Ένας ορχηστρικός δίσκος είναι (σχεδόν) πάντα το απόλυτο που κυνηγούν τραγουδοποιοί και συνθέτες, σχεδόν από την αρχή της πορείας τους. Και ο Χρήστος Αλεξόπουλος, μέσα από μια σειρά θαυμάσιων προσωπικών δίσκων, είχε δώσει πολλές φορές αυτή τη βουβή υπόσχεση/δέσμευση, είτε απέναντι στο κοινό, είτε απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Η εσωτερικότητά του ως συνθέτη έχει διαφανεί ακόμα και κάτω από το στοχαστικό χιούμορ που ενδύει τα τραγούδια του, ενώ η κλασική παιδεία του αλλά και τα ορχηστρικά έργα του (τα οποία έχουν εκτελεστεί στην αλλοδαπή κυρίως) προμηνύανε ότι κάποια στιγμή θα προχωρούσε και σε ένα τέτοιο βήμα. Μαζεύοντας λοιπόν γύρω του γνωστούς και νέους συνεργάτες, έφτιαξε έναν δίσκο που σίγουρα θέλει τον χρόνο του.
Και τον χρειάζεται αυτόν τον χρόνο διότι, σε πρώτο επίπεδο, πρέπει κάποιος να αφουγκραστεί τις επιστρώσεις (νοητικές και οργανικές) των συνθέσεων. Υπάρχει βέβαια το εξής αντιφατικό: ακόμα και τα πλέον εξέχοντα tracks του δίσκου έχουν αρετές κρυμμένες –η πολυεπίπεδη παραγωγή του ίδιου του Αλεξόπουλου και του Γιώργου Πρινιωτάκη βοήθησε σε αυτό. Το τρυκάζ είναι άλλωστε ένα παιχνίδι στο οποίο αρέσκεται ο Αλεξόπουλος, είτε αυτό υπάρχει στο οπισθόφυλλο του δίσκου όπου ο ίδιος ποζάρει με την περίφημη Κραυγή στο T-shirt (το παγκόσμιο σύμβολο δηλαδή της βωβής απόγνωσης), είτε στους τίτλους, όπως αναγράφονται σε διάφορες γλώσσες. Ειδική μνεία παρεμπιπτόντως πρέπει να γίνει για το θαυμάσιο παίξιμο του Μάριου Δαπέργολα στη βιόλα, ενώ αντιθέτως –και εδώ μπαίνουμε και πάλι στο αντιφατικό που λέγαμε παραπάνω– το άλτο του Δημήτρη Βασιλάκη αποτυγχάνει στη σύνθεση “Royal Crush”, λόγω υποθέτω των οδηγιών του Αλεξόπουλου στην ενορχήστρωση και όχι φυσικά λόγω αστάθειας του βιρτουόζου σαξοφωνίστα.
Το “Royal Crush” είναι μάλιστα ένα χαρακτηριστικό σημείο του Βουβό, γιατί αναδεικνύει τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στο σύνολο της δουλειάς αυτής. Προσπαθώντας δηλαδή να σαρκάσει ο Αλεξόπουλος ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής –τη λεγόμενη elevator music– δεν ανατρέπει των κώδικα παρά μόνο με μερικές πινελιές στα έγχορδα, αποτυγχάνοντας να κάνει τον ακροατή κοινωνό των προθέσεών του. Δεν είναι νομίζω τυχαίο ότι ο Βασιλάκης, στην αμέσως επόμενη σύνθεση (“Historia Perseritet”), παραδίδει σαξοφωνικά μαθήματα. Επιπλέον, έχω την εντύπωση ότι κάποιες μελωδικές γραμμές τις κυνήγαγε πολλά χρόνια ο Αλεξόπουλος, όχι σε επίπεδο σύλληψής τους, αλλά σε επίπεδο οργάνωσης και έκφρασής τους προς τα έξω. Γι’ αυτό και ενίοτε ακούμε μελωδίες στις οποίες ο ίδιος ο συνθέτης έχει πάει πιο πέρα από αυτές ήδη στις προηγούμενες δουλειές του. Βέβαια η έλλειψη στίχων (από τα μεγάλα ατού του Αλεξόπουλου) έχει δώσει τη θέση της σε μία αναδιοργάνωση της λογικής του δημιουργού στις ενορχηστρώσεις: περισσότερα διάσελα και κορυφώσεις, υπόγειες πολλές φορές. Και σαφέστατα δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε να κάνουμε μνεία στην εκπληκτική, πραγματικά, σύνθεση “Oceans Will Rise”, η οποία και ανοίγει το Βουβό. Υψηλών οκτανίων, που ευτυχώς βρίσκει συνέχεια και παρακάτω, ειδικότερα στο ανατρεπτικό και στωικό συνάμα “Ruins And A Sheet Of Flame”, δικαιώνοντας τον Αλεξόπουλο ως έναν από τους επιφανέστερους μουσικούς της γενιάς του. Εντύπωση την οποία ενισχύουν και οι δύο τελευταίες συνθέσεις του δίσκου. Η πρώτη (“Πολίτες Στα Μαύρα”) ακολουθεί μια «κλασική» για τον συνθέτη λογική ανάπτυξης της μελωδίας, όπου η μοναξιά που πηγάζει από το πιάνο του ίδιου και το θαυμάσιο τρομπόνι του Χρήστου Αλεξάκη δεν κλονίζεται ούτε από τα εμβόλιμα σκαψίματα της φαζαρισμένης κιθάρας του Socos. Η δεύτερη πάλι σύνθεση (“Τα Λέμε Κι Αύριο”) εμπεριέχει τον δεσμό που υπερασπίζεται χρόνια τώρα ως καλλιτεχνική περσόνα ο Αλεξόπουλος: τη σύζευξη δηλαδή απλότητας, παιδικότητας, πολιτισμικού DNA και απόλυτα σύγχρονης δημιουργικότητας.
Γι’ αυτό και το Βουβό, έστω και με τις παραπάνω ενστάσεις μου, πρέπει τελικά να λογίζεται ως βήμα, παρ’ όλο που δικαιούμαστε, πιστεύω, να ζητάμε από τον Αλεξόπουλο βήματα ακόμα πιο τολμηρά.