Εννιά ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν για να πάρει την απόφαση να ξαναμπεί στο στούντιο η Τάνια Τσανακλίδου, καθώς έχει να τραγουδήσει καινούργιο υλικό και να το εκδώσει σε CD από το 2001. Τη θυμάμαι στην καλοκαιρινή περιοδεία της, παρέα με τη Μάρθα Φριντζήλα, να παρουσιάζει δύο από τα νέα της τραγούδια. «Βαριόμουν να βγάλω δίσκο», είπε τότε, «δεν είχε πέσει και στα χέρια μου κανένα ωραίο τραγούδι, μέχρι που προέκυψε». Αυτό το «προέκυψε» όμως, αυτή η τυχαιότητα που αναδύεται από τις λέξεις, την οδήγησαν σε αμήχανη στιγμή της δισκογραφίας της.

Πιο λεπτομερώς, στην Προσωπογραφία η Τάνια Τσανακλίδου αφέθηκε στο γούστο και στις επιλογές του παραγωγού Πάνου Μπάρλου, ενώ μπήκε στη διαδικασία να φτιάξει έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο με τραγούδια νέων δημιουργών και στιχουργών. Εξαιρώντας έτσι τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ως βασικοί συντελεστές του δίσκου επιλέχθηκαν ο Θοδωρής Οικονόμου, η Ελεάνα Βραχάλη, ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Γιάννης Χριστοδουλόπουλος. Δεν εξαιρώ κανέναν από το συνολικό μέτριο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, ο Καραμουρατίδης και ο Ευαγγελάτος –μετά από μία σειρά εξαιρετικών τραγουδιών για τη Νατάσσα Μποφίλιου– έδωσαν δύο τραγούδια στην Τσανακλίδου που θεωρώ ότι διαστρεβλώνουν το καλλιτεχνικό της προφίλ. Ο Ευαγγελάτος έχει βέβαια γερή πένα και μπορεί και εκφράζει με πρωτοφανή αμεσότητα τα θέλω και τη σκέψη της γενιάς του. Αλλά στην περίπτωση του “Αυτό Είμαι”, όπου κλήθηκε να εκφράσει την ψυχολογία μίας μεσήλικης τραγουδίστριας (είναι γνωστή η βιωματική ταύτιση της Τσανακλίδου με τα τραγούδια της) ακούμε στίχους όπως: «Αυτό είμαι ό,τι κι αν κάνω/Όσο αλλάζω χρόνο χάνω/Είμαι αυτό, για τόσο φτάνω». Ένα ρεφρέν δηλαδή όπου σκιαγραφείται μια ηρωίδα γεμάτη ανασφάλεια, παραδομένη σε μια κεκαλυμμένη εγωπάθεια. Δεν πιστεύω ότι είναι αυτή η Τσανακλίδου και δεν νομίζω ότι έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να την εκφράζει το να τραγουδάει τέτοια –επιφανειακά– αποφθέγματα ζωής. Αν το τραγουδούσε η Μποφίλιου, θα μπορούσε ίσως, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, να ληφθεί ως στοχαστικό. Αλλά για την Τσανακλίδου μοιάζει επιπόλαιο και ασύμβατο με την ωριμότητά της.

Εν αντιθέσει, η Ελεάνα Βραχάλη στοχεύει με απόλυτη ακρίβεια στην ψυχοσύνθεση μιας πενηντάρας: «Φτιάχνω εγώ καφέ για δύο και μιλάω στο κενό/Σου συζητώ τα νέα μου/Σε βλέπω στον καθρέφτη μου/Σε νιώθω εδώ συμπαίκτη μου». Αυτά τα λόγια είναι ειλικρινή, άμεσα και εξομολογητικά και ταιριάζουν γάντι στην Τσανακλίδου. Το “Εγώ Για Δύο” είναι έτσι ένα δυνατό ζεϊμπέκικο, ίσως η μοναδική δυνατή στιγμή της Προσωπογραφίας. Γενικά πάντως, τα τραγούδια δεν βοηθούν την Τσανακλίδου να μετριάσει τη σχεδόν εγγενή ροπή της ερμηνείας της προς το μελό. Τα “Πάντα”, “Μόνη Μου”, και “Προβολέας”, για παράδειγμα, την ωθούν να βαυκαλιστεί (ερμηνευτικά πάντα) σε μία λίμνη γεμάτη από υπολανθάνοντα, ενοχικά και απολογητικά σύνδρομα. Στο τραγούδι δε που κλείνει τον δίσκο, τον “Παράδεισο”, σα να μπαίνει μάλιστα το κερασάκι στην τούρτα: η φωνή της θεατρινίζει, το γνωστό τρεμούλιασμά της εντείνεται, και, καπάκι –μετά από τις υπερκόσμιες απορίες του τι είναι ο παράδεισος– ακούγεται από το βάθος η φωνή της μικρούλας Ανδρομάχης Μπαρμπαγαλά, η οποία έρχεται να συμπληρώσει το σκηνικό ενός τρίλεπτου ψυχολογικού θρίλερ.

Διαφωνώ με λίγα λόγια κάθετα με τη συνολική επιλογή των ασμάτων. Διαφωνώ επιπλέον και με το concept ότι ο δίσκος προσωπογραφεί επιτυχώς την Τσανακλίδου. Διαφωνώ τέλος με την επιλογή της ίδιας να αφεθεί στα χέρια μιας διαφορετικής γενιάς από τη δική της για το προσωπικό της σκιαγράφημα. Βρήκα τη συναισθηματική υπερβολή να υπερχειλίζει στην Προσωπογραφία, χωρίς κανένα νόημα. Και ως εκ τούτου απογοητεύτηκα, γιατί η Τάνια Τσανακλίδου έχει αποδείξει ότι μπορεί να φτιάξει δισκάρες (να θυμίσω το Χρώμα Της Ημέρας; το Μαγικό Κουτί; το all time classic Μαμά Γερνάω;). Μέσα σε όλα, βρίσκω έτσι υπερβολική την προβολή του δίσκου από κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης και ατυχή την πρόταση του δελτίου τύπου «Κάθε νέος δίσκος της Τσανακλίδου είναι γεγονός…». Διότι, δυστυχώς για όλους μας, ο συγκεκριμένος δεν είναι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured