«Έκανε μια ζέστη, που ήταν ούτε σιρόκος ούτε λάβρα, μα σκέτη ζέστη. Ήταν σαν να’ χε περάσει το αεράκι ένα χέρι μπογιά τους κίτρινους τοίχους του συνοικισμού, τα λιβάδια, τα καρότσια, τα λεωφορεία με τον κόσμο να’ ναι σαν σαρδέλες μέσα και γραπωμένος στις πόρτες τους. Ένα χέρι μπογιά που ήταν όλη η χαρά και όλη η αθλιότητα που είχαν οι καλοκαιρινές νύχτες του σήμερα και τους χτες. Ο αέρας ήταν τεντωμένος σαν τόξο και βούιζε σαν το πετσί του ταμπούρλου. Τα κάτουρα, που’ χαν αυλακώσει το πεζοδρόμιο, είχαν μόλις στεγνώσει. Οι σωροί τα σκουπίδια τριβόντουσαν καβουρντισμένοι κι είχαν χάσει την μπόχα τους. Μόνο οι πέτρες μύριζαν και τα σύρματα, έχοντας ακόμη τη ζέστη του ήλιου, με τ’ απλωμένα παντού -τα πλυμένα και τα ήδη στεγνά από τη ζέστη- κουρέλια».
Τα Αλάνια, που εκδόθηκαν το 1955, ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του Pier Paolo Pasolini (1922-1975). Όταν κυκλοφόρησε, δέχθηκε τα πυρά πολλών κριτικών, τόσο δεξιών όσο και ορθόδοξων κομμουνιστών – αν και ο Pasolini ποτέ δεν έκρυψε τη συμπάθειά του για τον κομμουνισμό, κάτι που πλήρωσε με τη ζωή του. Οι φασίστες που τον δολοφόνησαν στις 2 Νοεμβρίου του 1975, τον μισούσαν τόσο επειδή ήταν -ανοιχτά και ακομπλεξάριστα- ομοφυλόφιλος, όσο και για τις κομμουνιστικές του πεποιθήσεις. Η Καθολική Εκκλησία προβλέψιμα χαρακτήρισε το μυθιστόρημα άσεμνο. Το βιβλίο απαγορεύτηκε για λίγο και ασκήθηκε δίωξη κατά του εκδότη Garzanti, τον οποίο τελικά δικαίωσε το δικαστήριο.
Γραμμένο υπό την εμπειρία της πρόσφατης μετακόμισης του Pasolini από την ιταλική επαρχία στη Ρώμη, το μυθιστόρημα, μέσα από τα σουλάτσα μιας παρέας πιτσιρικάδων, αποτυπώνει την πείνα και τον θυμό, την αταξία και την ανέχεια της μεγαλούπολης στη πρώτη δεκαετία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ζωή του μυθιστορήματος είναι η ζωή των δρόμων της πόλης, ενώ από τους δρόμους προέρχεται και η ωμή, μπασταρδεμένη, επιθετική γλώσσα του. Ο ιταλικός νεορεαλισμός συναντά τον παθιασμένο λυρισμό του συγγραφέα, και αναδεικνύει την αγάπη του για τις εργατικές συνοικίες της Ρώμης.
Ο Pasolini απεικόνισε την ιταλική αστική ζωή με όλη της την ομορφιά και την ωμότητα. Ο έρωτάς του Pasolini για την πόλη της Ρώμης ξεκίνησε το 1950, όταν ήταν 20 ετών. Είχε εγκατασταθεί εκεί μετά από ένα σκάνδαλο που αφορούσε τρία αγόρια στη μικρή πόλη Ραμουσκέλο, στην περιοχή του Φρίουλι. Η λατρεμένη μητέρα του Suzanna ήταν, όπως πάντα, μαζί του. Έζησε για ένα χρόνο περίπου φιλοξενούμενος μιας οικογένεια στην Piazza Costaguti, ενώ η μητέρα του δούλευε ως υπηρέτρια σε μια άλλη οικογένεια λίγες πόρτες πιο πέρα.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του στη Ρώμη έγινε φίλος με συγγραφείς όπως ο Alberto Moravia, ο Giorgio Bassani και ο Carlo Emilio Gadda. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1951, του προσφέρθηκε δουλειά καθηγητή στη σχολή Francesco Petrarca στο Ciampino, στα μακρινά περίχωρα της Ρώμης, την οποία ο βιογράφος του Enzo Siciliano περιγράφει ως «παραγκούπολη». Του προσφέρθηκε μισθός 27.000 λιρών το μήνα. Αν και ο μισθός ήταν χαμηλός, εξασφάλιζε ότι ο Pasolini και η μητέρα του θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να νοικιάσουν ένα σπίτι στη συνοικία Ρεμπίμπι. Άφησαν για λίγο πίσω τους τη Ρώμη και εγκαταστάθηκαν στο τραχύ και υποβαθμισμένο Ponte Mammolo.
Αυτή η μετακίνηση στα υποβαθμισμένα προάστια έμελλε να αλλάξει τη δημιουργική ζωή του Pasolini για πάντα. Καταρχάς επηρέασε καταλυτικά τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ως συγγραφέας. Ο Pasolini ανακάλυψε εκεί τις τοπικές διαλέκτους που μιλούσαν οι εσωτερικοί μετανάστες από την Καλαβρία, τη Νάπολη, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Πάντρεψε αυτές τις ντοπιολαλιές με τα επίσημα ιταλικά και με τις προσωπικές του ποιητικές ευαισθησίες, που είχαν επηρεαστεί βαθιά από την ποίηση του Dante.
Οι μαθητές του στο ερειπωμένο κτήριο στο Τσιαμπίνο ήταν ηλικίας μεταξύ 11 και 13 ετών και όλοι προέρχονταν από φτωχές, λαϊκές οικογένειες. Όπως τα Αλάνια στο μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχει μία ιστορία στο βιβλίο, αλλά πολλές διαδοχικές ιστορίες, ιστορίες για χωρισμούς, αδιέξοδα, φλογισμένες καρδιές, πρόωρους θανάτους∙ τραγικές ιστορίες στις οποίες ακολουθούν γρήγορα σκηνές κωμικής καταστροφής, πικρής σύγκρουσης, άγριας χαράς και συντριπτικής απογοήτευσης. Οι νεαροί χαρακτήρες του Pasolini δεν έχουν τίποτα να ανταλλάξουν παρά μόνο τη νεότητα, και ο αγώνας για να ζήσουν, πιο σωστά για να επιβιώσουν, είναι διαρκής. Κάνουν φασαρία, λεηλατούν, σκαρώνουν, κλέβουν. Όταν καταφέρνουν να κερδίσουν λίγα χρήματα. τα ξοδεύουν αμέσως. Αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι να προλάβουν να διασκεδάσουν όσο παραμένουν νέοι∙ να μην φθαρούν από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως οι γονείς τους. Έτσι, τα Αλάνια καυχιούνται και ανταγωνίζονται, η απελπισμένη αβεβαιότητα των ημερών και των νυχτών τους αντισταθμίζεται από την υπέροχη εφευρετικότητα των λόγων τους. Μια ληστεία αποθήκης, μια νύχτα τυχερών παιχνιδιών, το κυνήγι για σεξ: Ο κόσμος τους είναι ένας κόσμος σε σπασμούς, όπου οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να χτυπήσει μια καταστροφή.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Pasolini ανοίγει τις τελευταίες μέρες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ρώμη βρίσκεται σε ερειπωμένη κατάσταση. Η στρατιωτική αστυνομία είναι παντού. Ο Σγουρομάλλης, ο Λέρας, ο Μπελαλής, ο Τυρομούρης, ο Μαλλούρας, ο Τρυποκάρυδος, ο Ξετσιπωτος, ο Μπλάστρης, ο Βαρέλας, ο Χούφτας, ο Μπαρμπούνιας και οι υπόλοιποι πρέπει να ζουν μέρα με τη μέρα, με μόνο εφόδιο το μυαλό τους (τα παρατσούκλια των ηρώων προκύπτουν από ευφάνταστα ιταλικά λογοπαίγνια). Ένα σχολείο, που στεγάζει πολλές οικογένειες, καταρρέει ξαφνικά. Ο Σγουρομάλλης, ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, είναι όσο πιο αντιηρωικός γίνεται – κλέβει χρήματα από τυφλούς και από ευάλωτες ηλικιωμένες γυναίκες, πουλάει τον εαυτό του στους κήπους της Βίλα Μποργκέζε Έχει την πρόθεση να επιβιώσει σε μια κοινωνία που προσφέρει ελάχιστες ευκαιρίες για επιβίωση.
«[…] Κι ολόκληρες συμμορίες νεαρών που έκαναν αγώνες παραβγαίνοντας με τα μηχανάκια τους, Λαμπρέτες, Ντουκάτι ή Μόντιαλ, μισομεθυσμένοι, με τις φόρμες τους μες στο γράσο και ανοιχτές στο μαύρο τους στέρνο, αλλά και ντυμένοι στην τρίχα λες μόλις είχαν βγει από καμιά βιτρίνα της Πιάτσα Βιτόριο – ένα πελώριο στεφάνι γύρω από τη Ρώμη, ανάμεσα στη Ρώμη και στα χωράφια γύρω γύρω, μ’ εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές που έβριθαν μες στις λαϊκές τους πολυκατοικίες, στα προσφυγικά τους σπιτάκια ή στους ουρανοξύστες. Κι όλη αυτή η ζωή δεν υπήρχε μόνο στους συνοικισμούς αλλά και μέσα στη Ρώμη, στο κέντρο της πόλης…»
Ο Σγουρομάλλης εμφανίζεται συμβολικά τόσο στην αρχή και όσο και στο τέλος του μυθιστορήματος. Στην αρχή, τον βλέπουμε να κοινωνεί «με το μακρύ γκρι παντελόνι του και το λευκό πουκάμισό του» από τον ιερέα Don Pizzuto. Αντί να μείνει για να γιορτάσει αυτή τη θεωρούμενη ως σημαντική ημέρα στη ζωή ενός νεαρού Καθολικού, κάνει κοπάνα για να συναντηθεί με τους φίλους του. Στο τέλος, φεύγει από ένα τραγικό ατύχημα, μόνος και ανέκφραστος, φαινομενικά ανεπηρέαστος.
Το βιβλίο γράφτηκε ενώ άκμαζε ο ιταλικός νεορεαλισμός– τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. Ταινίες όπως ο Κλέφτης των Ποδηλάτων του Vittorio de Sica, το Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη του Roberto Rossellini και το Ο Ρόκο και τα αδέλφια του του Luchino Visconti, μαζί με τα μυθιστορήματα του Cesare Pavese και του Alberto Moravia, παραμένουν σημαντικά έργα εκείνης της περιόδου. Ανάμεσά τους, σουλατσάρουν αγέρωχα και τα Αλάνια, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής ιταλικής λογοτεχνίας, γραμμένο από έναν αλησμόνητο, πρωτοποριακό και ασυμβίβαστο δημιουργό.
Pier Paolo Pasolini, Αλάνια
Εκδόσεις Gutenberg, 2024
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
σελ: 399