Για τους μη γνωρίζοντες, ο Δημήτρης Δημητράκας είναι ο άνθρωπος που έχει ζεστάνει το σκαμπό των τυμπάνων σε ιστορικές ελληνικές μπάντες, προεξεχόντων των Panx Romana και των Schmetterling – αλλά και των TVC και Ριφιφί επίσης. Επίσης πρέπει να του αναγνωρίσουμε μία συνεχή δράση σε επίπεδο δημοσιότητας της ελληνικής underground σκηνής, ειδικότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (και μάλιστα χωρίς διαχωρισμούς μεταξύ ελληνόφωνου και αγγλόφωνου), όπως και – το καταθέτω υπεύθυνα αυτό – ένα πνεύμα ανιδιοτέλειας. Τα τελευταία χρόνια έχει επιλέξει να κινείται δισκογραφικώς κάτω από το δικό του όνομα και έχει μάλιστα αλλάξει τη θέση του πάνω στη σκηνή αλλά και στο στούντιο με αυτήν του ερμηνευτή (και κιθαρίστα ενίοτε). Θέση που κρατά και σε αυτήν την τέταρτη κατά σειρά προσωπική κυκλοφορία, όπου οι αλλαγές (ειδικότερα οι μουσικές) παραμένουν ελάχιστες. Στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα του Αντιστέκομαι ο Δημήτρης Δημητράκας μπαίνει σε μια συμπαθητική ατμόσφαιρα ελληνικού ροκ. Αλλά στη συνέχεια τα πράγματα (αυτο)περιορίζονται γρήγορα σε μία κριτική της ελληνικής πραγματικότητας – κοινωνικής και πολιτικής – μη υποστηριζόμενη δυστυχώς ούτε συνθετικά, ούτε στιχουργικά, συντεταγμένες οι οποίες αμφότερες αρδεύονται από τον Νίκο Κατσιπόδη. Πιο αναλυτικά, το συνεχές «κατηγορώ» των στίχων μένει στο επίπεδο της κοινωνικής άρνησης που συναντούμε και στο παρεπιδημούν καφενείο, απλώς λόγω διαφορετικών ασχολιών και συντεταγμένων υπάρχουν εδώ και οπτικές γωνίες σε θέματα τα οποία δεν απασχολούν συνήθως τους κριτικάριους ταξιτζήδες και εμπόρους –όπως π.χ. «Παιδείας & Θρησκευμάτων». Ακόμα και σε σημεία όπου εντοπίζονται πιο λυρικές αναφορές (βλέπε/άκου “Το Χελιδόνι”) οι στίχοι προκύπτουν αναμενόμενοι, χωρίς να διατρέχονται από δημιουργική φλέβα. Στο επίπεδο της μουσικής, από την άλλη, ναι μεν συναντάμε ορισμένες εκπλήξεις, αλλά, θεωρητικά, μελωδίες όπως αυτές στο προαναφερθέν “Χελιδόνι” ή στα “Μαύρα Ρούχα” θα μπορούσαν να ντύσουν ικανοποιητικά (έστω και συντηρητικά) κάποιους λιγότερο τελάλικους στίχους. Και γενικότερα όμως, η αλήθεια είναι ότι η μετουσίωση των συνθέσεων στο στούντιο δεν είναι ιδεατή: οι φωνές βγαίνουν μπροστά, πάνω από ένα ομοιόμορφο ποτάμι ήχου όπου συμπυκνώνονται όλα τα όργανα. Ειδικά κακή εντύπωση προκαλεί το editing των τυμπάνων, καθώς η χρήση των εργαλείων της κονσόλας ξεπέρασε την αυθεντικότητα των πηγών – με αποτέλεσμα να ακούμε drums σε τριγκαρισμένη έκδοση. Η φωνή επίσης του Δημήτρη Δημητράκα ακολουθεί επακριβώς τη μελωδία των ακόρντων, χωρίς να εφευρίσκει δικούς της δρόμους. Ως αποτέλεσμα, τα τραγούδια του Αντιστέκομαι γίνονται επίπεδα και οικεία με την κακή έννοια – θάρρος δε ανατροπής δεν εντοπίζεται ούτε στις ερμηνείες της συμμετέχουσας Θέλμας Καραγιάννη, η οποία, αν και σωστή, μένει στο διεκπεραιωτικό της υπόθεσης. Πέρα όμως των όποιων αισθητικών μου αντιρρήσεων, θα ήθελα να επικεντρώσω και πάλι στους στίχους, διότι πιστεύω ότι ο Δημητράκας και η κριτική του απέναντι στην κοινωνία φτάνει πέρα από λαϊκίζουσες κριτικές του τύπου Αρκετά μαζί του παίξανε,τον κάψανε, τον κλέψανε,τον τρέξανε, του τάξανεάλλη ζωή……………………………..Γεια σου άμοιρε πολίτη,τηλεόραση και σπίτιη μαμά πλουτοκρατίαθέλει τάξη κι ησυχία.Aχ, ταλαίπωρε πολίτη,που με θεωρείς αλήτηάλλη μια τετραετίασου ζητάει η εξουσίακαι θα ξαναϋποκύψεις. Αν μη τι άλλο τόσο το punk, όσο και η Γαλλική Επανάσταση (για να βάλω στη συζήτηση και μια ευρύτερη της μουσικής συνθήκη) απέδειξαν νομίζω ότι το να κατηγορίες τους άλλους για τη θέση τους στο σύστημα χωρίς να μπορείς να δεις τον εαυτό σου και το πώς αποτελεί και ο ίδιος τροχός της αμάξης, αποτελεί μία εύκολη λύση. Εύκολη και μάλιστα πολύ γνωστή, δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured