Ο τίτλος του cd που κρατάω στα χέρια μου γράφει: Ο Κώστας Μακεδόνας Τραγουδάει Νίκο Γούναρη. Στο νου μου έρχονται παρόμοιοι εμφατικοί  τίτλοι, όπως Η Μαρία Φαραντούρη Τραγουδά Lucio Dalla, Η Αλεξίου Τραγουδάει Χατζή κ.ο.κ., που σε κάνουν να νομίζεις ότι δύο ογκόλιθοι της μουσικής συνάντησαν τις ιδιοφυΐες τους, για να χαρίσουν στο ταπεινό κοινό μία δισκογραφική στιγμή μουσικής κατάνυξης. Εντάξει, γίνομαι λίγο ειρωνικός αφενός γιατί το άρθρο που προηγείται του ονόματος κατ’ εμέ υποδεικνύει έπαρση και αφετέρου γιατί αυτές οι συναντήσεις – ζωντανών με ζωντανούς ή ζωντανών με πεθαμένους – κατά κανόνα δεν ανταποκρίνονται σε όσες προσδοκίες έχει καλλιεργήσει ο μεγαλόπνοος τίτλος. Ο Κώστας Μακεδόνας, λοιπόν, αποφασίζει να επανεκτελέσει τραγούδια του Νίκου Γούναρη σε μια εποχή όπου έχει γίνει λίγο μόδα η επιστροφή στη ρετρό αισθητική μιας ρομαντικής belle epoque Ελλάδας, η οποία ανακάλυπτε τότε τη μαγεία της Δύσης και επαναπροσδιόριζε τη μουσική της παράδοση δημιουργώντας νέα είδη (βλ. αρχοντορεμπέτικο). Στο ένθετο του cd θα διαβάσετε ένα κατατοπιστικότατο βιογραφικό σημείωμα του Γούναρη (γραμμένο από τον ειδήμονα Κώστα Μπαλαχούτη, με μία τάση αγιογράφησης της πορείας του καλλιτέχνη) και θα κατανοήσετε ότι πράγματι ο αείμνηστος μουσικός δεν ήταν μία τυχαία περίπτωση. Πρόκειται για μία καλλιτεχνική προσωπικότητα στο πρόσωπο της οποίας συνέκλιναν όλα τα λαϊκά είδη μουσικής που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό δυστυχώς δεν το εντόπισα στις ερμηνείες του Κώστα Μακεδόνα, εξ’ ου και δεν ενέμεινα σε συνεχείς ακροάσεις. Δε νμε συγκλόνισε η προσέγγιση του Μακεδόνα στα τραγούδια του Γούναρη, μιας και μου φάνηκε άκαμπτος ερμηνευτικά και αρκετά εγκλωβισμένος σε μια μανιέρα. Αναγνωρίζω όμως στον ερμηνευτή δείγματα ανεπαίσθητης ελαφρότητας (με την έννοια του ελαφρού είδους) και παιχνιδιάρας αισθητικής, που ταιριάζουν στο ύφος των τραγουδιών του Γούναρη.  Όλο τα παραπάνω νομίζω ότι τα ενέτεινε και η μπερδεμένη ενορχηστρωτική πρόταση. Δεν τη βρήκα συνεπή απέναντι στο σύνολο των τραγουδιών, ούτε και απέναντι στον ήχο της εποχής του 21ου αιώνα. Δεν βρίσκω δηλαδή κανένα λόγο να μπει στη διαδικασία επαναπροσδιορισμού τέτοιων τραγουδιών ο Μακεδόνας, όταν ο ήχος που προτείνει μοιάζει εξαντλημένος στο σήμερα, σε βαθμό ώστε ο μουσικολόγος του μέλλοντος θα θεωρούσε ότι το Γλυκά Μου Μάτια ηχογραφήθηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980. “Ένα Βράδυ Που ’Βρεχε”, “Γλυκά Μου Μάτια Αγαπημένα”, “Ο Μήνας Έχει Εννιά”, όλα φέρουν μία επιφανειακή προσέγγιση η οποία σου θυμίζει λίγο αισθητική Γιώργου Γερολυμάτου, Ρίτας Σακελλάριου (εποχής Καρβέλα) και άλλων αοιδών πίστας της εποχής του πασοκικού ζιβάγκο, της βάτας και του φο μπιζού. Μια κάποια προσπάθεια σε σύγχρονο ήχο γίνεται στο “Θυμήσου” ή στο “Άρχισαν Τα Όργανα”, αλλά και πάλι εξαντλείται μέσα στα πρώτα εισαγωγικά δευτερόλεπτα. Νιώθω δε ότι αυτή η πολυσχιδής ενασχόληση του Γούναρη με το λαϊκό, το αρχοντορέμπετικο και το ελαφρό τραγούδι αποπροσανατόλισε την προσπάθεια του Μακεδόνα και των εδώ συνεργατών του, δημιουργώντας έτσι έναν ανομοιόμορφο ήχο ασύμβατων επιρροών. Τζαζ στοιχεία, ηλεκτρικές κιθάρες, ερωτικές σαξοφωνικές πινελιές, ταγκό προσεγγίσεις, ρέγγε μίξεις με μπουζούκι μοιάζουν να μην μπορούν να μπουν σε μία διαισθητική σειρά, αποτρέποντας έτσι το μπερδεμένο τετελεσμένο. Ο Κώστας Μακεδόνας ανήκει στους σημαντικότερους ερμηνευτές της γενιάς του, αλλά φαίνεται να βρίσκεται και αυτός εγκλωβισμένος στο άνυδρο μουσικό τοπίο. Απέναντι στην έλλειψη καλών τραγουδιών και στην πίεση της παραγωγικής διαδικασίας οδηγήθηκε πιστεύω στο Γλυκά Μου Μάτια σε μία αμήχανη επιλογή επανεκτέλεσης των τραγουδιών του Γούναρη. Μέσα σε όλα αυτά μου γεννιέται επίσης η απορία της ζωντανής παρουσίασης αυτών των τραγουδιών  νιώθω ότι η σκοπιά τούτης της κριτικής θα ήταν εντελώς διαφορετική...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured