Σάββατο 8 Φεβρουαρίου με 5 βαθμούς Κελσίου στην Ελλάδα ο Barry Adamson εμφανίζεται για δεύτερη συνεχή βραδιά στο Piraeus Club Academy και μας κλέβει την καρδιά.

Λίγο πριν από αυτόν στις 21.30 τη σκηνή καταλαμβάνουν οι Magenta Flaws που μας ακινητοποιούν με τον μελαγχολικό dark, new wave ήχο τους με μια γλυκιά μελαγχολία, τα απαλά φωνητικά που θυμίζουν έντονα Wolfsheim και τον ηλεκτρονικό α λα πρώιμους Sigmatropic ήχο. Σχεδόν 40 λεπτά με ένα ατμοσφαιρικό beat-χάδι, ψιθυριστό, μπροστά σε ένα κοινό που ήρθε νωρίς να τους απολαύσει.

22.30 μέσα στο βελούδινο ματζέντα σακάκι του με τα -όπως πάντα- εκκεντρικό και απίθανο σκελετό γυαλιών, με ένα υπέροχο χαμόγελο και την γνωστή επικοινωνιακή διάθεση, με τη χαλαρότητα που δεν μπορεί να μην έχει πλέον ένα πρώην μέλος των Magazine και των Bad Seeds παρέα με τους φίλους του μουσικούς μιάμιση ώρα μας έσυρε σε ένα ροκ και soul ταξίδι.

Barry Adamson που εκτός από σπουδαίος μουσικός είναι ένας υπέροχος αφηγητής ιστοριών. Ανάμεσα σε ιστορίες από την Νέα Υόρκη που θυμάται τον εαυτό του στην πραγματική ζωή να τριγυρνάει σαν τρελός και στο όνειρό του αναζητά εκδίκηση στο Manhattan, σε όνειρα που άγγιζαν την πραγματικότητα, σε εμπειρίες και βιώματα του παρελθόντος που κάποτε έρχονται και «κουμπώνουν» τέλεια με τα σημερινά γεγονότα, σε αστεία για την τελευταία φορά που επισκέφθηκε την Ελλάδα κι ήταν 20 όχι 40 χρόνια πριν, γιατί αλλιώς θα ήταν “Νick Cave and The Baby Bad Seeds”, χιουμοριστικές αναφορές στον Trump λίγο πριν την έναρξη του "Civilization" και τα γραπτά μηνύματα στον Μάρκο Αυρήλιο, τον John Lee Hooker που νεότερος προσποιήθηκε ότι γνώριζε όταν ρωτήθηκε και γύρισε σπίτι και τον ρούφηξε όλον για να τον ξεχάσει λίγο αργότερα και να επιστρέψει σε αυτόν 40 χρόνια μετά, και ένα χαλαρό και χιουμοριστικό πάρε-δώσε με το κοινό ερμήνευσε κομμάτια από το τελευταίο του άλμπουμ, αλλά και αγαπημένα του/μας από το As Above So Below (1998), το Back To The Cat (2008) και το EP Steal Away του 2021.

Άλλοτε θυμίζοντας Cave με την πλούσια μπάσα φωνή του που βρίσκεται σε  φόρμα κι άλλοτε αγγίζοντας country γυρίσματα, άλλοτε σαν έμπειρος μπλουζίστας όπως στο “Sundown County”, κι άλλοτε πιο soul από πότε, βλέπε "Cut To Black",  στάθηκε στο κέντρο της σκηνής και χωρίς πολλά πολλά εφέ τραγούδησε και απόλαυσε κάθε λέξη από όσες πρόφερε, μπήκε μέσα τους και έπαιξε όλους τους ρόλους. Μέσα σε έναν υπέροχο σκοτεινό φωτισμό, άλλοτε κόκκινο κι άλλοτε μπλε, πάτησε πάνω στα βρώμικα νεουρκέζικα beats στο "American Satin"  μας παρέσυρε σε μια noir sexy jazz  στο "The Beaten Side Of Town” με κιθάρα  α λα Duan Eddy  και μας γύρισε πάλι πίσω στον ηλεκτρονικό ήχο στο ρυθμικό τμήμα του “The Climber” και στα χάλκινα και το funky μπάσο που θυμίζει Motown του "Civilization", έμπλεξε στίχους του "Psycho Killer" των Talking Heads με στίχους δικούς του και μνημόνευσε με απίθανο τρόπο τις τελευταίες λέξεις του Sam Cook.

Δεν φόρεσε καπέλο, δεν άγγιξε την «Χαμένη Λεωφόρο» κι ας πέθανε ο Lynch, δεν έκατσε ούτε στιγμή σε κάποιο σκαμπό – όπως έχει ήδη κάνει σε άλλους σταθμούς της τουρνέ του-, έβαλε φωτιά σε γυναικείους και ανδρικούς γοφούς και επιβεβαίωσε ότι στον Barry Adamson ταιριάζει γάντι αυτό το jazzy και soul στοιχείο. 

Setlist που κύλησε νερό, χωρίς καμία απολύτως κοιλιά κι έκλεισε με δύο encore, το πρώτο χωρίς να το πολυκαταλάβουμε ως τέτοιο, γιατί δεν υπήρξε ακριβώς αποχαιρετισμός, αλλά μια διαβεβαίωση ότι θα επέστρεφε σε δύο λεπτά για να ηλεκτρίσει την ατμόσφαιρα με τα θυμωμένα trip-hop beats και τους αυτοαναφορικούς στίχους του “Still I Rise”, για να ακολουθήσει η διαολεμένα καθηλωτική ερμηνεία του “Jazz Devil” πάνω στο industrial beat του "Nightclbbing" του Iggy Pop από έναν Barry Adamson γεμάτο στυλ, μυστήριο και nightclub διάθεση και να κλείσει με το επίσημο encore (“People like Us”) και τον επαναλαμβανόμενο στίχο “We are Superstars” που όπως φαίνεται κράτησε ειδικά για το ελληνικό κοινό και τραγούδησε με διάπλατο χαμόγελο και ικανοποίηση για την αγάπη και την προσήλωση που είχε λάβει.

Το Piraeus Club Academy ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν, ένας χώρος σχετικά μικρός και ζεστός με το παταράκι με τους καθήμενους και τα χαμηλά τραπέζια να απολαμβάνουν με ένα διαφορετικό τρόπο τον Barry Adamson. Σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τους μουσικούς, ο κόσμος μπροστά στη σκηνή, με τον Barry Adamson σε απόσταση αναπνοής, σχεδόν έπιανες κουβέντα μαζί του και το «Έλα Barry!» που ακούστηκε στο τρίτο-τέταρτο κομμάτι, στοιχηματίζω είναι αυτό που σκεφτόμασταν όλοι, βλέποντας τον Barry σαν θείο, μπαμπά και φίλο που ήρθε να μεταφέρει τη σοφία του. Κοινό μιας κάποιας ηλικίας που τήρησε ευλαβικά το «No Smoking” και απέδωσε τον πρέποντα σεβασμό και την πρέπουσα προσοχή στον μεγάλο Barry Adamson, -εκτός βέβαια από μια-δυο παρέες κάπως πιο θορυβώδεις- που σίγουρα στα πούλμαν και στις τάξεις έπιαναν γαλαρία και δεν θα ξεπεράσουν αυτή τη φάση ποτέ-, μετά το λήξη του live επανέλαβε ρυθμικά Barry, Barry και βέβαια ο τελευταίος δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει το κοινό και διαδικτυακά την επόμενη μέρα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram. 

Ένα βράδυ με βρώμική Τομγουεϊτσ-ική jazz, τολμηρή funk, soul ρυθμό κι ένα set με ευφυές χιούμορ και ζεστή ατμόσφαιρα, απερίγραπτο coolness, στυλ και ανθρώπινη ευγένεια και επαφή πήραμε παραπάνω από όσα ζητήσαμε και βγήκαμε στην Πειραιώς χαρούμενοι ελπίζοντας να μην περάσουν είκοσι χρόνια για την επόμενή μας συνάντηση με τον θείο Barry.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured