Οι Χαΐνηδες κι όλο το τσούρμο τούτης της πολύχρωμης παράστασης όργωσαν για έναν χρόνο ολόκληρη τη χώρα φορτωμένοι όργανα, χορογραφίες, ακροβατικά και φιγούρες θεάτρου σκιών. Μια απ’ τις διάφορες μορφές που πήρε η Κάθοδος Των Σαλτιμπάγκων καθώς εξελισσόταν  – πιθανολογώ η πιο πληθωρική – καταγράφεται στο παρόν live απ’ το θέατρο Βράχων. Η πληθωρικότητα, πέραν του έτσι κι αλλιώς πολυσυλλεκτικού ηχητικού περιεχομένου, έγκειται στην ενεργητική παρουσία των Mode Plagal καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς ανάμεσα στα σταθερά μέλη της παράστασης, αλλά και στην από μικροφώνου συμμετοχή της Μάρθας Φριντζήλα, του Κωστή Αβυσσινού και του πολυφωνικού σχήματος των Σανάδων.    Αυτά για να βγουν απ’ τη μέση τα αμιγώς πληροφοριακά και να πιάσουμε τα πραγματικά ενδιαφέροντα. Δεν ξέρω κατά πόσο σας κεντρίζει ή πολύ περισσότερο σας αφορά η συζήτηση περί ανανεωτών και νοσταλγών της ελληνικής μουσικής παράδοσης (αλλά και της κάθε παράδοσης), προσωπικά πάντως της προσδίδω διαστάσεις ζωτικής σημασίας για κάθε πολιτισμική κληρονομιά. Ειδικά σε αυτούς τους καιρούς της παγκοσμιοποιημένης  ομογενοποίησης, του μαζικού πιθηκισμού Δυτικών προτύπων κρυμμένων χοντροκομμένα πίσω από ψευδαισθήσεις προσωπικής μοναδικότητας και των λοιπών συνδρόμων «χωριάτικης» μεγαλομανίας. Οι Χαΐνηδες, αντίθετα, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα επαναδιαπραγματεύονται (ή έστω απλά αναπαράγουν) τις μουσικές του νησιού τους κι αυτό από μόνο του κουβαλάει την αξία του, άσχετα με το ποιοτικό επίπεδο του παραγόμενου αποτελέσματος. Αν θέλετε την άποψή μου, πάντως, οι κυκλοφορίες τους συνήθως ρέπουν υπερβολικά προς τη νοσταλγία με αποτέλεσμα να αυτο-υπονομεύουν το πέρασμά τους στην πλευρά της ανανέωσης – χωρίς η τελευταία να αποτελεί πανάκεια. Σημειώνω, ωστόσο, πως η εν λόγω γραμμή είναι αρκετά θολή, όχι όμως ανύπαρκτη, και ότι ο καθένας έχει την τάση να τη μετακινεί κατά πως ταιριάζει στην αισθητική του. Πέρα όμως από αποδελτιώσεις και ακαδημαϊκότητες, έχουμε με μια ζωντανή ηχογράφηση να ασχοληθούμε και μάλιστα τέτοια που να μας χαρίζει εν τέλει κάμποσα χαμόγελα απόλαυσης. Η κεντρική της ιδέα περιστρέφεται σταθερά γύρω από ένα πολυπολιτισμικό σταυροδρόμι το οποίο φιλοδοξεί να ενώσει μουσικές παραδόσεις της ελληνικής επικράτειας (κι όχι μόνο), με τον rock ηλεκτρισμό και την αυτοσχεδιαστική φύση της jazz. Άσε τα ξύλινα μουσικογραφιάδικα θα μου πείτε και προχώρα στο προκείμενο. Καθένας στο κάτω-κάτω μπορεί να διαλέξει μερικά τραγούδια με ευρύτητα πηγών και αρκετοί απλά να τα αναπαράγουν συμπαθητικά. Απαντάω λοιπόν: δεν πρόκειται περί αυτού στην περίπτωσή μας. Εδώ φυσάει δροσιστικό αεράκι, υφίσταται σταθερή κοινή βάση και στιβαροί αρμοί – αναφέρομαι στον κρητικό τρόπο των Χαΐνηδων και τη γνωστή ανανεωτική ματιά των Mode Plagal – για να επανατοποθετήσουν και να ενοποιήσουν αισθητικά πέραν των εγχώριων, τραγούδια της Κάτω Ιταλίας (“Καληνύφτα”) με παραδοσιακά βουλγάρικα (“Ergen Deda”), αλλά και επιλογές απ’ τη δισκογραφία των δυο συγκροτημάτων.      Σίγουρα δεν είναι οι μοναδικές άξιες λόγου, αλλά θέλω να σταθώ σε δυο ιδιαίτερες στιγμές της παράστασης προς αποφυγή γενικολογιών. Αναφέρομαι στη διασκευή που επιφυλάσσεται στο “Μαύρο Μου Χελιδόνι”, ένα πονεμένο θρακιώτικο της ξενιτιάς, και στον “Λέρικο”, το λέει τ’ όνομά του, με τον οποίο ξανακαταπιάνονται οι Mode Plagal, τούτη τη φορά με παρέα. Το πρώτο το προσεγγίζουν οι Σανάδες με τις πολυφωνικές αρμονίες τους, θηλυκά, παραδοσιακά και σύγχρονα μαζί, για να αφεθεί ύστερα σ’ ένα σχεδόν cool jazz σβήσιμο. Το δε δεύτερο σε γραπώνει απ’ ευθείας με το βουκολικό γοτθισμό του πρώτου τετράστιχου («Βλέπω τον κάμπο πράσινο, κι ειν’ η καρδιά μου μαύρη, κι όποιος μου την εμαύρισε, απ’ το Θεό να τα ’βρει»), και σε σέρνει σιγά-σιγά μέσα σ’ ένα σύννεφο από πεντοζάλια και πειραγμένες υπαίθριες κλίμακες. Πραγματική απόλαυση.  Τυλίγω το σεντόνι, σχολιάζοντας την καταγεγραμμένη ομολογία των Χαΐνηδων, η οποία αφορά την ψηφιακή επεξεργασία της παράστασης πριν την κυκλοφορία της. Η αποδοχή του σχεδόν αυτονόητου σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να χαρίζει λίγους πόντους σεβασμού, ούτε κατά διάνοια, πάντως, δεν υποκαθιστά την απούσα αίσθηση πως απολαμβάνουμε μια ζωντανή συναυλία. Δεδομένων όλων αυτών σίγουρα το μετανιώνω που δεν συγχρονίστηκα με μια απ’ τις στάσεις των σαλτιμπάγκων, ωστόσο δηλώνω αρκετά καλόβολος για να τη βγάλω με τούτο το – αν μην τι άλλο απολαυστικό – διπλό άλμπουμ.                                               

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured