Έξι τραγούδια σε αγγλόφωνο στίχο (τέσσερα δικά τους και δύο διασκευές), σε μια κυκλοφορία που εκδόθηκε μεν από βρετανική εταιρεία, ανήκει όμως σε Έλληνες δημιουργούς. Και εν προκειμένω στους Killinnosense από τη Θεσσαλονίκη, μια μπάντα η οποία ξεχώρισε από το Coca Cola Soundwave 2 και ήδη έχει κερδίσει εντυπώσεις από τη live δραστηριότητά της στη συμπρωτεύουσα.
Οι Killinnosense επιδεικνύουν μια νοσταλγία για τα βρετανικά κυρίως 1980s (αλλά και πλευρές των βρετανικών 1990s), την οποία μετουσιώνουν σε συνθέσεις κυριαρχούμενες από μια «σκοτεινιά», με ευθείες παραπομπές άλλοτε στους Depeche Mode, άλλοτε στους Radiohead –υπάρχει και μια διασκευή στο “Creep”, για του λόγου το αληθές– ακόμα δε και στη συναισθηματική μετρονομία των Kraftwerk σε κάποιες περιστάσεις. Η μετουσίωση αυτή δεν αρκείται όμως στο φαίνεσθαι: οι μελαγχολικές ατμόσφαιρες των Killinnosense είναι άριστα δομημένες και η ποπ τους ουσιαστική, τραγούδια χτισμένα σε πράγματα που εύκολα επικοινωνούν με τον ψυχισμό του ακροατή και έχουν κάτι να του προσφέρουν –ειδικά σε στιγμές όπως το “Hope Departed”, το “Under Bellow” ή το “Nothing To Feel”.
Οι ενστάσεις που έχω για ό,τι άκουσα είναι για πράγματα τα οποία, λίγο-πολύ, μαστίζουν αρκετά νέα συγκροτήματα και συνήθως μόνο με τον χρόνο και με την «τριβή» ξεπερνιούνται. Αφενός δηλαδή, βρίσκω ότι η μπάντα δεν έχει ακόμα απογαλακτιστεί επαρκώς από όσα θαυμάζει και την έχουν καθορίσει. Μεταχειρίζεται άξια το ιδίωμα των επιρροών της, σε βάρος όμως της δικής της προσωπικότητας. Αφετέρου, η βασική ερμηνεύτρια χρειάζεται «γύμνασμα». Τα εφόδια τα διαθέτει, κατέχοντας μια φωνή γλυκιά και ζεστή, με καλή άρθρωση και προφορά στα Αγγλικά, η οποία συχνά αποδείχθηκε πολύτιμη αρωγός των συνθέσεων και συνέβαλλε σημαντικά στην ατμόσφαιρα του παρόντος EP. Εκφραστικά, όμως, είναι ακόμα άγουρη και ακούγεται να δουλεύει προς έναν μόνο τρόπο απόδοσης των συναισθημάτων: πράγμα που μπορεί π.χ. να είναι επαρκέστατο (και όμορφο) στην περίπτωση του “Nothing To Feel” ή του “Hope Departed”, αποδεικνύεται όμως καταστροφικό στις διασκευές, τόσο στο προαναφερόμενο “Creep”, όσο και στο “Hurt” των Nine Inch Nails –τραγούδια με τέτοιον συναισθηματικό πλούτο, ώστε χρειάζονταν μια διαφορετική και πιο πολυεπίπεδη ερμηνευτικά προσέγγιση, που πολύ σπάνια θα μπορούσε θεωρώ να επιδείξει ένα πρωτοεμφανιζόμενο στη δισκογραφία εγχώριο γκρουπ.
Παρά πάντως αυτές τις παρατηρήσεις, εδώ υπάρχει κάτι που αξίζει προσοχής και που αφήνει υποσχέσεις για το τι μπορεί ίσως να γίνει όταν «μεγαλώσει». Καλό θα ήταν, λοιπόν, να του δοθεί αυτή η ευκαιρία...