Είμαι υπέρ του να τιμάται ένας σημαντικός δημιουργός ενόσω ζει, εφόσον αυτό γίνεται με το πρέπον μέτρο. Και το συγκεκριμένο τριήμερο στο Μέγαρο Μουσικής τον Ιούνιο του 2006 ήταν νομίζω μια όμορφη, γενικά, γιορτή προς τιμήν ενός από τους κορυφαίους στιχουργούς μας, του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε κανείς να βρει ακόμα και λίγα τα 58 τραγούδια που χώρεσαν σε ετούτο το διπλό cd-καταγραφή της συναυλίας: γιατί συνοψίζουν ίσως την αφρόκρεμα της συνεισφοράς του στο ελληνικό τραγούδι, δεν εξαντλούν όμως την παρακαταθήκη του σε αυτό. Αν όμως αντιμετωπίσεις τη συγκεκριμένη κυκλοφορία όχι ως σουβενίρ του αφιερώματος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αλλά ως έναν ζωντανό δίσκο, τότε μάλλον πολλές βγαίνουν στον απολογισμό οι 58 επιλογές.  Με αυτό δεν θέλω να πω κάτι για τα ίδια τα τραγούδια. Γιατί ούτε συστάσεις χρειάζονται, ενώ η αξία τους είναι μεγάλη και διαπιστωμένη: αλίμονο αν θα έπρεπε να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση για π.χ. το “Οδός Αριστοτέλους”, το “Έχω Έναν Καφενέ”, το “Όλες Του Κόσμου Οι Κυριακές”, το “Η Δουλειά Κάνει Τους Άντρες”, το “Τι Σου ’Κανα Και Πίνεις”, το “Άπονη Ζωή”, το “Χρόνια Χελιδόνια” ή τα “Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου” και “Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα” – μην τρελαθούμε και εντελώς… Αυτό που κρίνεται εδώ δεν είναι το εκτόπισμά τους στον χρόνο, αλλά η απόδοσή τους στα πλαίσια των συγκεκριμένων συναυλιών, με βάση τις συγκεκριμένες ενορχηστρώσεις και τις ερμηνείες που τους επεφύλαξαν οι συγκεκριμένες φωνές. Μεγάλος πρωταγωνιστής εκείνων των βραδιών, όπως και του παρόντος δίσκου, υπήρξε ο Γιώργος Νταλάρας. Γιατί δεν περιορίστηκε στον ρόλο του συμμετέχοντος ερμηνευτή, αλλά ανέλαβε και τη γενικότερη καλλιτεχνική επιμέλεια του προγράμματος, όπως και τις ενορχηστρώσεις – αυτές από κοινού με τον Κώστα Γανωσέλη. Οι τελευταίες ήταν σε γενικές γραμμές φροντισμένες ως την εντέλεια, κατά περιστάσεις όμως βγήκαν πιο στιλιζαρισμένες και λιγότερο «ψυχωμένες» από όσο νομίζω πως έπρεπε σε αυτά τα τραγούδια – ίσως γιατί κύριος στόχος τους ήταν ένας ομογενοποιημένος ήχος για το όλο πρόγραμμα; Ως ερμηνευτής, ο Νταλάρας έδειξε επίσης τον γνώριμο επαγγελματία εαυτό του, όπως τον έχει δείξει και σε άλλα μεγάλα αφιερώματα (π.χ. στον Τσιτσάνη ή στον Βαμβακάρη). Επωμίστηκε όμως πολλά τραγούδια, χωρίς να δώσει εξίσου καλές ερμηνείες σε όλα. Ήταν ας πούμε απολαυστικός στα “Ήλιε Μου Σε Παρακαλώ”, “Μη Με Ρωτάς”, “Σαν Τον Μετανάστη”, “Αυτά Τα Χέρια” και “Για Πάρε Γύφτο Σφυρί Κι Αμόνι”, όχι όμως και στα “Έπεφτε Βαθιά Σιωπή” και “Θα Πιω Απόψε Το Φεγγάρι” του Γιάννη Πουλόπουλου, το “Η Δουλειά Κάνει Τους Άντρες” του Δημήτρη Ευσταθίου, στο “Κάποτε Θα ’Ρθουν” του Παύλου Σιδηρόπουλου ή στα δικά του “Πάνε Να Πεις” και “Έχω Έναν Καφενέ”. Η ίδια μοιρασμένη εικόνα επαναλαμβάνεται και στους τραγουδιστές που επιλέχθηκαν να τον πλαισιώσουν. H Μαρινέλλα έλαμψε στα “Άμα Δείτε Το Φεγγάρι”, “Μια Κυριακή” και “Άνοιξε Πέτρα”, όχι όμως και στην “Οδό Αριστοτέλους” ή στο “Δεν Θα Ξαναγαπήσω”. Η Γλυκερία έδωσε όμορφες και δυνατές ερμηνείες στο “Ανεστάκι”, στα “Χρόνια Χελιδόνια” ή στο “Μάτια Μου Μάτια Μου”, έβαλε όμως στον εαυτό της πολύ δύσκολα όταν πήγε να αναμετρηθεί με τη Χαρούλα (“Τι Γλυκό Να Σ’ Αγαπούν”, “Όλες Του Κόσμου Οι Κυριακές”) και με τον Στράτο Διονυσίου (“Βρέχει Φωτιά Στη Στράτα Μου”, “Ο Σαλονικιός”). Ο Κώστας Μακεδόνας, χωρίς να είναι κακός, νομίζω πως δεν βρέθηκε στην καλύτερη ερμηνευτική του φόρμα ερμηνεύοντας τον “Τρελό” του Κόκοτα ή τα “Άγαλμα” και “Όλα Δικά Σου” του Πουλόπουλου. Η Μελίνα Ασλανίδου πάλι τραγούδησε με επίγνωση των ορίων της – τα ξέρει άλλωστε πια καλά τα κατατόπια του “Τι Σου ’Κανα Και Πίνεις” – οι Όναρ όμως, αν και στάθηκαν φιλότιμα, δεν βρήκα προοωπικά πως δικαιολόγησαν τη συμμετοχή τους στο “Σεβάχ Ο Θαλασσινός” και στο “Πες Πως Μ’ Αντάμωσες”. Συμπερασματικά, έχουμε σαφώς έναν ζωντανό δίσκο που στέκει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο – είναι τέτοια η κλάση των τραγουδιών και των πρωτοκλασάτων συμμετεχόντων ώστε δύσκολα θα προέκυπτε κάτι κατώτερο. Δεν έπεισε όμως, φοβάμαι, για την ανάγκη να (ξανα)ακουστούν στη δισκογραφία αυτά τα τραγούδια, ούτε και για το απαραίτητο της δισκογραφικής καταγραφής του αφιερώματος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ίσως ένας μονός δίσκος, με ευστοχότερη εκλογή των καλύτερων στιγμών του τριημέρου, να ήταν μια αρτιότερη και λιγότερο άνιση πρόταση.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured