Εδώ μιλάμε για λατρεία. Αυτό το λογοπαίγνιο έχει σφηνωεί στο μυαλό ζώντας αυτό που συμβαίνει στη σκηνή του Gagarin 205 αυτά τα βράδια, κοιτώντας τα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά πρόσωπα τριγύρω, ακούγοντας τις κιθάρες που κάπως, κάπου, κάποτε σου έδειξαν ότι μπορεί, τελικά, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, και να σε χωράει αυτή η πόλη, όπως τις χώρεσε κι εκείνες. Ίσως να είναι μια μικρή, κολπατζίδικη «ιεροσυλία» της «φάσης» το να δανείζεσαι (σχεδόν) τον τίτλο ενός ντοκιμαντέρ (το οποίο με τη σειρά του δανείστηκε ένα στίχο για τον τίτλο του) για ένα συγκρότημα – πηγή της αθηναϊκής φάσης των ‘00s που εκτός από τους (πολλούς) φανατικούς του λάτρεις δεν άφησε ασυγκίνητους και κάμποσους haters, να δανείζεσαι, λοιπόν, έναν τέτοιο τίτλο για να μιλήσεις για το απόλυτο αθηναϊκό rock ‘n’ roll συγκρότημα όλων των εποχών, που ακόμα κι όσοι δεν το λάτρεψαν, ήταν αδύνατο να «μισήσουν».

Ίσως πάλι και όχι, μιας και δεν ήταν λίγοι όσοι το βράδυ της Παρασκευής 21 Μαρτίου έπαιξαν σύστημα – καπάκι για να προλάβουν να διασχίσουν Πανεπιστημίου, Γ’ Σεπτεμβρίου και Αχαρνών εγκαίρως και να βρεθούν από την sold out προβολή του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ του Βύρωνα Κριτζά για την ιστορία των Κόρε Ύδρο στο 205 της Λιοσίων – στο μέρος με το οποίο ταύτισαν το όνομά τους και τα live τους τόσο οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ όσο και οι πρωταγωνιστές αυτού του αλησμόνητου μαρτιάτικου συναυλιακού σερί με το οποίο επέλεξαν να κρεμάσουν οι Last Drive τα συναυλιακά τους παπούτσια και να παρκάρουν την πυραυλάκατό τους στο γκαράζ της αιώνιας νεότητας. What is this, a crossover episode? Μπορεί, γιατί όχι άλλωστε, η ίδια η Αθήνα, η Αθήνα των Last Drive 40 χρόνια μετά είναι η ίδια ένα απέραντο, τρελό, διαπλεκόμενο και συμπλεκόμενο σίριαλ.

Το live αυτό της Παρασκευής και το live του Σαββάτου (προτελευταίο και τελευταίο αντίστοιχα στα 5 sold outs αυτού του συναυλιακού farewell διαρκείας) ήταν ίσως μοιραία και τα πιο συγκινητικά της σειράς (αν και σε αυτό μπορούν να απαντήσουν με σιγουριά οι πιο σκληροπυρηνικοί fans που δεν έλειψαν κανένα βράδυ) όχι μόνο για αυτό που συνέβη πάνω στη σκηνή, αλλά και για ό, τι ένιωθες και βίωνες κάτω από αυτή. Όπου κι αν γύριζες το κεφάλι κι ένας γνωστός, άνθρωποι, παλιοί γνωστοί και παρ’ ολίγον φίλοι, κόσμος που γνώρισες σε ένα μπαρ, σε ένα καφενείο, μια παρέα, όταν δοκίμασες να κάνεις ραδιόφωνο, όταν ξεκίνησες με τη μουσική, όταν τα παράτησες, όταν ξαναξεκίνησες, στα φοιτητικά σου χρόνια, στις πρώτες αλητείες της νεότητας (όποτε κι αν ήταν αυτή) αλλά και σε όλες τις επόμενες. Μια τεράστια παρέα, μια φυλή όλα τα μέλη της οποίας έστω και κάποια περίοδο στη ζωή τους μίλησαν την ίδια ροκ ‘ν’ ρολ γλώσσα. Χίλιοι διακόσιοι άνθρωποι έτοιμοι να βιώσουν την τελευταία βόλτα ως αναπόσπαστα μέρη του tribe αλλά και ως μονάδες, βυθισμένη στην προσωπική σημειολογία του ήχου των Last Drive για το δικό, προσωπικό ταξίδι στη ζωή και στην πόλη.

Ήταν όλοι τους εκεί, οι survivors της πρώτης φουρνιάς, τα παιδιά της παραλίας των Αμπελοκήπων, είτε με αμετανόητες κοτσίδες είτε με ευπρεπισμένα κουρέματα, με κοινό παρονομαστή την ίδια γκρι απόχρωση του τριχωτού της κεφαλής. Τα μπερδεμένα παιδιά της μεγάλης αλλαγής που έζησαν το heatwave τη στιγμή που συνέβαινε, που βίωσαν το απίστευτο, να βλέπουν το αθηναϊκό καμίνι να αποκτά τους δικούς του original punk ήρωες -ό, τι πιο κοντά σε μια αυθεντική, γηγενή ενσάρκωση του ροκ ως διεθνούς μουσικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτιστικής επανάστασης- μια αθηναϊκή μπάντα να νικάει την παραδοσιακή χρονοκαθυστέρηση που ταλάνιζε μέχρι τότε την ελληνική μουσική πραγματικότητα (και δεν σταμάτησε να την ταλαιπωρεί και μετά), να παίζει και να υπάρχει στο τότε διεθνές «τώρα», να φέρνει «μέσα» αυτό που συνέβαινε «έξω» , να πηγαίνει «έξω» αυτό που έπαιζε μέσα, να μοιράζεται το στούντιο με τους masterminds των Fleshtones και των Dream Syndicate, να μοιράζεται τη σκηνή με τους Wipers, τους Gun Club, τους Dead Moon. Αλλά και εμείς οι υπόλοιποι που πιάσαμε το νήμα τους στη μέση των ‘00s, στη δικιά μας Αθήνα σε ελεύθερη άνοδο και πτώση, πηγαίνοντας μπρος πίσω, αγοράζοντας εισιτήριο για τα reunion live τους για να ανακαλύψουμε με το στόμα ανοιχτό το Underworld Shakedown, το Heatwave και το Blood Nirvana και να συνειδητοποιήσουμε από πρώτο χέρι το μέγεθός και τη διάρκειά τους ακούγοντας το Heavy Liquid. Και τέλος οι λίγοι «άτυχοι» τυχεροί που μποσουλούσαν όταν εμείς τους ανακαλύπταμε, που προλαβαίνουν να τους γνωρίζουν σε αυτές τις τελευταίες συναυλίες, καλούμενοι να αφομοιώσουν μέσα σε τρεις ώρες τη σημασία αυτού του ιστορικού live, στο οποίο ωστόσο θα έχουν την τύχη να επιστρέφουν έστω ως ανάμνηση στο μέλλον, μέρος αυτού του μοναδικού συλλογικού «Ήμουν κι εγώ Εκεί». Τρεις τουλάχιστον γενιές κοινού για μια μπάντα με τέσσερις δεκαετίες ζωής που θα γράψουν αντίκτυπο σε πολλαπλασιασμένο ιστορικό χρόνο.

Αυτή η μπάντα  ήταν φυσικά ό,τι ακριβώς περίμενε όποιος έχει ξαναδεί τους Last Drive έστω και μία φορά live. Φρενιασμένες κιθάρες, ευλογημένος θόρυβος, το καλύτερο fuzz της Αθήνας, γράσο και punk, ο κόσμος ανάποδα. H αφοσίωση με την οποία είχαν αντιμετωπίσει αυτή τη σειρά των πέντε live ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής στην αψεγάδιαστη ροή και στο απίστευτο παίξιμο, αποτέλεσμα που δεν έρχεται ποτέ κατά τύχη, όσο ιστορική και όσο μεγάλη κι αν είναι μια μπάντα, αλλά με δουλειά, δουλειά και συστηματική, προσανατολισμένη πρόβα, ποιότητες που κατέταξαν αυτά τα live των Last Drive στα καλύτερα που έχουν δώσει ποτέ, όχι μόνο λόγω συναισθηματικής φόρτισης αλλά και με «αντικειμενικά», «αποστειρωμένα», τεχνικά κριτήρια.

Γιώργος Καρανικόλας, Αλέξης Καλοφωλιάς, Στέφανος Φλώτσιος σε παράταξη, ο ένας δίπλα στον άλλον (αν μπορούσαν θα έβαζαν και τον Chris B.I. Μιχαλάτο να υπογραμμίζουν την ισχύ στην Last Drive ένωση και να δίνουν ρεσιτάλ συγχρονισμένων ασκήσεων εκτόξευσης στο rock n roll διάστημα. Στη σκηνή θα ανέβουν και ο Πάνος Κασιάρης εν μέσω αλαλαγμών και «Που ‘σαι ρε PEEEE» αλλά και ο Θάνος Αμοργινός για να δώσουν ο καθένας τη δικιά του κιθαριστική, αναντικατάστατη νότα, όπως την έδωσαν στην ιστορία των Last Drive στα κεφάλαια που συνυπέγραψαν. Το setlist τα έχει όλα, σε διαφορετική θέση και συχνότητα κάθε βραδιά, τα δύο τελευταία βράδια σε ακόμα γενναιότερες μερίδες. “Overloaded”, “Valley of Death”, “Devil May Care”, “Black Limo” αλλά και “Flesh Driver” και “I Love Cindy” και “Always the Sun” και “Blood from a Stone”, ένα “It’s All Over Now Baby Blue” που δεν ήθελες με τίποτα να τελειώσει και  “Revolution” και “Alabama Blues” – καπέλα που βγαίνουν για τα μέλη της φυλής που δεν τα κατάφεραν να φτάσουν μέχρι εδώ, υψωμένες γροθιές για αξιακούς και ιδεολογικούς αγώνες δεκαετιών που (πρέπει να) συνεχίζονται ακόμα και όταν οι κιθάρες σταματήσουν, αν σταματήσουν. Ακόμα κι η “Misirlou” παίχτηκε το τελευταίο Σαββατοκύριακο -μια ακόμη πανηγυρική απόδειξη του cultural crossover των Last Drive, λίγο πριν το “Blue Moon” ανατείλει για το τέλος της γιορτής. «Το κάνατε να είναι γιορτή», είπε ο Alex K. «όπως του αξίζει» και έτσι ακριβώς ήταν. Βράδια γεμάτα μουσική, συγκίνηση, αναμνήσεις, δάκρυα, γέλια, ιαχές, χειροκρότημα και αθάνατο, πυρηνικό  rock n roll.

Αν κάτι έγινε για καμιά ακόμα φορά περίτρανα σαφές από αυτήν την ιστορική σειρά live στο Gagarin 205 είναι ότι η περίπτωση Last Drive, από όποια πλευρά κι αν την προσεγγίζεις, σε όποια κάστα της μεγάλης φυλής τους κι αν ανήκεις (ή δεν ανήκεις) δεν χωράει ίσως σε κανένα κείμενο από όσα γράφτηκαν και θα γραφτούν, απ’ όσα γράψουμε και θα γράψουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς, κάτι πρέπει να γράψουμε για το συλλογικό και ατομικό συναυλιακό tribe βίωμα αυτής της μαρτιάτικης εβδομάδας στο στέκι της Λιοσίων. Ίσως μια διατριβή, ψήγματα της οποίας υπάρχουν ήδη εκεί έξω στις «σωστές» αναρτήσεις σε «σωστές  γωνιές των social media που κρατάνε Θερμοπύλες ψυχορραγώντας, ίσως ένα τέτοιο ακαδημαϊκό κείμενο ή δημοσιογραφική πραγματεία να κατάφερνε να αποτυπώσει αυτό που συνέβη αυτά τα πέντε βράδια και τα σαράντα χρόνια πορείας και σύνδεσης που οδήγησαν σε αυτό. Ίσως το ντοκιμαντέρ που θα γυριστεί κάποια στιγμή για αυτήν την όμορφη ιστορία να είναι η αφηγηματική λύση που χρειάζεται, που θα χρειάζονται οι επόμενες γενιές για να μάθουν και όσες έχουν βιώσει και επιβιώσει για να θυμηθούν.

Μέχρι τότε δεν έχει και τόση σημασία η αφήγηση αλλά αυτό που ζήσαμε. Δεν ξέρω αν μπορεί κάποιος να το αποδείξει, αλλά υπάρχει διάχυτη η αρκετά στιβαρή αίσθηση η συντριπτική πλειοψηφία όσων ήθελαν και «έπρεπε» να είναι εκεί, πέρασαν έστω και ένα βράδυ από το Gagarin 205, για αυτό το συναυλιακό προσκύνημα, αυτόν τον μεγάλο θριαμβευτικό αποχαιρετισμό -κι ας αρνούνται πιθανότητα να αποχαιρετήσουν τους Last Drive. Λες κι αν μπήκες έστω και μια φορά στο αμάξι μαζί τους για μια γύρα στο κόλπο της φυλής δεν μπορείς να τους αποχαιρετήσεις στ’ αλήθεια ποτέ. Εδώ μιλάμε για λατρεία.

Το λεύκωμα The Last Drive - Overloaded κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οξύ σε απλή χαρτόδετη έκδοση, και σε συλλεκτική σκληρόδετη έκδοση 300 αντιτύπων με καλλιτεχνική βιβλιοδεσία, που περιλαμβάνει μία αφίσα από τις πρώτες συναυλίες του συγκροτήματος και μία φωτογραφία υπογεγραμμένη από τα μέλη της μπάντας.

[Αγορά]

last-drive-cover-skliro--600x836

[Αγορά]

Διαβάστε επίσης:
Overloaded: τέσσερις δεκαετίες με τον φακό στους Last Drive

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured