Τα συγκεκριμένα 2 έργα του Μίκη Θεοδωράκη έχουν τόσο χρονική ενότητα όσο και μουσική. Κατά πρώτον γράφτηκαν μεταξύ 1967 και 1969 σε φυλακές και εξορίες, όπου βρέθηκε ο δημιουργός, και κατά δεύτερον αποτελούν και τα δύο μελοποιήσεις ελληνικού ποιητικού λόγου με τη συνδρομή ορχήστρας Δυτικού τύπου και ελληνικών λαϊκών οργάνων. Στην περίπτωση του έργου Πνευματικό Εμβατήριο, ο εξαίρετος πραγματικά ποιητής που μελοποιείται είναι ο Άγγελος Σικελιανός, του οποίου τα κείμενα υπάρχουν και στο ενημερωτικό φυλλάδιο της έκδοσης – και θα άξιζε να τα διαβάσει κανείς αυτούσια. Το Πνευματικό Εμβατήριο είναι το άλλο λαϊκό ορατόριο του συνθέτη – πέρα δηλαδή από το Άξιον Εστί – με τη διαφορά ότι αυτό σχεδόν δεν έχει αυτούσια ορχηστρικά μέρη, καθώς η μουσική τάσσεται αποκλειστικά στην υπηρεσία του λόγου. Ακούγοντας λοιπόν την ιστορική ηχογράφηση της συναυλίας του 1970 στο Royal Albert Hall του Λονδίνου (με τη London Symphony Orchestra και δύο πολύ καλά αγγλικά χορωδιακά σύνολα, υπό τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη) ανακαλύπτεις, 38 χρόνια μετά, τα εξής: την εξαιρετική δεινότητα λαϊκών τραγουδιστών όπως είναι η Μαρία Φαραντούρη και ο Αντώνης Καλογιάννης, οι οποίοι ερμηνεύουν πολύ καλά μια απαιτητική για τα μέτρα τους παρτιτούρα (ο Καλογιάννης υπήρξε ένας βαρύτονος με σπάνια χροιά, κρίμα που η φωνή του «καταστράφηκε» πρόωρα). Όπως ανακαλύπτεις και την ικανότητα του Χρήστου Πίττα να κάνει μια ενδιαφέρουσα αλλά κυρίως συμβατή στο ύφος του Θεοδωράκη ενορχήστρωση, που αναδεικνύει το όλο εγχείρημα ακόμα περισσότερο. Πολύ ενδιαφέρον το μέρος IV του έργου, όπου η μελοποίηση της λέξης «Ελλάδα» σκορπίζει πλήθος συναισθηματικών χρωμάτων στον αέρα. Σημαντικότατο όμως το μέρος VI, όπου, πέρα από την ωραία μελωδία, η επιμονή του συνθέτη στις ψηλές νότες αποτυπώνει την πρόθεσή του να αναπαραστήσει μουσικώ τω τρόπω την ανάταση-ανάσταση του ανατέλλοντος ηλίου της Ελλάδας, αυτόν τον «άγιον ίλιγγον» της πνευματικής δημιουργίας. Το έργο Κατάσταση Πολιορκίας είναι η μελοποίηση του ποιήματος της Ρένας Χατζηδάκη (το πραγματικό όνομα που κρύβεται κάτω από το ψευδώνυμο «Μαρίνα»), που έγραψε η ίδια στις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ και έδωσε στον συνθέτη η συγκρατούμενή της Σύλβα Ακρίτα. Η όλη μελοποίηση ανήκει στην κατηγορία «τραγούδι-ποταμός» - πράγματι, στο πρώτο μέρος είναι δύσκολο κάποιος να διαφύγει του βαρετού και άτεχνου ακούσματος, το οποίο επιτείνεται ακόμα περισσότερο από την εξίσου ατυχή ενορχήστρωση του Γιάννη Μαρκόπουλου, που λίγο με την κακή (έως καταχρηστική) χρησιμοποίηση των κρουστών οργάνων και λίγο με την επιμονή να χρησιμοποιεί τους ίδιους οργανικούς συνδυασμούς (π.χ. τσέμπαλο και τσέλο) κάνει το άκουσμα δύσκολα υποφερτό. Το δεύτερο μέρος του έργου είναι ανεκτά λυρικό, ενώ το τρίτο έχει μια τόσο ενδιαφέρουσα πολυρρυθμία και κινητικότητα μελωδική ώστε σε κρατάει μέχρι την τελευταία συγχορδία. Ένα επικό άσμα που καγχάζει μπροστά στην σιδερόφρακτη εξουσία.  Αν κάποιος μπορεί να βγάλει κάποιο συμπέρασμα από τα παραπάνω, είναι το πόσο σημαντική είναι η επιλογή του ενορχηστρωτή ή και ακόμα και η ίδια η ενορχηστρωτική εργασία, καθώς σε αυτήν οφείλεται είτε η απογείωση ενός έργου, είτε το κοινώς λεγόμενον χαντάκωμά του. Επίσης οι ιστορικές ηχογραφήσεις αποπνέουν την ατμόσφαιρα της εποχής, την οποία, όσο και περασμένη να τη θεωρούμε, τόσο μουσικά όσο και κοινωνικά είναι αενάως επαναδιαπραγματευόμενη…      

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured