H απορία είναι λογική και χιλιοειπωμένη για καλλιτέχνες με βεληνεκές και με τόσο μακρόχρονη εμπλοκή με το τραγούδι σαν του Μανώλη Μητσιά. Ιδίως εφόσον, κατά βάση, δεν μιλάμε για συνθέτη που μία βίδα του εγκεφάλου μπορεί να στραβώσει ακόμα περισσότερο ακόμα και στα 70 του, ώστε να ακούσουμε ένα (κύκνειο ενίοτε) άσμα, το οποίο θα μας ταρακουνήσει. Στον χώρο των ερμηνευτών υπάρχουν δεδομένες δεσμεύσεις (βλέπε φωνή) που ακόμα και κολοσσοί του είδους (είτε ο Καζαντζίδης, είτε ο Frank Sinatra, είτε ο Ronnie James Dio) χρειάστηκε να λάβουν υπόψη. Δεν είναι ασφαλώς ότι η φωνή του (κραταιού σε επίπεδο ήθους) Μανώλη Μητσιά έχει λυγίσει κάτω από το βάρος του αδυσώπητου χρόνου. Τα (όποια) λιγότερα σκαλοπάτια της φωνής του είναι άλλωστε τέτοια, ώστε η πείρα του μπορεί να τα παρουσιάσει ως βίωμα αντί για απώλεια. Κάτι τέτοιο όμως – κι εδώ έγκειται η εισαγωγική απορία – προϋποθέτει τόσο εκ μέρους του, όσο και εκ μέρους των συνεργατών του απόλυτη συνειδητότητα σε επίπεδο πρόβλεψης και στόχευσης. Ιδιαίτερα δε όταν μιλάμε για έναν νέο δίσκο.  Αποδεδειγμένα η φωνή του διαχρονικού ερμηνευτή έχει διακριθεί σε ένα ρεπερτόριο κινούμενο στο ενδιάμεσο του ελαφρού με το λαϊκό τραγούδι. Είναι άλλωστε αυτή η γλυκύτητα της χροιάς του συνοδευόμενη με την (προσωποποιημένη στη φράση «παιδί της διπλανής πόρτας») χαρακτηρολογία των συλλαβών του η οποία τον ανέδειξε ως μοναδικό εκφραστή αυτής της – θολής ίσως σε άλλους, καταφανής πάντως γι’ αυτόν – «ζώνης» τραγουδιού. Γι’ αυτό λοιπόν ο Μανώλης Μητσιάς οφείλει στον εαυτό του (και μόνο σε αυτόν) μία πιο εμβριθή σάρωση της σημερινής εποχής σε επίπεδο συνθέσεων περισσότερο (και λιγότερο στίχων), ώστε να αποστάξει έναν ήχο που με επείγοντα – και όχι μοντέρνο – μανδύα θα ντύσει την εμβληματική του φωνή. Συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στον νέο του δίσκο; Στο Ένα Τσιγάρο Κι Ένας Ψεύτης ο Μητσιάς φαίνεται να αναρωτιέται για τα βήματά του. Στοχασμός απόλυτα φυσιολογικός και καλοδεχούμενος: αρμόζει στους καλλιτέχνες, επιβάλλεται σχεδόν κάτω από το βάρος μίας τέτοιας υψηλής πορείας στο ελληνικό τραγούδι, σαν και τη δική του. Η απάντηση όμως που δίδει ο ίδιος αλλά και οι συνεργάτες του μέσω αυτής της δουλειάς μένει τελικά μετέωρη. Αν και ανάμεσα στους συντελεστές του Ένα Τσιγάρο Κι Ένας Ψεύτης διακρίνει κανείς ορισμένες εμβληματικές μορφές (π.χ. τον Γιάννη Σπάθα στην κιθάρα και τη μουσική επιμέλεια, τον Τάκη Φαραζή στο πιάνο, ή τον Μανώλη Καραντίνη στο μπουζούκι) τα τραγούδια του δίσκου δεν εκρήγνυνται. Ναι! Το «εκρήγνυνται» επιλέγω ως λέξη, διότι περιμένω ότι μία χούφτα τραγουδιών από το καινούργιο πόνημα του Μητσιά θα έπρεπε να σηματοδοτούν συναισθηματικές φορτίσεις και σχολιασμό πάνω στο ελληνικό τραγούδι. Υποψιάζομαι βέβαια ότι οι συμβατικές και ακαδημαϊκές ενορχηστρώσεις (οι οποίες κατά κύριο λόγο έγιναν από τον Μανώλη Ανδρουλιδάκη) δεν βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει όμως και σαφής αδυναμία στο υλικό, άσχετα αν υπογράφεται από καταξιωμένους ή από νεότερα ονόματα.  Το περίεργο είναι ότι η πλέον αξιομνημόνευτη στιγμή του Ένα Τσιγάρο Κι Ένας Ψεύτης (με τις όποιες ευκολίες περιέχει ως σύνθεση ή τα α-λα-1980s γυναικεία φωνητικά που ατυχώς περιβάλλουν το ρεφρέν) είναι ένα τραγούδι του ίδιου του Μητσιά (σε στίχο και μουσική), με τον τίτλο “Βάλσαμο Τραγούδι”. Ξεχωρίζει επίσης ως λεμονανθός το τραγούδι του Λίνου Κόκοτου “Σάββατο Βράδυ (Ένα Τσιγάρο Κι Ένας Ψεύτης)”, όπου η περιγραφή του έρωτα από τον Μητσιά εμπεριέχει αυτήν ακριβώς τη γνωστή ζεστασιά που εκτιμώ και τιμώ σε αυτόν τόσα χρόνια. Στον αντίποδα, η πλέον άτυχη στιγμή του άλμπουμ εντοπίζεται στη σύνθεση του Θάνου Μικρούστικου “Θα κάνω Πραξικόπημα”: ακούγεται τουλάχιστον ως ατόπημα το να τραγουδάει o Μανώλης Μητσιάς – σε στίχους Κώστα Λαχά – «Στην ίδια λούμπα έπεσες/ σαν την αρχαία Εύα/ το μήλο δάγκασες κι εσύ/ με στυλ αναρχικό». Να ένα δείγμα της μοντερνίζουσας προσπάθεια αφομοίωσης της πραγματικότητας με λάθος αναλόγιο, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, στη δεύτερη παράγραφο.  Επιμένω και περιμένω τον δίσκο που θα αποτελέσει – για άλλη μία φορά – επιτομή των χαρακτηριστικών του Μητσιά, τοποθετώντας τον την ίδια στιγμή απόλυτα στο σημερινό (κοινωνικό και μουσικό) γίγνεσθαι. Αναμονή η οποία θα πρέπει αναγκαστικά να μετατεθεί, καθώς το Ένα Τσιγάρο Κι Ένας Ψεύτης εμφανώς αποτυγχάνει να επιτελέσει αυτό τον ρόλο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured