Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης είναι το αγόρι (The Boy) του εξωφύλλου στο Κουστουμάκι· το διοπτροφόρο μαυροτσούκαλο με τα πατομπούκαλα και τα σιδεράκια, με «το λευκό, παιδικό δέρμα και τα μικρά βυζιά», αυτό που μειδιά σκωπτικά και μετέρχεται την υπό αίρεση καθυβριστική χειρονομία της πρότασης του μεσαίου δαχτύλου. Αυτά τότε. Σήμερα, με τα παραληρηματικά συνθήματα και τις μουντές ατμόσφαιρες, με την ευλογία και την κατάρα της συσσωρευμένης κοινωνικής και πολιτισμικής πληροφορίας, μετά την –υπερεκτιμημένη, σχεδόν σουρεαλιστική– performance που έδωσε με τη Mary και τις συνέργιες με τον Felizol, εξυπονοεί ότι, ο προς ον η απειλή, θα καθίσει πάνω στο προτεταμένο κωλοδάχτυλο δίκην τίσεως! Φανταστείτε έναν υπεραιωνόβιο, βαλσαμωμένο τύπο Νικόλα Άσιμου να τρυγεί τα σταφύλια της οργής και της ξεφτίλας στο μετά-αποκαλυπτικό σκηνικό της Αθήνας του 21ου αιώνα, εξακοντίζοντας κάπου μέσα από τον δαίδαλο του αστικού ιστού οργίλες αυτοεκπληρούμενες προφητείες, κραδαίνοντας το τσεκούρι που θα εξαφανίσει τους εφιάλτες του... Τους τρομοκράτες του. Ηχητική υπόκρουση ένα μονότονο ταμπούρλο, το κυκλοθυμικό του πιάνο και τα ηλεκτρονικά του παιχνίδια, συνεπικουρούμενα από εγχώρια τοτέμ της μεταπολίτευσης –και όχι μόνο– οικεία όσο και ανοίκεια στις απαιτούμενες δόσεις για ταυτόχρονο καταυγασμό και αποδόμηση της ελληνικότητάς τους. Τώρα σταματήστε να φαντάζεστε και αφουγκραστείτε· ιδιαίτερα ακροάματα καραδοκούν εντός.Θα συνιστούσε ανέξοδη ευκολία και μυωπική προσέγγιση η hype-άδικη, ντεμέκ lifestyle προσέγγιση στο Κουστουμάκι του The Boy. Αυτή που εξαπλώνεται μπουλουκηδόν από ασθμαίνοντες κομιστές της «κουλτούρας του δρόμου», προοικονομώντας τη θέση τόσο του electro-ντελιριακού Please Make Me Dance όσο και του παρόντος άλμπουμ στο πάνθεον της σύγχρονης «εναλλακτικής» δισκογραφίας, δίπλα στα έργα των Stereo Nova και Τρύπες. Οι δε ρεμπέτες έλεγαν ότι «η μουσική είναι ο ρουφιάνος του τραγουδιού», η τρόπον τινά προξενήτρα των στίχων, το μέσον που θα σε ταξιδέψει στο μήνυμα. Ο Boy λοιπόν –ως στιχουργός– όντως δεν χαρίζεται σε κανένα· μήτε στο ίδιο του το προσωπείο, ενστερνιζόμενος πλήρως τη φράση του Gabriel Garcia Marques «κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις». Τα ρετάλια του υποσυνείδητου και το πατρόν του ερέβους ύφαναν το «κουστουμάκι» του: πνιγηρό, κατάσαρκο, σκισμένο στον καβάλο και ξεχαρβαλωμένο στις μασχάλες, ρακοσυλλέκτης σωστός και προβλεπόμενος. Τι έχουμε λοιπόν στις τσέπες μας; Αναποδογυρισμένα τα Τραπεζάκια Έξω («Έκανα εμετό με ιδανικά...πέρασε του ήλιου η υπερβολή»)· σκεπτικιστής και υπερεθνικόφρων από την ανάποδη («Ελλάδα...βοήθεια δεν θέλεις, βοήθεια δεν ζητάς/γιατί έχεις τους Αρχαίους και τον Μάνο και τον Μίκη»)· γλαφυρές, τερατολογημένες αναπαραστάσεις δρώμενων της καθημερινότητας στον υπόγειο («Ήτανε πολύ ωραία η σημερινή διαδρομή/Νιώθετε κάτι να σας ακουμπάει; Ε;/Είμαι αυτός που κολλάει από πίσω σας στο μετρό») –από τον καταλύτη του δίσκου “Είμαι Αυτός”. Παραδόξως, αφού απιθώσει καταγής το “Τσεκούρι Του”, ο The Boy παρατηρεί δυο πνεύματα της πόλης να τίκτονται στο πιο αφοπλιστικά όμορφο τραγούδι του άλμπουμ, το στηριγμένο στη ραχοκοκαλιά ρετρό synths “Μάτια Κλειστά”. Τα δε υπόλοιπα τραγούδια εύστοχα αυτοχαρακτηρίζονται ως «ηλεκτρονικό μελόδραμα», πατώντας στις αδιόρατες και φαινομενικά διαχωριστικές γραμμές μετά-χατζιδακικού λυρισμού (ή μήπως theodorakian goth;) και 1980s piano-rock, ολίγον από Matt Elliott και γενναιόδωρες δόσεις από τις πιο εσωστρεφείς καταθέσεις του Κωσταντίνου Βήτα. Για το φινάλε, εκεί που ελλοχεύει η αίσθηση της πιθανής εξόρμησης προς ηλεκτρονικές στέπες τύπου Λένα Πλάτωνος, οι μετά-αποκαλυπτικές εικόνες τρόμου της Αθήνας –σχεδόν αδύνατο να βιωθεί ως το μεδούλι του το άλμπουμ ξέχωρα– ανάκατες με φαινομενικά ανερμάτιστα παραληρήματα, αλληλοξορκίζονται με έναν ολωσδιόλου ελληνοπρεπή τρόπο: κορμί στητό με χέρια τεντωμένα σε σχήμα σταυρού και δωσ’ του μια σχεδόν εντεκάλεπτη ντελιριακή «ζεμπεκιά». Επίπονη και απαιτητική λοιπόν η ακρόαση των συνθέσεων του The Boy στο Κουστουμάκι, ενοχλητική και απεχθής για τους μη μυημένους (το τέσταρα προσωπικά και το αναφέρω). Επειδή θα χυθεί αρκετό μελάνι σχετικά με το εκτόπισμα και την τυχόν διαχρονικότητα του άλμπουμ –όπως έχει γράψει και ο αρχισυντάκτης του Avopolis (στο Sonik), «αν προκύψει καλό και αν δημιουργήσει σούσουρο, τότε μπορεί το σκηνικό των '10s να αλλάξει άρδην»– μόνο ο πανδαμάτωρ χρόνος μπορεί να το αναδείξει σε πολιορκητικό κριό της εντεχνομίζερης παραγωγής ή ακόμα σε δουλειά-σταθμό για τη σκηνή του αύριο. Εξάλλου, όπως κράζει και ο ίδιος ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, «τελευταία φεύγει η ελπίδα και η κατσαρίδα».         

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured