Δεν θέλω να φανώ τοπικιστής, επειδή κατάγομαι από τη Θεσσαλονίκη. Αλλά όταν ακούω καλή μουσική από ανθρώπους που έχουν τη συγκεκριμένη πόλη ως το καλλιτεχνικό τους ορμητήριο, αισθάνομαι κάτι το οποίο δύσκολα προσδιορίζεται επαρκώς από διαχωρισμούς του τύπου όμορφα/άσχημα, καλά/κακά κ.ο.κ. Θα ήμουν πιο ακριβής αν έλεγα πως αυτό το αίσθημα τροφοδοτείται από μια απροσδιόριστη έννοια εγγύτητας. Ότι δηλαδή οι μουσικοί δεν είναι ασχημάτιστες μορφές, αλλά παιδιά της διπλανής πόρτας. Άνθρωποι, εν πάση περιπτώσει, που και να μην τους ξέρεις προσωπικά σίγουρα θα έχεις τρακάρει μαζί τους σε κάποιο μπαρ, σε κάποια συναυλία, οπουδήποτε. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι και τόσο μεγάλη, ξέρετε… Σε χρονική βέβαια κλίμακα άνω των δύο-τριών ακροάσεων του συγκεκριμένου δίσκου, δεν νομίζω πως τα παραπάνω διαθέτουν ιδιαίτερη βαρύτητα – αφορούν τις πρώτες, ενστικτώδεις σκέψεις. Οι οποίες όμως μπορούν να οδηγήσουν την κριτική αποτίμηση σε μια επικίνδυνη παγίδα: καλός είναι (για Έλληνας)… Δεν λέω ότι αυτό εκφράζεται απαραίτητα στην κατάληξη της κριτικής διαδικασίας, αλλά αποτελεί μια δηλητηριώδη παρένθεση, η οποία διαπερνάει σχεδόν ενστικτωδώς το μυαλό μας (και το δικό μου). Στο χέρι του καθενός βρίσκεται όμως αν θα επιλέξει να μείνει σε αυτή ή να την προσπεράσει. Στην περίπτωση λοιπόν του Still Gramophone, ή καλύτερα του Ηλία Σταμπουλή (ιθύνων νους του εγχειρήματος), θέλω να πιστεύω ότι ξεπέρασα τον σκόπελο. Η μουσική του Σταμπουλή μπορεί να μην είναι άψογη, είναι όμως ελκυστική. Δεν είναι γυαλιστερή, εκρηκτική, εξαγνιστική ή οτιδήποτε άλλο μεγαλειώδες, είναι όμως κομψή και έχει τη δύναμη να μαγνητίζει το αυτί. Ξεχειλίζει (στο μεγαλύτερο μέρος της) από μια άδολη ομορφιά, μια αίσθηση ενός γλυκόπικρου ρομαντισμού, μια όμορφη ραθυμία. Και, για όποιον ακούσει προσεκτικά και πραγματικά, κλείνει με τρόπο το μάτι για να εισέλθει, νοερά, στον μικρόκοσμό της.  Οι συνθέσεις του Still Gramophone διαθέτουν έναν ηλιόλουστο jazzy χαρακτήρα, που κρύβει μέσα του μια μελαγχολική – τύπου Mice Parade – αισθητική, στοιχεία αμφότερα εμφανή καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του δίσκου. Το ευτύχημα είναι ότι δεν πρόκειται για στοιχεία συγκρουόμενα μεταξύ τους, καθώς η συνθετική του Σταμπουλή έχει βρει μια αρκετά καλή αναλογία. Αν κάτι δεν μου αρέσει στον δίσκο, είναι – σε έναν βαθμό – η φωνή του Σταμπουλή. Δεν με χαλάει ακριβώς, είναι, όμως, ιδιότυπη, παράξενη, με μια αλλόκοτη βραχνάδα, από εκείνες που λέμε καμιά φορά πως ή θα σου αρέσει πολύ ή καθόλου. Οι συνθέσεις πάντως αποδείχθηκαν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, πραγματικά αξιόλογες, κάτι που προσωπικά με κάνει να επαναφέρω στον λογαριασμό το θετικό πρόσημο και μάλιστα με σαφήνεια. Ενώ μπορεί αρχικά να φαίνεται ότι ακολουθούν τη συνήθη τραγουδοποιητική πρακτική του κουπλέ/ρεφρέν, στην πραγματικότητα, μόλις ολοκληρωθούν αυτές οι τυπικότητες, αρχίζει ένα όμορφο παιχνίδι ημι-αυτοσχεδιασμού, με τη δυναμική της σύνθεσης να ρέπει περισσότερο προς jazzy αισθητικές αναφορές.  Ως αγαπημένες περιπτώσεις μπορώ να αναφέρω το “A Game Of Us”, τη μόνη στιγμή του Still Gramophone όπου μου άρεσε πραγματικά η αρσενική φωνή, το “What More” το οποίο, αν δεν ξεκινάει με sample του “This Is It Forever” των Hood, του μοιάζει πάντως πολύ (φέρνει και σε μια πιο χαλαρή εκδοχή των Tied + Tickled Trio), καθώς και το “Climber On A Shipwreck”, που στην μέση εκτρέπεται σε εύγλωττες – και ταυτόχρονα εξαιρετικές – αναφορές στον Matt Elliott. Πολύ καλά είναι επίσης και τα δύο άκρα του δίσκου, το εναρκτήριο, δηλαδή, “Song”, το κομμάτι με την ζωντανότερη ίσως ρυθμικότητα, και το αποχαιρετιστήριο “Bedtime Blues” με τις jazz αυτοσχεδιαστικές παραπομπές του (στο δεύτερο μισό του), να μεταμορφώνονται αίφνης σε ένα α-λα-Mum φωνητικό ντουέτο. Υπάρχει μάλιστα και μια γυναικεία φωνή εδώ, εκτός των λοιπών φωνητικών samples.  Ο δίσκος θα μπορούσε φυσικά να ήταν καλύτερος, με τα πολλά αν και εφόσον τα οποία μπορούν να ακολουθήσουν (κάποια από αυτά, φαντάζομαι, θα είναι και οικονομικής υφής). Αυτό είναι δεδομένο. Ακόμα όμως και με τις ατέλειές του, την… «could have been better» παραγωγή του και τα αμφιλεγόμενα φωνητικά του, πρόκειται για ένα άλμπουμ το οποίο τελικά σε κερδίζει. Όχι με το ζόρι, ούτε με κάποιο μεγαλεπήβολο επιχείρημα. Σε κερδίζει με τη λεπτότητα, με την πραγματική του συνθετική αξία και με τη βαθειά ομορφιά του. Αυτή που δεν θα αλλάξει πιθανότατα τον τρόπο βίωσης των πραγμάτων και τις καταστάσεις γύρω μας και που ίσως να μην εκφράζεται (πάντα) με μεγαλειώδεις τρόπους. Σίγουρα όμως σε κάνει να περνάς (το λιγότερο) ένα ευχάριστο σαραντάλεπτο κάθε φορά που αποφασίζεις να αράξεις στην πολυθρόνα σου και να πατήσεις το κουμπάκι με την – τελικά – πολυσήμαντη λέξη play…    

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured