Άργησα να γράψω την κριτική για το νέο άλμπουμ –δεύτερο κατά σειρά– των Infidelity από το Κιλκίς. Όχι γιατί το αμέλησα: καιρό έχει που κάνει τους κύκλους του σε διάφορες σιντιέρες. Ούτε γιατί τίθεται θέμα σύγκρισης με τις ως τώρα καταθέσεις τους: ...μίλια μακριά άφησαν εκείνο το προ εξαετίας Miles Away EP, αισθητά πιο δουλεμένο δε ηχεί το In The City συγκριτικά με το Viewer From A Black Star (Run Devil Run, 2005).
Όχι, οι Infidelity βρίσκονται αναντίρρητα στην καλύτερη ως τώρα φάση τους ως μπάντα. Σφιχτοδεμένοι ακούγονται, εστιασμένοι συνειδητά και σωστά είναι –ως εκ τούτου ηχογράφησαν το In The City σε τρεις μόλις μέρες, για να πιάσουν όσο γινόταν το live αίσθημα– με παλμό παίζουν, ιδέες διαθέτουν, ωραία παραγωγή τους έχει φτιάξει ο Νικόδημος Τριαρίδης, ο δε Δημήτρης «Deep M» σε κερδίζει στις περισσότερες περιπτώσεις με το ψυχωμένο του τραγούδι. Και αυτά δεν αποτελούν παρά τις καλογλασωμένες φραουλίτσες πάνω στην In The City τούρτα, ένα άλμπουμ όπου περιέχονται μερικά από τα πιο πειστικά και καλογραμμένα εναλλακτικά αγγλόφωνα τραγούδια της τρέχουσας δεκαετίας.
Όχι, οι Infidelity δεν είναι Closer, Raining Pleasure ή Last Drive. Σε καμία περίπτωση. Πιστεύω όμως ότι ακόμα και οι παραπάνω θα βρίσκουν αξιοζήλευτα τραγούδια όπως το “The Man You Can’t Trust”, το “Never Saw It Coming”, το “Conflict” ή το “Fall Back”. Κι αυτό γιατί οι Infidelity –πέραν του ότι έχουν πλάσει τον ήχο τους, επίτευγμα ήδη του προηγούμενου δίσκου– διακρίνονται από άνεση στη διαπλοκή. Μην πάει ο νους σας στο κακό. Αναφέρομαι στη διαπλοκή του στάνταρ κιθαριστικού indie ήχου με μια τραγουδοποιία η οποία διεκδικεί –και κερδίζει στις παραπάνω περιπτώσεις– ένα ειλικρινές συναισθηματικό βάθος, εμπλέκοντας τελικά κι εσένα, τον ακροατή. Σε στιγμές σαν και τις προαναφερθείσες, η μουσική των Infidelity –παραμένοντας ασφαλώς στα πλαίσια που ούτως ή άλλως ορίζει το ανάλογο διεθνές ηχητικό περιβάλλον και οι επιρροές τους– έχει την ικανότητα να σου «μιλάει», να σε συγκινεί, να σε παίρνει μαζί της. Να διακρίνεται, δηλαδή, από αυτό το κάτι «μαγικό», το οποίο τόσο λείπει από τις καταθέσεις διαφόρων φιλόπονων αγγλόφωνων συγκροτημάτων, που συνήθως αρκούνται στο καλοκοπιαρισμένο οικοδόμημα και στο λιβάνισμα των Δυτικών τους ειδώλων. Σε κάνουν οι Infidelity να πιστέψεις ότι ψάχνουν ίσως το εναλλακτικό στο σημερινό εναλλακτικό (το οποίο μόνο εναλλακτικό δεν είναι πια) –ένα από τα αισθητικά ζητούμενα του ροκ στην επερχόμενη αυγή των '10’s.
Αλλά υφέρπει κι ένα «όμως» στο κείμενό μου, ως αίτιο της πρωταρχικής μου παραδοχής –αυτής περί αργοπορίας της κριτικής. Χρειάστηκε να κάνω αρκετούς κύκλους ακροάσεων προκειμένου να συνειδητοποιήσω τι ήταν ακριβώς αυτό που με χάλαγε στο In The City, παρά τις άνωθεν παραδοχές. Με χαλάει λοιπόν το ότι οι παραπάνω ποιότητες ανθίζουν σε συγκεκριμένα μόνο σημεία του δίσκου, αντί να αποτελούν διακριτά χαρακτηριστικά του συνόλου. Κι ενώ έτσι οι Infidelity στα καλύτερά τους μπορεί να τύχουν σύγκρισης με τις σπουδαιότερες αγγλόφωνες rock μπάντες της ημεδαπής, στα υπόλοιπά τους (π.χ. “Don’t Talk To Me”, “In The City”, “Modern Life 124”) ακούγονται κι αυτοί σαν άλλη μία από τις τόσες αγγλόφωνες μπάντες: όσες χτίζουν τα παλάτια τους με την άμμο του alternative φορμαλισμού, αρκούμενες στο αμφίβολης πλέον αξίας «indie credibility».
Δεν μπορώ βέβαια παρά να σας προτείνω τελικά τον δίσκο –το βάρος των καλών τραγουδιών γέρνει αποφασιστικά τη βαθμολογική ζυγαριά. Δεν μπορώ όμως και να μην επισημάνω στους Infidelity ότι θα έπρεπε να βάλουν τον πήχη τους πιο ψηλά. Γιατί όχι; Αφού δείχνουν να το μπορούν...