αυτή πάντως την εντύπωση αποκομίζεις.
Δεν κερδίζει παρά λιγοστά πράγματα λοιπόν με το Exit η Μόνικα, κατά συνέπεια κι εμείς. Καλλιτεχνικά μιλώντας. Γιατί ως προς τα άλλα, ως προς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ίσως αυτός ο δεύτερος δίσκος να δράσει αγχολυτικά. Η Μόνικα παραμένει στην επικαιρότητα, διατηρεί την αγάπη του κόσμου, το “Yes I Do” το λατρεύουν τα ραδιόφωνα, οι «καλές» γλώσσες ίσως αποκτήσουν επιτέλους μια αίσθηση ισορροπίας σε όσα υπερτονίζουν και οι φαρμακόγλωσσοι θα βάλουν λίγο πιπέρι στο στόμα. Απαλλαγμένο από όλες δαύτες τις συνιστώσες, το ταλέντο της Μόνικας κερδίζει χρόνο και ησυχία ώστε να πάει ανενόχλητο παρακάτω. Θα τα καταφέρει; Δεν ξέρω. Το Exit πάντως αμφιβάλλω ότι θα το θυμόμαστε.