Η περιστροφή ενός άλμπουμ πάνω σε ένα πικάπ με σταθερή ταχύτητα 33 1/3 στροφές το λεπτό, είναι μία κίνηση που σημάδεψε την ποπ κουλτούρα.
Οι εκδόσεις Οξύ, σε συνεργασία με το Avopolis, παρουσιάζουν με μεγάλη χαρά στο ελληνικό κοινό τη διεθνώς αγαπημένη μουσική σειρά βιβλίων ‘’33 ⅓’’, που επικεντρώνεται σε δίσκους-ορόσημα της ροκ –και όχι μόνο– μουσικής, από τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Led Zeppelin, τον Elvis Presley, τον Bob Dylan και τον Miles Davis μέχρι τους Joy Division, τους Public Enemy, τους Metallica, τον Tom Waits, τον Brian Eno και πολλούς ακόμη. Μέσα από συνεντεύξεις με δημιουργούς και συντελεστές, προσωπικές αφηγήσεις και διεξοδικές μουσικές αναλύσεις, συγγραφείς και κριτικοί συνεισφέρουν στη σειρά ‘’33 ⅓’’ φωτίζοντας το ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο του κάθε δίσκου, καθώς και άγνωστες πλευρές της σύνθεσης, της ηχογράφησης και της απήχησης των άλμπουμ που σημάδεψαν την παγκόσμια μουσική σκηνή, έδωσαν το έναυσμα για καλλιτεχνικά και κοινωνικά κινήματα, επέδρασαν καταλυτικά στη σύγχρονη μουσική ιστορία και κοσμούν διαχρονικά τις δισκοθήκες βινυλίου εκατομμυρίων μουσικόφιλων σε όλο τον κόσμο.
Συμπληρωματικά στη σειρά «33 1/3» οι εκδόσεις Οξύ συνεχίζουν τη δημιουργία μιας σειράς από μουσικές μονογραφίες ελληνικών άλμπουμ που έγραψαν τη δική τους, σπουδαία ιστορία. Κυκλοφορούν: το βιβλίο του Γιώργου I. Αλλαμανή για το εμβληματικό Φλου του Παύλου Σιδηρόπουλου και του γκρουπ Σπυριδούλα, του Χριστόφορου Κάσδαγλη για Το Βρώμικο Ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου, του Αλέξη Βάκη για τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι, του Θάνου Σαρρή για το Έγινε η απώλεια συνήθειά μας, τον πρώτο δίσκο των Διάφανων Κρίνων, ενώ στις 27 Ιανουαρίου κυκλοφορεί στις Εκδόσεις Οξύ και το βιβλίο της Φωτεινής Λαμπρίδη για τον Λαβύρινθο του Σωκράτη Μάλαμα (διαθέσιμο για προπαραγγελία).
Είναι ένα βιβλίο που με αφορμή αυτό το σημαδιακό άλμπουμ που ο Γιάννης Πετρίδης συγκαταλέγει στους 20 πιο σημαντικούς δίσκους που αφηγούνται τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, κάνει ένα κοντινό πλάνο στην εποχή που κυκλοφόρησε, στην Ελλάδα του λαιφστάιλ, του Χρηματιστηρίου και της πλαστής ευμάρειας. Φωτίζει τη συνθήκη και τις άγνωστες ιστορίες που γέννησαν αυτό το σημαντικό άλμπουμ, μέσα από καταθέσεις των πρωταγωνιστών του. Τραγούδια όπως «Τα Παιδιά μες την πλατεία», το «Είναι σκοτάδι», το «Άσε τα Ψέματα», «Το Γράμμα», «Ο Κήπος», συνεχίζουν να λάμπουν με την αλήθεια τους και την δύναμη τους, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά.
«Ο Λαβύρινθος είναι ένα γράμμα που έγραψα στον εαυτό μου» λέει o Σωκράτης Μάλαμας στη συνέντευξη που «κλείνει» αυτή την έκδοση. Έμελλε ωστόσο να έχει πολλαπλάσιους αποδέκτες αυτό το γράμμα όπως συμβαίνει συχνά στην τέχνη, ανθρώπους πέρα από τα σύνορα μιας γενιάς ή μιας ορισμένης διαδρομής και να αποτελέσει για πολλές και πολλούς από εμάς, εκτός από δίσκο-σταθμό και πυρήνα του έργου του, μεγάλο κομμάτι από το soundtrack μιας εποχής.
Για την ιστορία των τραγουδιών του Λαβυρίνθου που μετονομάστηκε σε «Σωκράτης Μάλαμας» αλλά και την εικόνα της εποχής που τα γέννησε μιλούν οι: Σ. Μάλαμας, Ντ. Ρίζου, Μ. Κανά, Κ. Θεοδώρου, Οδ. Ιωάννου, Μπ. Παπαδόπουλος, Χρ. Μέγας, Γ. Αθανασόπουλος, Θ. Κοροβίνης, Φ. Δεληβοριάς, Γ. Ι. Αλλαμανής, Σπ. Αραβανής, Αν. Πετρόπουλος.
Ακολουθεί, σε αποκλειστική προδημοσίευση, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:
Γιατί το ’90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δεν θα μας καταπιεί.
Τα παιδιά μες την πλατεία
Στίχοι, μουσική: Σωκράτης Μάλαμας
Πιάνω να ζωγραφίσω
τα παιδιά μες την πλατεία
σαν να ’ταν όπως πρώτα κι όπως θα ’θελα
Mα όλα αλλάζουν
και το χέρι μου αρπάζουν
Αλλάξανε τα χρώματα
τα λόγια και τα στόματα
τα μάτια μείναν ίδια
στα φώτα, στα παιχνίδια
Kάνω να ζωγραφίσω το
φεγγάρι που γυρίζει
ζεστό και σκονισμένο
από ταξίδι μακρινό
Τα μάτια μου θολώνουν κι
ο αέρας που αρμενίζει
μου λέει τραγούδι ξένο
τραγούδι αλλοπαρμένο
Άμα δεν είναι όπως τα θες δεν
έχεις λόγους κι αφορμές δεν
κάνεις βήμα
Όσα κοστίζουν μια δραχμή γι’
άλλους κοστίζουν μια ζωή Δεν
είναι κρίμα;
Δεν είναι κρίμα;
Kάνω ν’ αποφασίσω
σκαλοπάτι να πατήσω
θολές και σκονισμένες
μνήμες μου ζωντανές
Θεριά μου διψασμένα με
κορμιά παραδεισένια το
δρόμο σας κοιτάζω
ξυπνάω κι ανατριχιάζω
1996. Η Ελλάδα αλλάζει με ρυθμούς φρενήρεις, στοχοπροσηλωμένη στην ένταξή της στην ευρωζώνη, που θα επιτευχθεί τέσσερα χρόνια μετά. Κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας που ξεκινά με την πληγή του πολέμου του Κόλπου, η Αθήνα τραντάζεται ήδη από τους ήχους του μετροπόντικα, που σκάβει από το 1992. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης αναλαμβάνει την προεδρία του ΠΑΣΟΚ μετά την ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος πεθαίνει το ίδιο έτος. Προηγουμένως (τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου), ο Κώστας Σημίτης έχει κληθεί να αντιμετωπίσει την κρίση στα Ίμια, που θα προκαλέσει στους πολίτες τον φόβο ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Το χρήμα ρέει άφθονο και η λέξη «εκσυγχρονισμός» μπαίνει με φόρα στην καθημερινότητα, από τις γειτονιές των ευκατάστατων έως εκείνες της εργατικής τάξης. Το τρας διεκδικεί –και καταφέρνει– να φύγει από το περιθώριο, η έρευνα του περιοδικού ΚΛΙΚ δείχνει ότι οι νέοι ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, ενώ η Ακροδεξιά παραμένει περιθωριοποιημένη. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι ακόμα απειλή. Συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές του 1996 με κεντρικό σύνθημα «Ψηφίστε μας για να φοβηθούν» και απέσπασε μόνο 4.487 ψήφους (0,07%), Στους δρόμους και στα νυχτερινά κέντρα φιγουράρουν πανάκριβα αυτοκίνητα και η μόδα των ελληνάδικων είναι στο ζενίθ, με ουρές θαμώνων όλων των ηλικιών έξω από τα κλαμπ της εποχής μεσημέρι και βράδυ. Η εικόνα της Ελλάδας που γνωρίζαμε αρχίζει να ξεθωριάζει, αλλά δεν είναι ακόμα συνειδητό στην πλειοψηφία από τι τρέχει να γλιτώσει μεθυσμένο το πλήθος. Αρκεί η υπόσχεση μιας αέναης «ευμάρειας», η ελαφρότητα της «Κωστοπούλειας» τσιχλόφουσκας, το εκτυφλωτικό χρώμα που έδιωξε τη σέπια των ’80s και το γκάζι που ανεβάζει την ντοπαμίνη.
Η πολλά υποσχόμενη δεκαετία θα κλείσει –ή μάλλον θα σκάσει ως φούσκα– με το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου το 1999, που κατέστρεψε οικονομικά όσους είχαν ακολουθήσει την προτροπή του πρωθυπουργού να επενδύσουν εκεί τις οικονομίες τους, καθώς και με την επίσκεψη του πλανητάρχη Μπιλ Κλίντον, τον οποίο είχε ευχαριστήσει από το βήμα της Βουλής στα μέσα της δεκαετίας ο Κώστας Σημίτης για τη βοήθειά του στην επίλυση της κρίσης των Ιμίων.
Ήμασταν όμως ακόμα στα ’90s, και το «ευχαριστώ τις ΗΠΑ» δεν έμεινε αναπάντητο, γιατί ακουγόταν ακόμη ταπεινωτικό να ευχαριστεί κανείς δημόσια τους Αμερικάνους. Έτσι, οι κινητοποιήσεις είναι ηχηρές. Εξάλλου, οι αμερικανο-νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Σερβία είναι ακόμη πρόσφατοι και το αντιπολεμικό κίνημα στην Ελλάδα «βράζει». Ο αντιαμερικανισμός είναι τόσο διαδεδομένος στη χώρα, που οι πολιτικές νεολαίες των κομμάτων συμμετέχουν σύσσωμες –ναι, ακόμα κι οι νεολαίες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας– στις κινητοποιήσεις, που διαρκούν μέρες και συνοδεύονται με συλλήψεις και αστυνομική βία.
Το τέλος της δεκαετίας βρίσκει επίσης σύσσωμο τον καλλιτεχνικό κόσμο (από τον Γιώργο Νταλάρα και τον Λάκη Λαζόπουλο έως τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Νίκο Ζούδιαρη και τον Σωκράτη Μάλαμα, κι από εκπροσώπους της χιπ-χοπ σκηνής μέχρι λογοτέχνες όπως η Ιωάννα Καρυστιανή και η Μάρω Δούκα) να συμμετέχει στο αντιπολεμικό κίνημα και να διαμαρτύρεται μέσα από την πρωτοβουλία που ονομάστηκε «1η Μάρτη» για την παράδοση του κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτσαλάν από την ελληνική κυβέρνηση στους δυνάστες του, με συναυλίες που προσέλκυαν λαοθάλασσες.
Στα ’90s ανέτειλε ένας κόσμος που σε πολύ λίγο θα μας έπνιγε συλλογικά, ενώ ήταν ακόμη ζωντανός ένας κόσμος η απώλεια του οποίου μας θλίβει σήμερα. Μπορεί να είχαμε για καθρέφτη το θαμπό γυαλί της «ψευδοευμάρειας» και το σαχλό περιτύλιγμα ενός αβάσταχτου lifestyle, αλλά ήταν ακόμα δυνατό ένα συλλογικό αίσθημα ανθρώπων που τους ένωνε μια ελάχιστη έστω αντίσταση στην μποτοξαρισμένη, υπερκαπιταλιστική ζωή που ερχόταν με μανία από τη Δύση, σ’ ένα χρέος που αργότερα θα μας γονάτιζε. Όσοι ζήσαμε την εφηβεία και τη μετεφηβεία μας τότε, σκάσαμε ένα πικρό χαμόγελο διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα στο Deepfake (εκδόσεις Αντίποδες) του Μάκη Μαλαφέκα:
«Αυτή ήταν εξάλλου η γενιά μου. Άτομα που έζησαν στην τελευταία ελεύθερη κι ωραία εποχή, που την πρόλαβαν στο παρά πέντε. Κυκλάδες με εισιτήριο 1.500 δραχμές και-μη-σε-νοιάζει-τίποτα, κάποια σοβαρά ακούσματα και διαβάσματα και σημειώσεις με μολύβι και φλούο, συζητήσεις στο σκοτάδι για ένα μέλλον που υπάρχει και αύριο θα του ορμήσουμε, γιατί το ’90 έχει κίνηση κι έχει στυλ και το τρας του δεν θα μας καταπιεί, για ένα μέλλον που θα του δώσουμε να καταλάβει, που θα το πάρουμε όρθιο κόντρα στον τοίχο, λίγο μετά το σάιμπερπανκ και λίγο πριν τα κινητά, η τελευταία γενιά που έζησε κάτι μαζικά πριν περάσει στην επιβίωση, που ήταν εικόνα η ίδια πριν γίνει θέαμα, που πήρε τον εαυτό της λίγο λιγότερο σοβαρά απ’ όσο όλες οι άλλες, έτσι, γιατί μπορούσε».
Όσα από τα παιδιά αυτής της γενιάς δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν υπό τους ήχους του θριάμβου ενός ψεύδο-greek dream που ανέτελλε και δεν είχαν γοητευτεί από το χάσιμο που πρόσφερε η ηλεκτρονική trance και rave μουσική των ’90s που είχε κάνει δυναμικά την εμφάνιση της, είχαν ευτυχώς τους θύλακές τους: νέες αφίξεις από τη διεθνή μουσική σκηνή, στην οποία η ροκ αποδείκνυε ότι δεν είχε εκπνεύσει κάτω από το πάπλωμα της ποπ και της rap-house, τα μικρά βιβλιοπωλεία του κέντρου σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα δεκάδες εναλλακτικά μουσικά στέκια, μια πλούσια δισκογραφία που τροφοδοτούσε το χρήμα που έρρεε άφθονο, καθώς και τους καλλιτέχνες που τραβούσαν την κουρτίνα κι η ψυχή τους ποθούσε «ανοιχτά παράθυρα να τους χτυπά ο αέρας», μια εσωτερική γωνιά όπου δεν έφταναν οι ήχοι του κακόγουστου κοσμικού πανηγυριού. Είχαμε τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, τα Διάφανα Κρίνα και τις μπάντες που ακολούθησαν (από τα Υπόγεια Ρεύματα και τους Ενδελέχεια έως τους διαφορετικούς Κόρε Ύδρο και τον Τζιμάκο), είχαμε τροφοδοσία από αυτό που ονομάστηκε «έντεχνο» τραγούδι με άξιους εκπροσώπους που είχαν δώσει το στίγμα τους την προηγούμενη δεκαετία και συνέχιζαν, κι άλλους που έκαναν την εμφάνιση τους στην αυγή της δεκαετίας (Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Νίκος Ζούδιαρης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Ορφέας Περίδης, Φοίβος Δεληβοριάς κ.ά.), είχαμε καλλιτέχνες που πήγαιναν την παράδοση παρακάτω, αφίξεις ξένων καλλιτεχνών στα φεστιβάλ και τα κλαμπ κι έναν ισχυρό απόηχο από τα ’80s, που έφεραν τη διεθνή σκηνή πιο κοντά μας.
Κι επειδή δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι αν το τρας –η κατά τον Μάλαμα «αυτοκρατορία του light»– θα μας κατάπινε τελικά, όπως έγραψε ο Μαλαφέκας, κρατηθήκαμε γερά στις νησίδες μας και στήσαμε «σημαίες στις κορφές [μας] / για να φαίνονται οι αντοχές [μας]. Με μια πίστη μισή και στο χέρι μια ευχή / λίγη άμμο απ’ τις ακρογιαλιές [μας]».
Η ωραία μουσική κινητικότητα των ’90s.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πέτρου Δραγουμάνου, το 1996 κυκλοφόρησαν 1.145 ελληνικοί δίσκοι.
20.000.000 cd πουλήθηκαν ή προσφέρθηκαν από περιοδικά και εφημερίδες. Το cd έχει μπει στη ζωή μας μόλις λίγα χρόνια πριν, στις αρχές της δεκαετίας. Στην Ελλάδα η ραγδαία άνοδος των πωλήσεων του cd σημειώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και η πρώτη ελαφριά κάμψη άρχισε να παρουσιάζεται το 2006. Η συνολική δισκογραφική παραγωγή για τη δεκαετία 1990-1999 ήταν 10.241 δίσκοι. Η δεκαετία ξεκίνησε με δίσκους βινυλίου και τελείωσε με την απόλυτη κυριαρχία των cd στην ελληνική δισκογραφική αγορά. Το 1996 κάνουν την εμφάνισή τους στα στούντιο τα πρώτα ψηφιακά μηχανήματα, ενώ οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί παίζουν ακόμη βινύλια και γράφουν σε μπομπίνες. Ο κιθαρίστας και συνθέτης Μπάμπης Παπαδόπουλος, ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος Τρύπες, ο οποίος έπαιξε κιθάρες στον Λαβύρινθο, θυμάται την εποχή και τη μουσική κινητικότητα της Θεσσαλονίκης:
«Η δεκαετία του ’80, αλλά και του ’90 ακόμη περισσότερο, ήταν μια εποχή άνθισης της παραγωγής της ελληνικής δισκογραφίας. Στη Θεσσαλονίκη η δισκογραφική εταιρεία ΛΥΡΑ, με υπεύθυνη την Ντόρα Ρίζου, σε συνεργασία με το στούντιο Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου, είχαν διαμορφώσει έναν ήχο στο ελληνικό τραγούδι, αυτό που ονομάστηκε έντεχνο. Παράλληλα βέβαια υπήρχε μεγάλη παραγωγή από ροκ μπάντες. Αυτό που ονομάστηκε ‘ήχος της Θεσσαλονίκης’ είχε να κάνει με τη συνύπαρξη όλων αυτών σε έναν μικρό χώρο, την πόλη της Θεσσαλονίκης, που βοηθούσε την ανάπτυξή του».
«Το Αγροτικόν ήταν ένα στέκι για μας. Μπορεί να περνούσαμε για μια βόλτα και να συνέβαινε να παίξουμε σε κάποιον δίσκο που ηχογραφούσαν εκείνη τη μέρα. Ή με ένα τηλεφώνημα, πολύ εύκολα, να βρισκόταν ο μουσικός που χρειαζόταν στην ηχογράφηση εκείνης της μέρας».
«Αυτό που ονομάστηκε ‘σκηνή της Θεσσαλονίκης’ δεν πιστεύω ότι υπήρξε ποτέ. Υπήρχε ο χρόνος για να συναντιούνται οι άνθρωποι, υπήρξε ο ήχος που διαμορφώθηκε μέσα στο στούντιο του Νίκου, υπήρξε η ομάδα των μουσικών που ηχογραφούσαν. Και αναφερόμαστε σε μια ‘σκηνή’ που δημιουργήθηκε για μια 15ετία το πολύ, λόγω των συνθηκών εκείνης της εποχής.»Την ίδια εποχή, από την πλευρά των live εμφανίσεων στη Θεσσαλονίκη υπήρξε ο Μύλος. Ο Μύλος έκανε τη διαφορά στην πόλη. Ακούγαμε κάθε μέρα κάτι ενδιαφέρον από ελληνικές συναυλίες, αλλά και από τις μεγάλες συναυλίες ξένων καλλιτεχνών που, μετά την Αθήνα, έκαναν μια στάση στην πόλη μας».
«Αυτή η εποχή, που χαρακτηρίζεται από μια καλλιτεχνική ευδαιμονία και μια μεγάλη καλλιτεχνική παραγωγή, μαζί με τα ωραία πράγματα που ανέδειξε, ανέδειξε και ένα απέραντο κιτς. Πιο πολύ στον τρόπο ζωής. Γι’ αυτό μιλώ».
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος μιλάει για μια γενιά που είχε «τιγκάρει» από τη δηθενοκρατία της δεκαετίας του ’90, την οποία χαρακτηρίζει καταστροφική.
«Ήταν αυτή η νοοτροπία που οδήγησε στο φιάσκο του χρηματιστηρίου και σε ό,τι ζήσαμε μετά. Δημιούργησε την κουλτούρα ότι πρέπει να κυνηγήσουμε το χρήμα και ότι όλοι μπορούμε, χωρίς καμία δυσκολία, χωρίς κανέναν κόπο, να γίνουμε πλούσιοι και να τρώμε από τα έτοιμα. Από την άλλη, στη μουσική έγιναν και αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα. Πράγματα που μετά εντάχθηκαν σε ένα κοινό αισθητικό σύστημα και έγιναν κλασικά. Σήμερα φτάσαμε σε μια παρελθοντολαγνεία, η οποία καθόλου δεν μου αρέσει και δεν χρειάζεται να τη μεταδίδουμε στους νεότερους. Έχουν να κάνουν τις δικές τους μουσικές οι νεότεροι. Να δημιουργήσουν το δικό τους παρόν».
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν πιστεύει πως η σκηνή των ’90s γέννησε κάτι νέο.
«Αν βγήκε κάτι από εκείνη την εποχή, αυτό είναι ένα καινούργιο αισθητικό τοπίο. Όχι ένα νέο είδος. Δεν πιστεύω στην παρθενογένεση. Προχώρησε λίγο παρακάτω αυτό που ήδη υπήρχε. Τη δεκαετία του ’80 έγινε το άνοιγμα προς την Ευρώπη. Από την Ευρώπη μπήκαν με φόρα οι μουσικές βιομηχανίες στη χώρα. Ακούγαμε τα πάντα. Όλες τις καινούργιες κυκλοφορίες. Αρχές του ’80 έγιναν οι πρώτες μεγάλες συναυλίες ξένων καλλιτεχνών. Δηλαδή μόλις 10-15 χρόνια πριν από το 1996 για το οποίο συζητάμε. Αν αντιστοιχίσουμε τον χρόνο με σημερινά δεδομένα, είναι σαν να έγινε η πρώτη μεγάλη συναυλία στη χώρα το 2010! Τότε λοιπόν, στα ’80s, γίνεται μια κοσμογονική αλλαγή στη χώρα σε σχέση με τα νέα ακούσματα που έρχονται απ’ έξω. Οι επιρροές ήταν έντονες κι έγιναν γρήγορα ζυμώσεις. Ήταν λογικό να αναπτυχθεί στη συνέχεια κι εδώ η εγχώρια παραγωγή».
«Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής εκείνης είναι η εμφάνιση του ψηφιακού δίσκου. Η ψηφιοποιημένη μουσική ήταν το πρώτο εργαλείο εισόδου στον ψηφιακό κόσμο. Τα cd όμως στην Ελλάδα σιγά-σιγά κατήργησαν τα βινύλια. Το ’93 που πήγαμε στην Αγγλία με τις Τρύπες, πωλούνταν βινύλια στα δισκάδικα, αλλά εδώ υπήρχαν μόνο cd! Φάγαμε αμάσητο ό,τι μας ήρθε, χωρίς καμία επεξεργασία. Δεν είμαστε κι από τις χώρες με ιδιαίτερες αντιστάσεις».
Την ίδια δεκαετία ο Φοίβος Δεληβοριάς έχει αρχίσει στα είκοσι δύο του χρόνια να δείχνει το στίγμα του, έχοντας μάλιστα ηχογραφήσει το Η Ζωή Μόνο Έτσι Είν’ Ωραία έναν χρόνο πριν βγει ο Λαβύρινθος. Εκτός από την τέχνη του όμως, αγαπά και την έρευνα του ελληνικού τραγουδιού, και μαζί του επιχειρούμε μια βόλτα στα ’90s και στο κοινωνικό και μουσικό τοπίο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο δίσκος του Μάλαμα.
«Συχνά ερευνώ χρονιές του ελληνικού τραγουδιού, εν είδει χόμπι και ιδιωτικής έρευνας. Το 1996, λοιπόν, αν το ψάξει κανείς διεξοδικά, έχει τουλάχιστον 150 τραγούδια που τα τραγουδάμε ακόμα. Ακόμα και το λαϊκοπόπ της περιόδου έχει ενδιαφέροντα πράγματα. Δεν έβγαινε ακόμη από τις ‘οργουελικές στιχομηχανές’ –κατά την έκφραση του Αλέξανδρου Βούλγαρη– που γράφουν πλέον τα λαϊκά χιτάκια και δεν έχουν καμιά διαφορά το ένα από το άλλο».
«Η δική μας, η πιο προσωπικά δημιουργική όχθη – παρά την άνετη επικράτηση της λαϊκοπόπ αισθητικής– σε περικύκλωνε, ωστόσο, από παντού. Έβγαιναν συνέχεια τραγούδια για τα οποία μπορούσες να τσακωθείς, να τα λατρέψεις, να σου φανούν αδιάφορα στο πρώτο άκουσμα και μετά να τα ακούς όλη μέρα. Έβγαιναν δίσκοι που τους περίμενες, που είχαν γοητεία, που επιβάλλονταν στους εφήβους και συμπλήρωναν τις δισκοθήκες των πιο παλιών».
«Έχουμε μια έντονη αίσθηση του τρέχοντος, της ζωηρής παραγωγής, που διαπερνά τις τάξεις και τα διαμερίσματα. Ξέραν οι μεν τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά ή της Καίτης Γαρμπή, ξέραν οι δε τα τραγούδια των Κατσιμίχα ή του Περίδη. Τα Ξύλινα Σπαθιά, οι Τρύπες, τα Διάφανα Κρίνα είχαν φτιάξει μια τρίτη περιοχή που διέσχιζε σαν εναλλακτική Εθνική Οδός τη χώρα. Υπήρχε ένα ωραίο μουσικό πεζοδρόμιο, μια αίσθηση πιάτσας όπου και να γυρνούσες το κεφάλι σου».
Μέσα σ’ αυτή την ωραία κινητικότητα της δεκαετίας του ’90, «αφενός προς τον βαλκανικό ήχο κι αφετέρου προς τα λαϊκά ηχογραφήματα των δεκαετιών ’60 -’70», όπως λέει ο Δεληβοριάς, η Αθήνα άρχισε να δέχεται τον φρέσκο αέρα του βορρά. Μέσα από την αφήγησή του, θυμόμαστε πώς μπήκε ο Μάλαμας στη ζωή των νέων δημιουργών της εποχής.
[Αγορά]
Εισαγωγικό σημείωμα: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Το βιβλίο προλογίζει ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός Αποστόλης Καπαρουδάκης.
Η Φωτεινή Λαμπρίδη είναι στιχουργός και δημοσιογράφος. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικό τύπο, ραδιόφωνο και τηλεόραση. Στη δισκογραφία εμφανίστηκε πρώτη φορά στον δίσκο 13.000 μέρες του Σωκράτη Μάλαμα το 1998. Έχει εκδόσει το ποιητικό κείμενο Ανθίζω λίγο ακόμα και το παραμύθι Το μανταλάκι.
33 1/3: Μία σειρά βιβλίων για κορυφαίους δίσκους που διαβάζεται δυνατά