Day 1: Ίσως η καλύτερη ηχητικά εμπειρία, ever
Γράφει ο Άγγελος Κλειτσίκας
Προτού καταθέσω τις σκέψεις μου για το τι συνέβη κατά την πρώτη βραδιά της κατάληψης της Στέγης από το μουσικοραδιοφωνικό υπό-brand της STEGI.RADIO, θα ήθελα να εκφράσω το αίσθημα ικανοποίησης, ευχαρίστησης, οριακά ηδονής για τον κορυφαίο ήχο που απολαύσαμε και στα τρία stages της διοργάνωσης, με αποκορύφωμα το ηχητικό σύστημα στο υπόγειο που ήταν ίσως ένα από καλύτερα που έχω βιώσει συνολικά στη ζωή μου με τον ήχο να κατακλύει ισομερώς κάθε σημείο του χώρου χωρίς όμως να είναι εκκωφαντικός ή αποπνικτικός. Στέκομαι ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο, καθώς όσοι πηγαίνουμε σε διάφορα ηλεκτρονικά events στην Ελλάδα, γνωρίζουμε πως ο καλός, έστω αξιοπρεπής, ήχος είναι σπάνιο φαινόμενο, εκτός φυσικά ορισμένων εξαιρέσεων. Και ενώ αναγνωρίζω πως η Στέγη διαθέτει τους πόρους πάσης φύσεως για να καταφέρει τεχνικά έναν τέτοιο ήχο, δεν είναι και δεδομένο οτι αυτό θα συνέβαινε με επιτυχία.
Θέτοντας αυτ ως ένα στοιχείο που μεγιστοποιούσε αυτόματα την εμπειρία προχωράμε στην ουσία. Η Στέγη αξιοποίησε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κτιρίου της απλώνοντας το πολυπρισματικό ηχητικά πρόγραμμα της διοργάνωσης, αποτελούμενο σχεδόν ισόποσα από εγχώριους και διεθνείς καλλιτέχνες, και στους 5 ορόφους. Το υπόγειο μετατράπηκε σε ένα ιδρωμένο, σκοτεινό club μιας σύγχρονης μητρόπολης, η κεντρική σκηνή τίμησε το όνομα της γενόμενη το πραγματικό επίκεντρο της δράσης, ενώ στον πέμπτο όροφο η μικρή σκηνή προσέφερε ένα καθιστικό, μουσικοθεατρικό θέαμα. Η όλη φεστιβαλική εμπειρία πλαισιωνόταν από τέσσερα installations/ εκθέματα στους ενδιάμεσους ορόφους που είχαν ως στόχο να λειτουργήσουν ως στάσεις φιλοσοφικού αναστοχασμού πάνω στις έννοιες του χώρου, του χρόνου και της τεχνολογίας ενταγμένες στη μουσική διάλεκτο και ιστορία, ανοίγοντας τελικά ένα παράθυρο διαλόγου και γεφυρώνοντας κατά κάποιον τρόπο την απόσταση ανάμεσα στο βίωμα και τις ταυτόχρονες δυνάμεις που το συνθέτουν. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από το αίσθημα που έγειραν οι «η-Αθήνα-είναι-το-νέο-Βερολίνο» (sic) γκράφιτι-ταινίες στις κεντρικές τουαλέτες, που στην εσωτερική επαναξιολόγηση του event θα πρέπει να εξεταστούν ως παράδειγμα προς αποφυγή για παρόμοια μελλοντικά εγχειρήματα.
Πάμε παρακάτω και στη μουσική δράση με μερικά συνοπτικά σχόλια για τα acts που κατάφερα να παρακολουθήσω. Με το που άνοιξαν οι πόρτες στις 20:15, τα downtempo breaks της j bibola στο -1 ήταν μονόδρομος και λειτούργησαν ως η απαραίτητη, ατμοσφαιρική προθέρμανση για τη συνέχεια. Θα ήθελα περισσότερο κόσμο στο μελετημένο, καλαίσθητο, avant high-fantasy σύμπαν που φιλοτέχνησε η VASSIŁINA και δεν (εκ)τιμήθηκε όπως έπρεπε, καθώς άνοιξε το πρόγραμμα της κεντρικής σκηνής και ξέρετε πολύ καλά τη σχέση του εγχώριου θεατή με την έγκαιρη προσέλευση στα φεστιβάλ. Η εναλλαγή στα κινηματογραφικά ηχοτοπία της Malibu ήταν απολαυστική. Βρήκαμε τη θέση μας σε μία γωνία του αμφιθεάτρου με την έτερη συνάδελφο Εύη Χουρσανίδη, κλείσαμε τα μάτια και χαθήκαμε για λίγο στις εικόνες που κινούσαν οι έντονοι βόμβοι της μουσικού. Επόμενη στάση Acid Baby Jesus και μία ακόμη έντονη, ηχητική μετάβαση, αφού ξαφνικά μεταφερθήκαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ή τελοσπάντων σε μία ακόμη ρομαντική αναβίωση εκείνης της εποχής στο σήμερα. Το τελευταίο διάστημα, η εγχώρια πεντάδα - όπως εμφανίστηκε στη συναυλία - έχει επανενωθεί δίνοντας εκλεκτικές συναυλίες και η συγκεκριμένη ήταν μία πειστική δήλωση πως έχουν επιστρέψει για τα καλά κάνοντας reclaim το πρεστίζ και τη θέση τους ως μία από τις πιο επιτυχημένες, ελληνικές ροκ μπάντες της τελευταίας 15ετίας, ακόμη και αν ο ήχος τους μοιάζει κάπως ανεπίκαιρος.
Εντωμεταξύ, σε αυτό το χρονικό σημείο ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί ήταν ήδη αρκετός για να αποτιμηθεί η ενδεικτική ανθρωπογεωγραφία της βραδιάς. Αυτή απαρτιζόταν από σταθερούς θιασώτες της Στέγης ανεξαρτήτου καλλιτεχνικού περιεχομένου, παλιές καραβάνες πολιτιστικών δρώμενων της πόλης που θέλουν να κρατούν επαφή με την αφρόκρεμα της πολιτιστικής ατζέντας, millennials που ψωνίζουν nightlife εμπειρία από τα υψηλά ράφια, σαλονάτους ravers που δεν φοβούνται να ιδρώσουν τη φανέλα και εκκεντρικούς loners από εξωτικές γεωγραφικές συντεταγμένες. Ένα μείγμα από πρόσωπα που ένιωθες οτι είχες ξαναδεί παρόλο που ίσως δεν ίσχυε, αλλά είναι ενδεικτικό μίας διαγενεαλογικής ανακύκλωσης στον εγχώριο κόσμο του μουσικού θεάματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αναμονή στην ουρά για να βρούμε τη θέση μας στην παράσταση του Kristof. Καταφέρνουμε να μπούμε κάπου στα μέσα αυτής και γρήγορα γίνεται αντιληπτό πως με την queer, θεατράλε πρόζα και τα πνευματώδη σαρδάμ του έχει δημιουργήσει μία συμμετοχική, διαδραστική εμπειρία που το κοινό απολαμβάνει ιδιαιτέρως. Ίσως σε μερικά σημεία θα ήταν πιο ουσιαστικό να είχε δώσει περισσότερη έμφαση στις συνθέσεις παρά στο παρασταστικό στοιχείο, αφήνοντας τα υπέροχα τραγούδια του να ανθίζουν και να αστράφτουν όπως στο φινάλε του live του με το τρυφερό “Όλοι κοιμούνται” αφιερωμένο σε άνθρωπο της Στέγης που έχει χαθεί. Εν τω μεταξύ οι στιλάτοι Βερολινέζοι Curses είχαν μετατρέψει τη κεντρική σκηνή σε ένα ατμοσφαιρικό ΕΒΜ club βγαλμένο από τη δεκαετία του 1980 ενώ ακόμη πιο κάτω ο Ιταλός STILL μύησε το κοινό σε θεόμουρλες ghetto-tech ρυθμολογίες με περίσσεια ευρηματικότητα.
Δυστυχώς η ουρά ήταν τέτοια που δεν μας επέτρεψε να παρακολουθήσουμε το live του The Boy, αλλά είμαι βέβαιος πως η συνθήκη στη μικρή σκηνή ήταν ιδανικ για να λάμψει η αμεσότητα της μουσικής του έκφρασης. Έτσι φτάνουμε στην αναμενόμενη κορύφωση της βραδιάς και το live/dj set της σκέτο Kittin πλέον, η οποία έζησε νέες εποχές δόξας με την πρόσφατη συμμετοχή στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού. Η electroclash ηρωίδα μας χάρισε ακόμη μία φοβερή εμφάνιση, βάζοντας στο παιχνίδι τόσο τους ravers στα εμπρόσθεν του χώρου όσο και όλους όσους προτίμησαν την πανοραμική θέα του εξώστη. Παίζοντας κυρίως electro σε συνδυασμό με techno σε διαχειρίσιμα bpm έστησε ένα πραγματικό πάρτι με τον πλέον ιδανικό ήχο.
Όσοι δεν βρίσκονταν στη κεντρική σκηνή, περνούσαν τέλεια με την πιο «βρώμικη» εναλλακτική του DJ Problems στο υπόγειο χορεύοντας έξαλλα σε κάθε γωνία του χώρου. Οι David Vunk και Deena Abdelwahed κράτησαν για αρκετή ώρα ακόμη όσους είχαν όρεξη να τραβήξουν τη βραδιά προς τις μικρές ώρες με trance και tribal/oriental techno επιλογές αντίστοιχα.
Αν μου έλειψε κάτι συνολικά από μία κατά τ’ άλλα άρτια διοργάνωση σε κάθε επίπεδο, είναι η αίσθηση του επείγοντος, του αναπάντεχου, του οριακού -το στοιχείο της έκπληξης για να το πω διαφορετικά- που θα έπρεπε να ενέχουν τέτοιου είδους εμπειρίες «κατάληψης». Αυτή είναι ωστόσο μία μεγάλη συζήτηση που ξεφεύγει από τα όρια του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά είναι μία που τουλάχιστον πυροδοτήθηκε από το βίωμα της συγκεκριμένης βραδιάς.
Day 1: Το κτίριο που στεγάζει γράμματα και αντισυμβατικά καλλιτεχνικά οράματα
Γράφει η Εύη Χουρσανίδη
«Όπως τη βρίσκει ο καθένας, εμείς δεν κρίνουμε». Αισθάνεσαι πως αυτό είναι ένα μόττο που ακούγεται συχνά στα meeting rooms της Στέγης, εκείνα στα οποία λαμβάνονται αποφάσεις, στήνονται προγράμματα και επιλέγονται καλλιτέχνες για τα events συμπεριληπτικότητας (και εννοώ πολιτιστικής) που στεγάζει το κτίριο. Ένα από αυτά είναι και το Stegi Radio Takeover, που για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μετέτρεψε την Παρασκευή 24 και το Σάββατο 25 Ιανουαρίου τον χώρο σε κτίριο «υπό κατάληψη» και επέτρεψε σε 30 καλλιτέχνες -μέσα σε δύο ημέρες- να αυτοεκφραστούν και να παρουσιάσουν την performance των (δημιουργικών) ονείρων τους -χωρίς περιορισμούς. Γιατί είμαι βέβαιη πως αυτό θα έλεγε η (ξεχωριστή, δουλεμένη και πολυπροβαρισμένη) VASSIŁINA, η οποία έπαιξε με φόντο γραφικά-υπερπαραγωγή, οι (νοσταλγικά επίκαιροι) Acid Baby Jesus που κέρασαν ψυχεδέλεια δυο ορόφους κόσμο, ο (καλώς ήρθατε στην drag extravaganza μου) Kristof και ο (μια σχολή μόνος του) The Boy, που έστησαν τα ιδιοσυγκρασιακά performances τους σε καθιστό κοινό στο Upper Stage, η (double-booked) Dolly Vara που καλεσμένη τόσο της VASSIŁINA όσο και του Kristof και με ακομπλεξάριστη εμφάνιση «έβαλα ένα βρακί, μια πρόχειρη γούνα και ήρθα» έκανε ελεύθερα το κομμάτι της, αλλά και όλοι όλοι οι έμπειροι και "cooler than cool" DJs που ανέλαβαν τα decks στο υπόγειο. Γιατί πού αλλού (στην Αθήνα) θα μπορούσαν να παρουσιάσουν μια παράσταση τέτοιου επιπέδου, με τόσο καλές συνθήκες (τα stages, τα φώτα, το crowd management, η απαγόρευση του τσιγάρου έπαιξαν όλα το ρόλο τους) και τόσο αδιανόητα καθαρό ήχο.
Αισθάνομαι πως ο κάθε επισκέπτης του διημέρου επέλεξε (ή κατέληξε) να βιώσει την εμπειρία με διαφορετικό τρόπο -είμαι βέβαιη πως κάποιοι έμειναν όλες τις ώρες του event στο υπόγειο για παράδειγμα για να διώξουν τις τοξίνες από πάνω τους χορεύοντας, ή άλλοι βρήκαν ένα βολικό spot στην κεντρική σκηνή και πέρασαν όλο το βράδυ εκεί με την παρέα τους για να δούν τους (διεθνείς guests) Curses, Kittin και David Vunk. Προσωπικά θεωρώ πως ένα τέτοιο multi-culti πρόγραμμα, που πραγματοποιείται σε πολλαπλούς ορόφους και χαρακτηρίζεται από πολλές υπερκαλύψεις (τα λεγόμενα "clashes" σε ένα μουσικό φεστιβάλ) αφήνει καλύτερο αποτύπωμα και έχει πιο δυνατή επίδραση αν του συμπεριφερθείς όπως θα συμπεριφερόσουν σε ένα πάρτι: Δηλαδή να αφεθείς στο flow, να μην πάθεις ψυχαναγκασμό με το πότε ξεκινάει το κάθε σετ, να περιδιαβείς στους διαδρόμους, τις σκάλες, τα ασανσέρ, τα εκθέματα, τις ουρές, τα πηγαδάκια, να πάρεις μια γεύση από όλα, να προσπαθήσεις (με ανοιχτό μυαλό) να κατανοήσεις το καλλιτεχνικό όραμα του καθενός (όσο εκκεντρικό ή αναπάντεχο κι αν είναι) και να μείνεις παραπάνω εκεί που βρίσκεις περισσότερο τον εαυτό σου.
Αισθάνομαι πως αυτός είναι και ο σκοπός, εξάλλου, του Stegi Radio Takeover: Να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου η μουσική μπορεί να προβληθεί σαν έργο σύγχρονης τέχνης, ώστε οι παρευρισκόμενοι να οδηγηθούν σε πολλαπλούς συνειρμούς και να αποκομίσουν από το θέαμα και την εμπειρία διαφορετικά συναισθήματα.
Μετά από δύο επιτυχημένες και πολυσυζητημένες διοργανώσεις, πέρσι και φέτος, ο θεσμός του Stegi Radio Takeover καθιερώθηκε -τέλος. Το μόνο που απομένει να φανεί (προσωπικά το σκέφτομαι εμμονικά από την Παρασκευή και μετά) είναι το τι καλεσμένους θα μπορούσαμε να δούμε σε επόμενες διοργανώσεις. Μιας και το curation στρέφεται προς όλα τα είδη, αλλά δείχνει μια ιδιαίτερη αδυναμία στο, εκκεντρικό, το camp, το avant-garde και το ανατρεπτικό, θα μπορούσαμε, ας πούμε, να ελπίζουμε σε μια εμφάνιση των Fever Ray ή της FKA Twigs; Ε, Στέγη;
Day 2: Πέρασμα από όλες τις πίστες ενός μουσικού playground
Γράφει η Εύη Παπαγιάννη
Όταν ακούς takeover, τι σου έρχεται στο μυαλό; Αισθητική, συναίσθημα, ένταση. Κι έναν χώρο να γίνεται τόπος, νοηματοδοτούμενος μέσα από τους λόγους που μας έφεραν μαζί. Κάπως έτσι ήταν και το φετινό Stegi Radio Takeover. Το κτίριο της Στέγης στη λεωφόρο Συγγρού έγινε το μουσικό μας playground, με τα τέσσερα stages να φιλοξενούν πολλαπλές καλλιτεχνικές κουλτούρες και μουσικούς με διαφορετικές καταβολές.
Ανάμεσα στα αρωματισμένα από κορίτσια ασανσέρ, τις ινσταγκραμικές selfie και τις θερμές κουβέντες, ο χορός ξεκινούσε στο υπόγειο με τους εγχώριους DJs A.Square και Andreas Palmer, οι οποίοι έδωσαν με τα δύο σετ τους τον παλμό της βραδιάς.
Στην κεντρική σκηνή την άτακτη free jazz, spoken word και πολιτική ποίηση δια στόματος της Moor Mother των Irreversible Entanglements διαδέχτηκε η αφαιρετική dub των Holy Tongue. Τις εντυπώσεις έκλεψε, φυσικά, η percussionist Valentina Magaletti με τους μεθυστικούς της ρυθμούς, με τον Al Wootton να φέρνει στη σκηνή της Στέγης τον πειραματισμό του Λονδίνου, κάνοντας αυτή εδώ την συντάκτρια να τους χαζεύει μαγνητισμένη από τον εξώστη, σε μία σχεδόν άχρονη εμπειρία.
Στον πέμπτο όροφο, όμως, ξεκινούσε ήδη η παρουσίαση της Ιταλο-Δανής ambient συνθέτριας Grand River. Και μολονότι, εάν θα ήθελε να είναι κανείς αντικειμενικός, η βραδιά είχε ποικιλομορφία και συνολικά υψηλό επίπεδο, η οπτικοακουστική παρουσίαση της κατά κόσμον Aimée Portioli ήταν σίγουρα το προσωπικό μου highlight. Ντυμένη στα μαύρα, σχεδόν αόρατη στη σκόπιμα σκοτεινή μικρή σκηνή, μας μετέφερε, με τη συνοδεία του light show σε τούνελ χωρίς έξοδο, σε απότομες πλαγιές το ξημέρωμα, σε ανοιχτές λεωφόρους, σε πολυσύχναστες πόλεις, με ακόμη και το κοινό που περνούσε μπροστά της να μοιάζει μέρος της σκηνοθεσίας.
Τη διαδέχτηκε η ελληνίδα Venus Volcanism, αυτή τη φορά κάνοντας το stage να μοιάζει με ισλανδικό ηφαίστειο που κοχλάζει ή τις κρητικές βουνοκορφές, παρουσιάζοντας το περσινό της άλμπουμ Tissue αλλά και κομμάτια από την (προσωπική της) παράδοση, με τον δικό της, συναισθηματικό μα ενδυναμωμένο τρόπο.
Πλήρης από τις δύο αυτές γυναικείες παρουσίες, άφησα τη θέση μου για κάποιο από τα δεκάδες άτομα που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά για τον Larry Gus, ο οποίος έχει σταθερή και τρομερή (ή τρομερά σταθερή, σταθερά τρομερή…, και δικαίως) απήχηση στο αθηναϊκό ακροατήριο, για να κατευθυνθώ στο main stage. Από τον εξώστη παρατηρούσα την κεντρική σκηνή να γεμίζει ενώπιον της ανερχόμενης γαλλίδας DJ Crystallmess, η οποία κάτω από τις εντυπωσιακές ντισκομπάλες παρουσίασε ένα πραγματικά υψηλής ενέργειας σετ με προσωπικότητα και αφηγηματικότητα, λίγο πριν, με τη σειρά της, δώσει τη σκυτάλη στον γέννημα θρέμμα του Detroit πρωτοπόρο της techno Robert Hood.
Έχοντας πάρει μία γενναία γεύση, κατέβηκα για λίγο ακόμη στο -1, εκεί ο που Runner, συνδυάζοντας techno και dancehall, σκράτσαρε τα βινύλια του. Χορός, ιδρώτας, ενθουσιασμός, κι έπειτα έξω στα σκαλιά ζωηρές κουβέντες όχι μόνο για την άρτια διοργάνωση, αλλά, κυρίως, για την δημιουργικοτατη πνοή που πήρε κάθε τετραγωνικό της Στέγης αυτό το σαββατοκύριακο. Κι αυτό το έκανε σίγουρα ένα πραγματικό, και πετυχημένο, Takeover.
Day 2: Κατάληψη καρδιών-μυαλών
Γράφει η Άννα Γεωργάτου
Κατάληψη δύο ημερών με μόνο αίτημα την μουσική και άμεση ικανοποίηση του αιτήματος από μία Στέγη που ξέρει πώς να στήνει τον χορό και να δημιουργεί ιστορίες.
Εμπειρία που σε κανονικές συνθήκες ζωής χρειάζεσαι τουλάχιστον ένα εξάμηνο για να την ζήσεις, line up 30 ονομάτων και βάλε, και απόσταση καμιά.
To “Leave space between things” δεν υπήρξε καθόλου τις δύο αυτές ημέρες στη Στέγη, η οποία μας βομβάρδισε με έναν καταιγισμό εικόνων, ήχων και μουσικών εμπειριών με βασικό όπλο τα ηχεία, τα διαφορετικά stages, την πολυσυλλεκτικότητα, το ηλεκτρονικό και το οργανικό, την ψυχοσύνθεση και την έμπνευση των καλλιτεχνών που διάλεξε να μας ψυχαγωγήσουν.
Το STEGI.RADIO συγκεκριμένα καταλαμβάνει τη Στέγη για δεύτερη συνεχή χρονιά και αναλαμβάνει για δυο μέρες ρόλο μορφωτικό-παιδαγωγικό-ψυχαγωγικό. Παίρνει μία-μία τις ψυχές των επισκεπτών και τις οδηγεί σε ένα διαφορετικό σύμπαν, τις συστήνει σε ανθρώπους που τις μορφώνουν με όσα αποτυπώνουν σε ήχους και λέξεις και τις βγάζουν έξω ξημέρωμα Σαββάτου ή Κυριακής διαφορετικές, ανανεωμένες, κατά τι ανυψωμένες κάπου αλλού.
10/10 για το curating και την μεταμόρφωση του εμβληματικού κτηρίου της Στέγης σε club, 7 επίπεδα κατάλληλα διαμορφωμένα ανάλογα με αυτό που επρόκειτο να υποδεχτούν, video installations, στον +1 απολαύσαμε ατάκες από rave anthems των ‘90s, “Technopoetics”, η ποίηση της τέκνο αλλιώς, εκθέματα σε άμεση σχέση με την μουσική, στο +2 όροφο χαζέψαμε τρία seminal όργανα της Roland, το 808, το 909 και το 303, άμεσα συνδεδεμένα με την τέκνο μουσική, άλλοτε συγχρονισμένα κι άλλοτε όχι, και την ηχητική τους εικόνα σε παλμογράφο, στο +4 ένα σπασμένο μπάσο, μια αναφορά στους Who και στους Clash, στην αποδόμηση και πώς ένα σπασμένο μπάσο μπορεί να αγγίζει σήμερα τον ήχο της ηλεκτρονικής μουσικής, διαφορετικά χρώματα σε κάθε επίπεδο, ένα ασανσέρ κι αυτό μεταμορφωμένο σε χρώμα έντονο ροζ, ένα πραγματικό zone out που πρόσφερε μια πρόσκαιρη ησυχία μέχρι να ανοίξει και πάλι τις πόρτες του στην μουσική, 4 χώροι ζωντανής μουσικής και djing να μην θες με τίποτα να βρίσκεσαι αλλού.
Στα συν της διοργάνωσης τα μπαρ στο -1 για να μην διακόψεις τον χορό, το art make up που μας έβαζε σε party mood και το photo booth για να σώζει τις αναμνήσεις με μια σειρά φωτογραφιών που θα βρεις την επόμενη μέρα στο κομοδίνο και θα βάλεις με μαγνητάκι στο ψυγείο να σου θυμίζουν δύο ημέρες κατάληψης ψυχής με νότες και με λέξεις , ο ήχος στην κεντρική σκηνή κι ένα τεράστιο «Μπράβο» στον υπεύθυνο ήχου που καταφέρνει και κουρδίζει τα ηχοσυστήματα μιας θεατρικής σκηνής με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να υποδέχεται ένα rave party, το -όπως πάντα- εξυπηρετικό και χαμογελαστό προσωπικό της Στέγης από το -6 του parking μέχρι το +5 και την Μικρή Σκηνή.
Οι γνωστοί φίλοι της Στέγης, άνθρωποι που δεν είχαν βρεθεί ποτέ ξανά εκεί και μια νεολαία που κατέβασε σημαντικά τον μέσο όρο ηλικίας των θαμώνων της Στέγης και ήταν μεγάλη η χαρά που την συναντήσαμε εκεί, να ανεβάζει τον παλμό κυρίως στο set του Νέγρου του Μοριά και στα βαθιά νυχτερινά dance acts.
Δύσκολο κάπως να τα δεις και να τα ακούσεις όλα, αν και η Στέγη για ακόμα μία φορά κάνει γενναία προσπάθεια να μην υπάρξουν σοβαρές αλληλοκαλύψεις, το πάρτι ξεκινά στις 20.00 με το house set του A. Square και free jazz από τους Irreversible Entanglements που εμφανίζονται στη σκηνή με μια μικρή καθυστέρηση και ολοκληρώνουν το set τους -δυστυχώς- στην ώρα τους με μια σειρά από εξαγγελίες για τον άνθρωπο και τον σύγχρονο κόσμο, λόγο καταγγελτικό (“How many more wars”), αλλά και αισιόδοξο που ακούγεται μέσα στη Στέγη δυνατός σαν κάλεσμα για αγώνα (“Look at the light-Look at your sisters’eyes”), μανιφέστο και εξαγγελία (“We believe”), αφυπνιστικός (“What do they do”) με τζαζ κρουστά και πνευστά κι ένα κοντραμπάσο-φωτιά σε συνθέσεις που προέρχονται από την βαθιά μελέτη της 5μελούς κολλεκτίβας πάνω στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και συμπληρώνονται μαεστρικά από τον καυτό ποιητικό λόγο της περίφημης Camae Ayewa (a.k.a. Moor Mother) και με μία υπόσχεση να έρθουν ξανά.
Η κεντρική σκηνή ήδη σφύζει από κόσμο, την ίδια στιγμή στο -1 που αναλαμβάνει τον ρόλο ενός underground club τα πράγματα με τα house ηχοτοπία του Andrea Palmer είναι κάπως πιο χαλαρά, ενώ στο +5 οι Invernomuto αφηγούνται τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τα κομμάτια που μας παρουσιάζουν. Σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, σκοτεινή οι Simone Bertuzzi και Simone Trabucchi μας ταξιδεύουν με τις video προβολές, που παρουσιάζουν και γραπτά τις αφηγήσεις τους, από ένα κογκολέζικο μπαρ και κάποιες συναυλίες κογκολέζικης ρούμπας και από ένα ταξίδι σύγχρονων τσιγγάνων από την Μπολόνια μέχρι την Ινδία προκειμένου να εντοπίσουν ακολουθώντας αντίστροφα τη διαδρομή που είχαν ακολουθήσει οι πρόγονοί τους, στην Μεγάλη Βρετανία του Brexit και στη λούπα του “Stealth Intro” ενός αφρο-Βρετανού και το “I’m proud to be British” που σταδιακά χάνει το νόημα του μέσα από την επανάληψη.
Στο μεταξύ ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο +3 που έχει μεταμορφωθεί σε listening room αναλαμβάνει τα decks και επιβεβαιώνει ότι είναι αυτός που θέλουμε σπίτι μας να παίζει μουσική, ενώ αράζουμε στον καναπέ μας. Πουφ, χαμηλά τραπεζάκια, chill out διάθεση, ambient και ethnic ακούσματα από Altin Gun μέχρι William Onyeabor και κάποια διασκευή του Lassigue Bendthaus στο “Angie”, και από το “Στοπ” και την “Μιραμπίλλια” της Πλάτωνος στο “Harari” και το “Patriarcat” των Brigitte Fontaine και Areski Belkacem.
Στην κεντρική σκηνή η δυνατή ενέργεια των Holy Tongue (Valentina Magaletti, Al Wootton, Susumu Mukai) και οι dub πειραματισμοί που θυμίζουν On-U-Sound, 23 Skidoo, Liquid Liquid και ESG ξαναγεμίζουν ασφυκτικά την αίθουσα και μας παρασύρουν σε ένα μυσταγωγικό, ψυχεδελικό λίκνισμα, ενώ ο Νέγρος του Μοριά που ακολουθεί, «ένστολος» μπροστά σε μια σειρά από video προβολές με κύριο πρωταγωνιστή τον Καραγκιόζη ενώνει την τραπ με το ρεμπέτικο και μας κάνει να αισθανθούμε τη δόνηση στο πάτωμα. Συγκινητική η προβολή των αδικοχαμένων νέων και το ισχυρό αίτημα μπροστά και πίσω από κάθε στίχο για ανθρωπιά.
Υπεραγαπημένος- προσωπικά- Larry Gus που πάντοτε όλα τα ξεπερνά στις 00.00 και κάτι στο +5, ο υπέρτατος όλων σε μια σκηνή πιο πειραματική, μετά την Venus Volcanism, που εντυπωσιάζει με τον συνδυασμό σύγχρονου-παραδοσιακού, «one in-one out» που γνωρίσαμε κάποτε στα γνωστά μπαρ του Soho για να καταφέρουμε να μπούμε στην Μικρή Σκηνή, χαλάλι, όμως, γιατί ο Παναγιώτης Μελίδης αξίζει κάθε αναμονή. Πλάι σε ένα «καθιστό» τσιφτετέλι, σφυρίγματα κι επιφωνήματα, ένα setlist μοναδικό με παλιά και νέα αγαπημένα, το εναρκτήριο track του “Σωτέ” και οι αγαπημένοι μας στίχοι του Ευθύμη Φιλίππου. Τελευταίες ώρες στη Στέγη με Crystalmess κι ένα ολόφρεσκο rave set που ικανοποιεί ακόμα και τους πιο απαιτητικούς ravers, house, disco και minimal techno από Robert Hood ως το πρωί κι επιστροφή στο σπίτι με ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι.
Δύο χρόνια Takeover και μπορούμε ήδη να μιλάμε για έναν μεγάλο θεσμό. Απαλλαγμένο από genres και τάσεις, διαπολιτισμικό, ενοποιητικό, έναν θεσμό που χτίζει τοπία και γέφυρες ανάμεσα στα χρώματα, τα έθνη και τα ηχητικά είδη με συμμάχους τα φώτα, την ένταση και την μουσική.
Ένα μεγάλο ευχαριστούμε στη Στέγη για την εμπειρία!