Ο Γιάννης Χατζόπουλος πολύ θα με διευκόλυνε αν είχε βγάλει έναν οφθαλμοφανώς κακό δίσκο. Όμως εύκολα διακρίνεις την ειλικρίνεια και τη θέρμη με την οποία έχει φτιάξει το ντεμπούτο του Μια Εικόνα, όπως εύκολα εντοπίζεις και κάποια δείγματα ταλέντου στην προσήλωσή του στους κιθαριστικούς pop ρυθμούς, όπου διάλεξε να κινηθεί. Από την άλλη, σωρός οι αδυναμίες και τα αδιέξοδα και πώς να τα αντιζυγίσεις; Μπερδεμένα πράγματα... Ακρόαση την ακρόαση σκέφτεσαι, αναδιατάσσεις, γράφεις, σβήνεις, ζαλίζεσαι, ξαναγυρνάς – έτσι για να παίρνετε κι εσείς εκεί έξω μια εικόνα της δικής μας δουλειάς, ειδικά όσοι νομίζετε ότι «κάνουμε το χόμπι μας» και το παίζουμε μετά ειδήμονες... Αλλά ας πάρω τα πράγματα από μια αρχή. Διόλου δεν αντιπροσωπεύει, νομίζω, το artwork το περιεχόμενο του Μια Εικόνα: άσχημο εξώφυλλο και ακόμα πιο κακόγουστο εσωτερικό μεταφέρουν την εντύπωση πρόχειρα στημένης λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, που διόλου δεν συνάδει με την τιμιότητα των τραγουδιών του Χατζόπουλου. Η σχέση τώρα του τελευταίου με τη μουσική κρατάει από την παιδική του ηλικία. Έτσι, αν και το Μια Εικόνα αποτελεί την παρθενική του εμφάνιση στη δισκογραφία, καθίσταται φανερό από τις συνθέσεις και τις ενορχηστρώσεις ότι υπάρχει μια χρόνια τριβή με αυτά τα πράγματα. Ο Χατζόπουλος παίζει ο ίδιος κιθάρα και πλήκτρα και παρότι στις συνθέσεις του ακολουθεί έναν τετριμμένο τρόπο μελωδικής άρθρωσης – πάνω στο τρίπτυχο ηλεκτρική κιθάρα/τύμπανα/πλήκτρα – τα όσα παράγει είναι απολύτως πειστικά, ως έναν δε βαθμό και εκφραστικά, με αποτέλεσμα να μη δυσανασχετείς. Μουσικά μπορεί λοιπόν να μην εκπλήσσει και να μην παράγει σπουδαία πράγματα, πάντως παρουσιάζεται κάτοχος των εκφραστικών του μέσων και ικανός για περισσότερα. Η μόνη στιγμή όπου η εικόνα αυτή ανατρέπεται εντοπίζεται στο φινάλε με την αψυχολόγητη “Απατεώνισσα”, όπου επιχειρείται η κατασκευή ενός σχεδόν εξάλεπτου(!) λαϊκού τραγουδιού – με κάκιστα αποτελέσματα σε όλους τους τομείς.  Ο στιχουργικός και ερμηνευτικός όμως αντίποδας του Μια Εικόνα μπάζει δυστυχώς νερά από πολλά σημεία. Δεν με ενοχλεί η εμμονή του Χατζόπουλου με τα ερωτικού περιεχομένου άσματα. Με αποκαρδίωσε όμως η αδυναμία του να ξεπεράσει ένα πρωτόλειο επίπεδο έκφρασης, εμμένοντας σε κλισέ καταστάσεις, ασύνδετα λεκτικά σχήματα και ρήματα/ουσιαστικά δίχως μεγάλη βαρύτητα (π.χ. “Έρωτας”, “Κακόγουστο Ψέμα”). Υπονοείται διαρκώς ένας μεγαλύτερος συναισθηματικός πλούτος εκ μέρος του Ξανθιώτη τραγουδοποιού, ούτε όμως στις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της δουλειάς αυτής (“Μια Εικόνα”, “Καλημέρα Κυριακή”) δεν αποδεικνύεται ικανός να τον βγάλει σε πρώτο επίπεδο με τα κατάλληλα λόγια. Πέραν των στίχων, κάμποση ακόμα δουλειά χρειάζεται και στις ερμηνείες. Γιατί ναι μεν ο Χατζόπουλος έχει το σύνηθες προσόν των τραγουδοποιών – να υπερβαίνει ενίοτε με τη θέρμη του τα περιορισμένα όρια των φωνητικών του δυνατοτήτων – αυτό όμως θα πρέπει επιτέλους να σταματήσει να αποτελεί άλλοθι για παραφωνίες σε επιχειρούμενα γυρίσματα, για έκδηλους παρατονισμούς και για επίπεδα, άχρωμα «τραβήγματα» φωνηέντων. Επίσης, η χρήση δεύτερων γυναικείων φωνητικών σε κάποια σημεία υπήρξε νομίζω αποτυχημένη (π.χ. στο “Όνειρο” η στο “Δεν Το Πιστεύω Πως Πονάς”), γιατί δεν εξυπηρέτησε τίποτα παραπάνω από μια θα την έλεγα διακοσμητική διάθεση.  Είναι εύκολο να βγαίνουν σήμερα δίσκοι – και είναι κατανοητός ένας τέτοιος πόθος για ανθρώπους που, όπως ο Γιάννης Χατζόπουλος, τρίβονται χρόνια τώρα και με τις καλύτερες προθέσεις με τη μουσική και το τραγούδι. Από την άλλη, η υπερπαραγωγή των τελευταίων χρόνων δεν αφήνει και πολλά περιθώρια ύπαρξης και διάκρισης. Ο πήχης έχει μπει πιο ψηλά, ο χρόνος σε αφήνει πια πίσω σε χρόνο dt και κάθε επομένως κίνηση προς το δισκογραφικό πεδίο θα πρέπει να έχει κάτι παραπάνω από την ειλικρίνεια που, όπως ξανάπα, αποπνέει και χαρακτηρίζει το Μια Εικόνα.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured