Είναι πονεμένη περίπτωση τα ελληνικά rock γκρουπάκια. Εν έτη 2008 δεν λένε να ξεκολλήσουν από το κλισέ πρότυπο του ρακένδυτου κουλτουροαριστερού, που, τεχνηέντως, καθιέρωσαν στις εφηβικές μάζες οι Πυξ Λαξ. Με το υπολανθάνον σύνδρομο μιας απροσδιόριστης μελαγχολίας να ταλανίζει τα περισσότερα και με μια κοινότοπη αισθητική να τα χαρακτηρίζει από τον στίχο μέχρι τη ερμηνεία, κάθε λίγο και λιγάκι καταφτάνει στα χέρια μας μια, κατά τα άλλα καλοδεχούμενη, προσπάθεια ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να μας κοινωνήσουν το καλλιτεχνικό τους ζητούμενο. Και βρίσκω πάρα πολύ συμπαθές τον κάθε 16χρόνο με άλλους πέντε συνομηλίκους του να γρατζουνάνε τις κιθάρες τους, σκαρώνοντας παράλληλα και πέντε στιχάκια ψάχνοντας να βρουν και αυτά τη θέση τους στη φορεμένη κοινωνία των ενηλίκων. Όμως η απόσταση από τη μουσική μου εκτόνωση στο υπόγειο του μπαμπά μου μέχρι την κυκλοφορία ενός δίσκου, ο οποίος να διεκδικεί κομμάτι από αυτή την πολύ μικρή πίτα της ελληνικής δισκογραφίας είναι τεράστια.Το τονίζω ότι η ελληνική δισκογραφική αγορά είναι μικρή, διότι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο αριθμός καλλιτεχνών που μπορεί να δεχτεί, να αξιοποιήσει και να προβάλει είναι εξαρτώμενος της ζήτησης και κατ’ επέκταση της ανάγκης του κόσμου που καταναλώνει το παραγόμενο προϊόν. Άρα οι αναλογίες μεταξύ μουσικής παραγωγής και μουσικής κατανάλωσης μετατρέπονται σε δυσαναλογίες, όταν η πρώτη υπερβαίνει τα φυσιολογικά όρια. Πόσο μάλλον όταν το ειδικεύουμε πιο πολύ και μπαίνουμε στα άδυτα της νέας ελληνόφωνης rock σκηνής. Και μιας και δεν μιλάμε για φιστίκια, αλλά για καλλιτεχνικές απόπειρες, αλήθεια ποια τα κοινωνικά πλαίσια κάτω από τα οποία αρθρώνουν και δημοσιοποιούν τη μουσική τους τα ελληνικά rock γκρουπάκια; Υπάρχει κάποια ουσιαστική κοινωνική επιταγή που να δικαιολογεί αυτήν την αθρόα εμφάνιση δεκάδων ελληνικών συγκροτημάτων, τα οποία κατά έναν εκνευριστικό τρόπο αντιγράφονται μεταξύ τους και αναπαράγουν τα ίδια και τα ίδια; Στο ρητορικό ερώτημα απαντώ προς αποφυγή παρερμηνειών. Ναι, υπάρχει κοινωνική ανάγκη για μουσική έκφραση και δημιουργία, αλλά πράττεται με τόσο αναχρονιστικές μεθόδους από τους νεοεκολλαπτόμενους rockers, ώστε δυστυχώς την καθιστά ανεπίκαιρη και άνευρη. Κάπως έτσι φτάνουμε και στους Έρωτες Πολεμιστές. Νεόκοπο εξαμελές συγκρότημα που, όπως μας πληροφορεί το δελτίο τύπου, δημιουργήθηκε εδώ και έναν χρόνο. Ο Νίκος Μερτζάνος τραγουδά, ο Γρηγόρης Ρηγανάς και ο Θεόδωρος Τζόκας παίζουν κιθάρα, τραγουδούν και συνθέτουν μουσικές, ο Θανάσης Καρτάλης παίζει πλήκτρα, ο Γιάννης Κόκκινος παίζει μπάσο και υπογράφει τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια του cd και η εξάδα συμπληρώνεται με τον Κώστα Τσιφόπουλο στα τύμπανα.Δυστυχώς για τους Έρωτες Πολεμιστές ισχύουν όλα τα προλογικά γραφόμενα. Διαφαίνεται δηλαδή μια γενική μετριότητα σε όλους τους τομείς των τραγουδιών τους. Ο Γιάννης Κόκκινος γράφει τους στίχους στα δέκα από τα δεκατέσσερα τραγουδιών του δίσκου και δυστυχώς η γραφή του σκοντάφτει, από τη μία, σε τετριμμένες ερωτικού περιεχομένου κραυγές («όλα μέσα μου βουλιάζουν και στη μέση πάντα εσύ/ έρωτα μου, σου φωνάζω κράτησε μου την ψυχή» - “Όλα Μέσα Μου”), και από την άλλη προβαίνει απλώς σε κοινωνικά τσιτάτα, που ουδόλως σε απασχολούν («άρπαξε την ευκαιρία, η ζωή είναι αλητεία, άρπαξε την ευκαιρία, φεύγουν μόνα τους τα πλοία» -“Αλητεία”). Στο ομώνυμο δε τραγούδι “Έρωτες Πολεμιστές”, το πρώτο τετράστιχο «ένας-ένας λιγοστεύουν, σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα (sic!!)/ επάνω στο μεθύσι μου συγγνώμη δε τους είδα», δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια να αναθεωρήσεις την άποψή σου για τη συνολική στιχουργική του Κόκκινου. Από την άλλη, τα τραγούδια που υπογράφει ο Θεόδωρας Τζόκας είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένα και εμπνευσμένα, παρουσιάζοντας μια ωριμότερη γραφή από τον συνάδελφό του. Αυτή τη διαφαινόμενη υπεροχή του Τζόκα τη διαπιστώνεις και στα όσα κομμάτια αναλαμβάνει να ερμηνεύσει. Η φωνή του, πιο βαθιά και ώριμη, υπερτερεί μάλιστα του βασικού ερμηνευτή της μπάντας, Νίκου Μερτζάνου.Πάντως, αυτό που αντιλαμβάνεσαι καθώς ακούς τις μουσικές των παιδιών, είναι ότι το group κινείται πάνω σε δύο τροχιές διαφορετικών ταχυτήτων. Από τη μία, ο Τζόκας δείχνει, τηρουμένων των αναλογιών, να γνωρίζει καλύτερα τα της ελληνικής rock και χτίζει μια μουσική εικόνα η οποία δεν επαφίεται απλώς στην αντιγραφή των προτύπων του. Από την άλλη, τα υπόλοιπα μέλη εγκλωβίζονται ερμηνευτικά, μουσικά και στιχουργικά σε μια ξεπερασμένη εφηβική αισθητική, που εκ των πραγμάτων θα βρει ακροατήριο στις ηλικίες κάτω των δεκάξι. Αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτοί οι άνθρωποι συναντήθηκαν για να βγάλουν αυτό το cd χωρίς από πίσω να τους συνδέουν και πολλά πράγματα – ελπίζω να κάνω λάθος.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured