Το κοινό σημείο και των δύο εδώ έργων του Μίκη Θεοδωράκη είναι ότι η απαρχή της σύνθεσής τους ξεκινάει στην ταραχώδη περίοδο του ελληνικού εμφυλίου (1946-1949), αλλά η ολοκλήρωσή τους πραγματώνεται λίγα χρόνια μετά, κατά τη δεκαετία του 1950, όταν ο συνθέτης βρισκόταν σε εξορία στην Ικαρία και στη Μακρόνησο. Στη συγκεκριμένη επανέκδοση ακούμε δύο ιστορικές εκτελέσεις: την πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα της Πρώτης Συμφωνίας από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 13/11/1955 (υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Παρίδη) και την ηχογράφηση του έργου Οιδίπους Τύραννος από συναυλία που πραγματοποιήθηκε στις 28/6/1970 στο Royal Albert Hall από τη London Symphony Orchestra, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη.Η Πρώτη Συμφωνία και συγκεκριμένα η πρόχειρη ηχογράφηση που ακούμε εδώ κρύβει πραγματικά μια συγκινητική ιστορία. Η ηχογράφηση έγινε από τον ίδιο τον πατέρα του συνθέτη, Γιώργο Θεοδωράκη, ο οποίος, εν μέσω δικτατορίας, όπως μας πληροφορεί και το σημείωμα της Δρ. Ιουλίας Λαζαρίδου-Ελμαλόγλου στη συγκεκριμένη έκδοση, έστειλε τη μαγνητοταινία στο Παρίσι, η οποία και δισκογραφήθηκε στα 1972. Το πρόβλημα όμως για έναν σύγχρονο ακροατή είναι ότι μέσω αυτής της ηχογράφησης δεν γίνεται κατανοητό στο σύνολό του, τόσο στα προτερήματά του όσο και στα ενδεχόμενα ελαττώματά του, το έργο στην πληρότητά του. Αν θα μπορούσα πάντως να κάνω ένα σχόλιο, θα έλεγα ότι η Πρώτη Συμφωνία του Μίκη Θεοδωράκη έχει πολλά χαρίσματα. Όμως με αυτό το έργο μάλλον ο νεαρός συνθέτης εκφράζει μια πληθώρα εκφραστικών τρόπων, χωρίς να κατασταλάζει σε μια συγκεκριμένη μουσική γλώσσα. Η αποτύπωση της ζωής του συνθέτη αλλά και των συμπατριωτών του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και του ελληνικού εμφυλίου είναι πάντως συνεπής μέσα από αυτό το έργο. Ή, όπως το λέει καλύτερα η Δρ. Λαζαρίδου-Ελμαλόγλου, «το έργο επιδιώκει να αποδώσει την προσωπική τραγωδία του συνθέτη, ενώ παράλληλα γενικεύει την προβληματική του με την επιμονή στη συνέχιση της ζωής και της πνευματικής πορείας». Ο Οιδίπους Τύραννος (1958) γράφτηκε για την τυφλή Ελλάδα που τραγικά, όπως λέει και ο ίδιος ο συνθέτης, πέφτει από το ένα λάθος στο άλλο. Το συγκεκριμένο έργο φαίνεται να έχει περισσότερο σχέση με τα γεγονότα του εμφυλίου και αποτελεί έναν συνεχή θρήνο. Όπως ο Οιδίποδας κερδίζει σε σοφία όταν χάνει το φως του, έτσι και ο κάθε Έλληνας του εμφυλίου δεν μπορεί παρά να αντλήσει πολύτιμα συμπεράσματα από την πολιτική συγκυρία. Στο βάθος, λοιπόν, υπάρχει μιαν ελπίδα. Η λύπη εδώ συνταιριάζεται με την αρμονία και η αρμονία με τη λύπη. Είναι ένα κομμάτι αισθαντικό, γλυκόπικρα λυρικό, μια πρόταση πέρα από το δωδεκαφθογγισμό και το τονικό ιδίωμα, μια μουσική έντονα θρησκευτική, η οποία στις μέρες μας θυμίζει συνθέτες που έχουν αντλήσει από τη λαϊκοθρησκευτική παράδοση, όπως είναι π.χ. ο Λετονός Arvo Part. Άλλωστε οι συνεχείς μεγάλες χρονικές αξίες θυμίζουν έντονα το βυζαντινό ισοκράτημα, όπως άλλωστε και το ίδιο το μουσικό υλικό παραπέμπει στη βυζαντινή θρησκευτική μουσική. Μόνο και μόνο για αυτό το κομμάτι θα άξιζε νομίζω να έχει κανείς αυτό το άλμπουμ. Ένα κομμάτι απλό, λιτό, ένας αξιοπρεπής θρήνος αυτογνωσίας που απελευθερώνει. Μια τελετουργία η οποία αποτελεί δημιουργική αντιμετώπιση της κατάντιας, ένα ελπιδοφόρο άνοιγμα, μια φυγή προς τα πάνω, ένα μελωδικό επιστέγασμα ελπίδας. Πολύ καλό κομμάτι. Κλείνοντας, το ενημερωτικό φυλλάδιο του CD είναι πραγματικά πολύ χρήσιμο και ενημερωτικό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured