Σπάνια συναντά κανείς σε έναν καλλιτέχνη το ταλέντο, τις πρωτοποριακές αντιλήψεις για την Τέχνη και το αριστερό ήθος του Robert Wyatt. Γεννήθηκε στο Μπρίστολ, στις 28 Ιανουαρίου του 1945. Μητέρα του ήταν η Honor Wyatt, δημοσιογράφος του BBC και θετός πατέρας του ο George Ellidge, βιομηχανικός ψυχολόγος, δηλαδή ειδικευμένος στην επιστήμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς που σχετίζεται με την εργασία. Είχε δύο μεγαλύτερες ετεροθαλείς αδερφές.

Οι φίλοι των γονιών του ήταν αρκετά μποέμ και η ανατροφή του αντισυμβατική. Είπε κάποτε ο Wyatt:

«Μου φαινόταν απολύτως φυσιολογικό. Ο πατέρας μου δεν ήρθε μαζί μας μέχρι τα έξι μου, και πέθανε δέκα χρόνια αργότερα, έχοντας συνταξιοδοτηθεί νωρίς με σκλήρυνση κατά πλάκας. Έτσι με μεγάλωσαν γυναίκες».

Ο Wyatt παρακολούθησε το Simon Langton Grammar School for Boys, στο Canterbury και ως έφηβος έζησε με τους γονείς του στο  Lydden, κοντά  στο Dover. Εκεί έμαθε να παίζει τύμπανα από τον Αμερικανό ντράμερ της jazz, George Neidorf. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που ο Wyatt γνώρισε και έγινε φίλος με τον εκκεντρικό, Αυστραλό μουσικό Daevid Allen, ο οποίος νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι της οικογένειας του Wyatt.

Από τους Soft Machine στους Matching Mole

Το 1962, ο Wyatt και ο Neidorf μετακόμισαν στη  Μαγιόρκα, ζώντας κοντά στον γνωστό ποιητή Robert Graves (ο οποίος έχει γράψει και την εξαιρετική μυθιστορία Εγώ, ο Κλαύδιος, με θέμα την ρωμαϊκή ιστορία της εποχής του Αυγούστου). Τον επόμενο χρόνο, ο Wyatt επέστρεψε στην Αγγλία και εντάχθηκε στο  Daevid Allen Trio  με τον Allen και  τον Hugh Hopper. Ο Allen έφυγε στη συνέχεια για τη Γαλλία και οι Wyatt και Hopper.σχημάτισαν  τους Wilde Flowers, με τους  Kevin Ayers, Richard Sinclair  και Brian Hopper. Ο Wyatt ήταν αρχικά ο ντράμερ της μπάντας, αλλά μετά την αποχώρηση του Ayers, ανέλαβε και τα φωνητικά.

Το 1966, οι Wilde Flowers διαλύθηκαν και ο Wyatt, μαζί με τον Mike Ratledge, προσκλήθηκαν από  τον Kevin Ayers  και τον Daevid Allen να συμμετάσχουν στους Soft Machine (το όνομά τους είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του William S. Burroughs). Ο Wyatt έπαιζε τύμπανα και μοιραζόταν τα φωνητικά με τον Ayers, ένας ασυνήθιστος συνδυασμός για μια rock μπάντα, ειδικά σ'ό,τι αφορά το στήσιμο στη σκηνή. Το 1970 ηχογράφησε τον πρώτο του σόλο δίσκο με τίτλο The End of an Ear, στο οποίο τραγουδά και παίζει τα περισσότερα όργανα ο ίδιος. Έναν χρόνο μετά, ύστερα από χαοτικές περιοδείες, τρία album και αλλεπάλληλες συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη της μπάντας, ο Wyatt αποχώρησε από τους Soft Machine. Συμμετείχε περιστασιακά, παίζοντας τύμπανα, στη fusion big band των Centipede, οι οποίοι εμφανίστηκαν στο  New Violin Summit του JazzFest του Βερολίνου. Μαζί του οι  βιολιστές Jean-Luc Ponty,  Don “Sugarcane” Harris,  Michał Urbaniak και Nipso Brantner, ο κιθαρίστας Terje Rypdal, ο κιμπορντίστας Wolfgang Dauner και ο μπασίστας Neville Whitehead. Στη συνέχεια δημιούργησε το δικό του σχήμα με το όνομα Matching Mole (πρόκειται για λογοπαίγνιο: "machine molle" σημαίνει στα γαλλικά "Soft Machine").

Το τραγικό ατύχημα

Οι Matching Mole έπαιζαν κυρίως πειραματική, οργανική μουσική, στο ύφος πολύ κοντά στην πιο avant garde πλευρά του jazz-rock. Κυκλοφόρησαν δύο album (Matching Mole, Matching Mole's Little Red Record) ανάμεσα στον Απρίλιο του 1971 και τον Νοέμβριο του 1972. Επρόκειτο να ηχογραφήσουν το τρίτο τους album, όμως τους πρόλαβε ένα τραγικό ατύχημα: την 1η Ιουνίου του 1973, κατά τη διάρκεια του πάρτι γενεθλίων του June Campbell Cram, μέλους των ομογάλακτων Gong, στο σπίτι του τελευταίου στη Maida Vale του Δυτικού Λονδίνου, ο Wyatt έπεσε μεθυσμένος από παράθυρο του τέταρτου ορόφου. Έμεινε  παράλυτος από τη μέση και κάτω και  έκτοτε χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο για να κινηθεί. Στις 4 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, για να τον ενισχύσουν οικονομικά, οι Pink Floyd πραγματοποίησαν (σε μια μέρα) δύο συναυλίες στο  Rainbow Theatre του Λονδίνου, με support τους Soft Machine και οικοδεσπότη-κονφερασιέ τον John Peel. Οι συναυλίες συγκέντρωσαν 10.000£ για τη βοήθεια του Wyatt.

Σε ένα  προφίλ του BBC Radio 4  που προβλήθηκε το 2012, ο Wyatt αποκάλυψε ότι αυτός και η σύζυγός του  Alfreda Benge, έλαβαν επίσης γενναιόδωρη βοήθεια από τις φίλες της τελευταίας, συμπεριλαμβανομένης της ηθοποιού και μοντέλου Jean Shrimpton, που τους χάρισε ένα αυτοκίνητο και της ηθοποιού Julie Christie, που τους παραχώρησε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο. Στην ίδια συνέντευξη, ο Wyatt παρατήρησε επίσης ότι, κατά ειρωνικό τρόπο, το ατύχημα πιθανότατα του έσωσε τη ζωή - αν και δεν έπινε καθόλου όταν ήταν νεότερος, γρήγορα έπεσε σε ένα μοτίβο βαριάς κατανάλωσης αλκοόλ όταν περιόδευε με τους Soft Machine στις ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ως support στους Jimi Hendrix Experience. Είπε ότι έκανε παρέα με συναδέλφους του που έπιναν πολύ αλκοόλ, όπως ο Mitch Mitchell και ο Noel Redding από την μπάντα του Hendrix και ειδικά  ο Keith Moon των Who  (ο οποίος φέρεται να του συνέστησε την πρακτική των εναλλασσόμενων shots τεκίλας και Southern Comfort). Σύμφωνα με τη δική του εκτίμηση, ήταν αλκοολικός στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ένιωθε ότι, αν το ατύχημα δεν είχε παρέμβει για να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, το βαρύ ποτό και η απερίσκεπτη συμπεριφορά του θα τον είχαν σκοτώσει τελικά.

Rock Bottom

Το ατύχημα ανάγκασε τον Wyatt να αποχωρήσει από τους  Matching Mole. Μολαταύτα, θα συνέχιζε να παίζει ντραμς και κρουστά με έναν τρόπο που φέρνει περισσότερο στα παiξίματα της jazz, χωρίς να χρησιμοποιεί τα πόδια του. Ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του με τη συνδρομή φίλων του μουσικών όπως ο Mike Oldfield, ο Σκωτσέζος ποιητής/πιανίστας Ivor Cutler και ο κιθαρίστας Fred Frith των ανατρεπτικών  Henry Cow. Στις 26 Ιουλίου του 1974 κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό album, το αριστουργηματικό Rock Bottom (βλέπε παρακάτω).

Δύο μήνες αργότερα ο Wyatt κυκλοφόρησε σε single, σε παραγωγή του ντράμερ των Pink Floyd, Nick Mason, μια  διασκευή του "I'm a Believer" των Monkees, που ανέβηκε στο νούμερο 29 στο βρετανικό chart. Υπήρξαν όμως έντονες διαφωνίες με τον παραγωγό της τηλεοπτικής εκπομπής Top of the Pops, γύρω από τη ζωντανή ερμηνεία του Wyatt στο "I'm a Believer". Ο παραγωγός υποστήριξε ότι η χρήση του αναπηρικού αμαξιδίου «δεν ήταν κατάλληλη για οικογενειακή προβολή» και επέμενε να εμφανιστεί ο Wyatt σε κανονική καρέκλα. Ο Wyatt κέρδισε στην αντιπαράθεση. Σε ένδειξη αλληλεγγύης στον Wyatt και γενικά στα δικαιώματα των ΑΜΕΑ, το επόμενο τεύχος του New Musical Express κυκλοφόρησε με εξώφυλλο τον ίδιο και τα μέλη της μπάντας του καθισμένους σε αναπηρικά αμαξίδια.

Το επόμενο σόλο album του Wyatt, Ruth Is Stranger Than Richard (1975), σε παραγωγή του ίδιου, εκτός από ένα κομμάτι που παρήγαγε ο Mason, ήταν περισσότερο στραμμένο στην free jazz. Οι καλεσμένοι μουσικοί περιλάμβαναν τον Brian Eno στην κιθάρα και τα πλήκτρα. Ανταποδίδοντας, ο Wyatt εμφανίστηκε στην πέμπτη κυκλοφορία της δισκογραφικής εταιρείας Obscure Records του Eno, δηλαδή στο album Jan Steele/John Cage: Voices and Instruments (1976), απαγγέλοντας στίχους σε δύο συνθέσεις του μινιμαλιστή John Cage.

Κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης δεκαετίας του 1970, ο Wyatt συμμετείχε ως guest σε διάφορες συναυλίες καλλιτεχνών. Έπαιξε live, καθισμένος πάντα σε αναπηρικό καροτσάκι, με μπάντες του underground όπως οι Henry Cow και οι Hatfield and the North, με την πιανίστρια της jazz Carla Bley, με τον Eno, και με τον κιθαρίστα των Roxy Music, Phil Manzanera. Συνεισέφερε επίσης τα βασικά φωνητικά στο κομμάτι "Frontera”, από το σόλο ντεμπούτο του Manzanera του 1975, με τον τίτλο Diamond Head. Το 1976 συμμετείχε ως τραγουδιστής στις προσαρμογές του Michael Mantler στα ποιήματα του Edward Gorey, μαζί με τους Terje Rypdal (κιθάρα), Carla Bley (πιάνο, κλαβινέτο, συνθεσάιζερ), Steve Swallow  (μπάσο) και Jack DeJohnette (τύμπανα).

Venceremos

Η σόλο δουλειά του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πολιτικοποιήθηκε όλο και περισσότερο και ο Wyatt έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1983, η πρωτότυπη εκδοχή του  στο “Shipbuilding”, σύνθεση του Elvis Costello και του Clive Langer, εμπνευσμένη από τον πόλεμο των Φώκλαντ, έφτασε στο νούμερο 35 στο Ηνωμένο Βασίλειο και ψηφίστηκε στο νούμερο 2 στην καθιερωμένη λίστα  “Festive Fifty” του John Peel εκείνης της χρονιάς. Ακολούθησε μια σειρά από διασκευές σε πολιτικοποιημένα τραγούδια (που αργότερα συγκεντρώθηκαν στη συλλογή “Nothing Can Stop Us…”). Το 1984 ο Wyatt έκανε  φωνητικά μαζί με την Tracey Thorn (των Everyting But The Girl)  και την Claudia Figueroa (των Working Week) στο "Venceremos (We Will Win)", ένα τραγούδι που εκφράζει την πολιτική αλληλεγγύη στον λαό της Χιλής που υπέφερε από τη  στρατιωτική δικτατορία του Αγκούστο Πινοτσέτ.

Soundtrack και συνεργασίες

Το 1985 ο Wyatt κυκλοφόρησε το Old Rottenhat, το πρώτο του album με πρωτότυπα τραγούδια από την εποχή του Rock Bottom. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ακολούθησαν συνεργασίες με άλλους μουσικούς, όπως  οι News from Babel, οι Scritti Politti και ο Ιάπωνας συνθέτης Ryuichi Sakamoto. Επόμενες δουλειές του τα album Dondestan (1991) και Shleep (1997) – με το δεύτερο ειδικά να εισπράττει εξαιρετικές κριτικές.   

Ο Wyatt συνέβαλε με τα τραγούδια "Masters of the Field", "The Highest Gander", "La Forêt Rouge" και "Hors Champ" στο soundtrack του οικολογικού ντοκιμαντέρ “Winged Migration” του 2001, σε σκηνοθεσία των Jacques Cluzaud, Michel Debats και Jacques Perrin.

Τον Ιούνιο του 2001 ο Wyatt ήταν επιμελητής του  φεστιβάλ Meltdown  και τραγούδησε το "Comfortably Numb " με τον David Gilmour στο φεστιβάλ. Το 2004 συνεργάστηκε με  την Björk  στο τραγούδι "Submarine" που κυκλοφόρησε στο πέμπτο album της Medúlla. Τραγούδησε και έπαιξε κορνέτο και κρουστά στο album Gilmour  On an Island του κιθαρίστα των Floyd, ενώ διάβασε αποσπάσματα από μυθιστορήματα του Ιάπωνα συγγραφέα Haruki Murakami  στο album του πειραματιστή Max Richter με τον τίτλο Songs from Before. Το 2006 ο Wyatt συνεργάστηκε με  τον Steve Nieve  και  τη Muriel Teodori στην όπερα  “Welcome to the Voice”,  ερμηνεύοντας τον χαρακτήρα «the Friend», τραγουδώντας και παίζοντας τρομπέτα τσέπης.

Comicopera

Ο Wyatt κυκλοφόρησε μια από τις σπουδαιότερες σόλο δουλειές του, την Comicopera, τον Οκτώβριο του 2007 στην Domino Records. Το 2009 εμφανίστηκε στο tribute album “Around Robert Wyatt”  της γαλλικής Orchestre National de Jazz.

Τον Οκτώβριο του 2014 εκδόθηκε από τον οίκο ‎ Profile Books η βιογραφία του με τον τίτλο Different Every Time: The Authorized Biography of Robert Wyatt του συγγραφέα Marcus O'Dair. Για την προώθηση του βιβλίου, ο Wyatt εμφανίστηκε στο φεστιβάλ "Off the Page" του περιοδικού Wire στο Μπρίστολ, στις 26 Σεπτεμβρίου και στο Queen Elizabeth Hall, στις 23 Νοεμβρίου. Σε μια συνέντευξη στο  περιοδικό Uncut, τον Δεκέμβριο του 2014, ο Wyatt ανακοίνωσε ότι είχε «σταματήσει να γράφει μουσική». Ως λόγους ανέφερε την ηλικία του και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του για την πολιτική.

Το μουσικό ταξίδι του Robert Wyatt είναι μια απόδειξη ανθεκτικότητας, δημιουργικότητας και ακλόνητης θέλησης και ακεραιότητας. Παρά μια τραγωδία που άλλαξε τη ζωή, ο Wyatt μετατράπηκε από διάσημος ντράμερ σε διάσημο πολιτικοποιημένο τραγουδοποιό της Αριστεράς, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι στη σύγχρονη μουσική. Η συμβολή στη σχολή του Canterbury και όχι μόνο είναι αδιαμφισβήτητη, με album όπως το Rock Bottom και το Sleep να ξεπερνούν τα όρια της μουσικής αυτής τεχνοτροπίας και να προσφέρουν στίχους κοινωνικά συνειδητοποιημένους. Η κληρονομιά του Wyatt ξεπερνά το είδος, αντανακλώντας την ανθρώπινη εμπειρία με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Τελικά, η ιστορία του είναι μια γιορτή της διαρκούς δύναμης της καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ακολουθούν 10 album που ξεχωρίζουν από την προσωπική δισκογραφία του Robert Wyatt, χωρίς να προσμετρώνται οι δουλειές του με τους Soft Machine και τους Matching Mole. Η σειρά δεν είναι αξιολογική. 

1. Rock Bottom (Virgin, 1974)

Το Rock Bottom είναι το δεύτερο σόλο album του Robert Wyatt, σε παραγωγή του Nick Mason των Pink Floyd. Στην ηχογράφηση συμμετέχουν μουσικοί όπως οι Ivor Cutler, Hugh Hopper , Richard Sinclair, Laurie Allan, Mike Oldfield και Fred Frith. Τα έξι τραγούδια του Rock Bottom ήταν ένα νέο είδος μουσικής για τον Wyatt: πολύ αργά, πολύ αφαιρετικά, απολύτως μίνιμαλ, εξαιρετικά σκόπιμα. Το υπέροχο "Sea Song" είναι το πιο συναρπαστικό κομμάτι του δίσκου, αλλά όλα έχουν περίεργες, μικρές εκπλήξεις, που χρειάζονται χρόνο να αναδυθούν. Το album κυκλοφόρησε με δύο διαφορετικά εξώφυλλα, και τα δύο με έργα τέχνης της συζύγου του, Alfreda Benge.

 2. Comicopera (Domino, 2007)

Το Comicopera ήταν η πρώτη κυκλοφορία του Wyatt στην εταιρεία Domino Records. Στην έκδοση σε διπλό βινύλιο, η τέταρτη πλευρά δεν περιέχει μουσική και έχει ένα ποίημα χαραγμένο στην επιφάνειά του. Τον συνδράμουν μουσικοί όπως οι Brian Eno, Paul Weller, Phil Manzanera, καθώς και ο εξαιρετικός -αντιφρονών στο καθεστώς- Ισραηλινός σαξοφωνίστας της jazz,Gilad Atzmon. Ηχογραφήθηκε στο σπίτι του Wyatt και στο στούντιο ηχογράφησης του Manzanera. Το album έχει concept χαρακτήρα και, όμοια με όπερα, χωρίζεται σε τρεις Πράξεις. Το τραγούδι "Del Mondo" είναι μια διασκευή Στο “Ko de mondo”, από το δεύτερο album του ιταλικού post-punk συγκροτήματος Consorzio Suonatori Indipendenti .

3. Shleep (Hannibal, 1997)

 Το Shleep είναι το έβδομο album στη δισκογραφία του. Συγκέντρωσε ένα ευρύ φάσμα μουσικών από μια σειρά ειδών (Eno, Weller, Evan Parker). Μετά τις ηχογραφήσεις του Wyatt στη δεκαετία του 1980, το Shleep σηματοδότησε κατά κάποιο τρόπο μια επιστροφή στον progressive ήχο του της δεκαετίας του 1970. Όλα σχεδόν τα κομμάτια αποτελούν συνθέσεις του Wyatt και της Alfreda Benge.

4. Cuckooland (Hannibal/Rykodisc, 2003)

Το Cuckooland είναι το όγδοο στούντιο album του Wyatt. Χαμηλόφωνο και περίπλοκο στις ενορχηστρώσεις, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το "Old Europe", εμπνευσμένο στιχουργικά από τη σχέση της Juliette Gréco και του Miles Davis, μια διασκευή στο "Insensatez" των Vinicius de Moraes και Antônio Carlos Jobim κaι το "Just a Bit" που είναι αφιερωμένο στον εξελικτικό βιολόγο Richard Dawkins.

5. Old Rottenhat (Rough Trade, 1985)

 

Το Old Rottenhat είναι το τέταρτο στούντιο album του Robert Wyatt. Μεγαλύτερη σημασία από τη μουσική έχουν εδώ οι στίχοι: το album είναι θεματικό και αναφέρεται στον Michael Bettaney, έναν αξιωματικό της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών MI5, ο οποίος το 1984 καταδικάστηκε επειδή ενεργούσε ως μυστικός πράκτορας για τη Σοβιετική Ένωση. Σαν να ακούς μελοποιημένο κατασκοπικό μυθιστόρημα του John le Carré.

6. Ruth Is Stranger Than Richard (Virgin, 1975)

Το Ruth Is Stranger Than Richard είναι το τρίτο σόλο album του Wyatt. Η συνέχεια του “Rock Bottom” ως έναν βαθμό ή και μια δυνητική επιστροφή στον ήχο των Soft Machine. Συμμετέχει εξάλλου ο Hugh Hopper των τελευταίων και μαζί του ο Phil Manzanera, ο Fred Frith, ο Mongezi Feza, πρώην μέλος των Wilde Flowers, και ο μεγάλος κοντραμπασίστας της jazz (και δηλωμένος Αριστερός) Charlie Haden. Εκτός από το "Sonia", που ηχογραφήθηκε για το single "Yesterday Man " τον Οκτώβριο του 1974 (και πάλι με τον Nick Mason ως παραγωγό), ολόκληρο το album ηχογραφήθηκε και μίξη στο The Manor Studio της Virgin με τον ίδιο τον Wyatt να αναλαμβάνει τα καθήκοντα παραγωγής. Μεγάλο μέρος του album περιλαμβάνει τον Wyatt (στα βασικά φωνητικά και τα πλήκτρα) που υποστηρίζεται από ένα «συγκρότημα» που αποτελείται από τον μπασίστα Bill MacCormick, τον ντράμερ Laurie Allan και τους σαξοφωνίστες George Khan και Gary Windo, με τον Brian Eno να προσθέτει τη δική του ιδιότυπη "anti-jazz" πινελιά.

7. Dondestan (Rough Trade, 1991)

Στο πέμπτο στούντιο album του Robert Wyatt, ο τίτλος Dondestan είναι φωνητική απόδοση της ισπανικής έκφρασης «Donde están», δηλαδή "Where are they". Το εξώφυλλο είναι για άλλη μια φορά της Alfreda Benge, οι μουσική του Hugh Hopper, ενώ ο ίδιος ο Wyatt έχει γράψει του στίχους σε ορισμένα θαυμάσια κομμάτια όπως τα "Costa", "Catholic Architecture", "Shrinkrap", "Dondestan", κ.ά.

8. The End Of An Ear (CBS Records International, 1970)

Το The End of an Ear ήταν το ντεμπούτο σόλο album του Wyatt. Ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο του 1970, ενώ ο Wyatt έκανε ένα διάλειμμα από τους Soft Machine, τους οποίους θα άφηνε την επόμενη χρονιά. Συμμετέχουν o Elton Dean των Soft Machine στο σαξόφωνο και στο όργανο ο Dave Sinclair των Caravan (ο οποίος, το 1971, ήταν στο σχήμα των Matching Mole). Χωρίς στίχους, οι συνθέσεις κινούνται σε μια πειραματική, free jazz κατεύθυνση, Περίπου το μισό του album καταλαμβάνει η διασκευή στο "Las Vegas Tango" του μεγάλου πιανίστα της jazz, Gil Evans  (άλλωστε και το πρωτότυπο έχει διάρκεια σχεδόν 13 λεπτά). Το "To Carla, Marsha and Caroline (For Making Everything Beautifuller)" βασίζεται στη μουσική του "Instant Pussy", ενός τραγουδιού που ηχογράφησε ο Wyatt για πρώτη φορά σόλο κατά τη διάρκεια ενός session των Soft Machine στο BBC στα τέλη του 1969 και το οποίο εμφανίστηκε, επίσης, σε ορχηστρική μορφή, στο πρώτο album των Matching Mole.

9. Nothing Can Stop Us (Rough Trade, 1982)

Συλλογή, αποτελούμενη κυρίως από κομμάτια που κυκλοφόρησαν ως single και B-sides στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Περιέχει μόνο μία σύνθεση Wyatt (το εναρκτήριο κομμάτι "Born Again Cretin"). Τα υπόλοιπα τραγούδια είναι διασκευές, μια επιλογή από μουσικά και θεματικά ανόμοια τραγούδια από μια πολύ ποικίλη συλλογή πρωτότυπων καλλιτεχνών. Τραγούδια του Ivor Cutler, τραγούδια διαμαρτυρίας της δεκαετίας του 1940 όπως το "The Red Flag ", το αντιρατσιστικό “Strange Fruit” του Lewis Allen που σημάδεψε με την ερμηνεία της η Billie Holiday, το ποίημα “Stalingrad” του Peter Blackman, το ισπανόφωνο “Caimanera/Guantanamera ", καθώς και μια διασκευή στο "At Last I Am Free" των Chic .

10. For The Ghosts Within (Domino, 2010)

Album συνεργασία του Wyatt με τον σαξοφωνίστα Gilad Atzman και επίσης σε μικρότερο βαθμό με τον βιολονίστα Ros Stephen και το κουαρτέτο εγχόρδων Sigamos. Το album τυπικά κινείται σε ethnic-lounge jazz μονοπάτια. Περιλαμβάνει όμορφα κομμάτια όπως το “Laura, το ελαφρώς arabesque “Lullaby For Irena”, το “At Last” (όπου κυριαρχεί ο ήχος του ακορντεόν) ή το τσιγγάνικης έμπνευσης “Maryan” (η καλύτερη φωνητική απόδοση του Wyatt στο album). Τα πνευστά του Atzmοn ακούγονται σε μεγάλη φόρμα. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured