«Μα σαν τις πρώτες τις αγάπες που επιστρέφουνε, συνέχεια φεύγω μακριά σου κι όλο έρχομαι», λέει στο “Απέραντο Κενό” η Άλκηστις Πρωτοψάλτη – το μόνο τραγούδι που μου άρεσε από τον τελευταίο της δίσκο Στο Ωραιότερο Σημείο. Και βρίσκω ότι αυτός ο στίχος σκιαγραφεί και τη δική μου σχέση μαζί της καθώς ακούω τούτο το best of, το οποίο φιλοδοξεί – και σχεδόν πετυχαίνει – να κλείσει τριάντα χρόνια καριέρας σε τρία cd. Αφήνοντας έξω τον προαναφερθέντα δίσκο και το αμέσως προηγούμενο live με τη Δήμητρα Γαλάνη στο Vox, το Κι Είμαστε Ακόμα Ζωντανοί πιάνει το νήμα της καριέρας της Πρωτοψάλτη από τα άγουρα χρόνια του 1977 και την πρώτη επιτυχία “Πάει Η Αγάπη Μου” και το οδηγεί στο 2008 και σε κάποιες (αποκλειστικές για τούτη τη συλλογή) επανεκτελέσεις σε ακουστικό ύφος, με μόνη συνοδεία το πιάνο του Στέφανου Κορκολή – με τον οποίον ήδη τρέχει και η πιο πρόσφατη ζωντανή συνεργασία της. Ως έναν βαθμό, η καριέρα της Πρωτοψάλτη είναι άμεσα συνυφασμένη με μία από τις πιο λαμπρές σελίδες (αν όχι τη λαμπρότερη) του ελληνικού τραγουδιού στα πρόσφατα χρόνια, όταν ήταν διάχυτη η πίστη πως η κληρονομιά των μεγάλων λαϊκών και έντεχνων δημιουργών μας θα είχε συνέχεια στον χρόνο, με άξιους διαδόχους σε σύνθεση και στίχο. Γι’ αυτό και ένα μεγάλο μέρος των όσων περιέχονται στο πρώτο και δεύτερο cd στέκονται υπεράνω βαθμολογιών και δεν θα μπω έτσι σε κανέναν κόπο να κάνω συστάσεις για τη “Μαλάμω”, το “Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ”, το “Δικαίωμα”, τα “Λαϊκά”, το “Θεός Αν Είναι”, το “Ζήτα Μου Ό,τι Θες”, το “Χειροκρότημα”, το “Βενζινάδικο”, τον “Βράχο” ή το “Ανθρώπων Έργα”. Αν αγνοείτε αυτά τα τραγούδια ή αν τα έχετε πάρει ελαφρά και αψήφιστα, έχετε κάνει μεγάλο λάθος και καμία κριτική δεν μπορεί δυστυχώς να διορθώσει ό,τι είστε ανίκανοι (ή υπερβολικά κολλημένοι) ώστε να νιώσετε από μόνοι σας. Γιατί η συνεργασία της Πρωτοψάλτη με τον Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου υπήρξε από τα συγκλονιστικότερα πράγματα τα οποία συνέβησαν στο ελληνικό τραγούδι των τελευταίων χρόνων, εισάγοντας νέα δεδομένα και αναπροσαρμόζοντας τόσο την έννοια του «έντεχνου» και του «κύκλου τραγουδιών», όσο και αυτή της νυχτερινής διασκέδασης – γιατί πιστώνω και στους τρεις τους την τελευταία σοβαρή απόπειρα να αντιπαραταχθεί ένα λαϊκό, ουσιαστικό μα διόλου μίζερο αντίβαρο στο χάλι των σκυλάδικων. Κανένα best of, ακόμα και ένα τόσο καλοστημένο και ενδελεχές σαν κι αυτό, δεν είναι λοιπόν σε θέση να υποκαταστήσει τον πλούτο και τη διαχρονική γοητεία δίσκων όπως το Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ, το Ανθρώπων Έργα ή το Παραδέχτηκα, όντας καταδικασμένο να αφήσει πράγματα απ’ έξω. Όπως, εν προκειμένω, την αυθεντική εκτέλεση του εξαίσιου “Η Δουλειά”, ή το δίδυμο, θα έλεγα, αδερφάκι αυτής, “Το Σίδερο”. Δεν είναι βέβαια τα μόνα που λείπουν από εδώ, αλλά, τέλος πάντων, αποτελεί δεδομένο ότι κανένα best of δεν μπορεί να τα χωρέσει όλα. Κάπου στο δεύτερο cd αρχίζει η καταγραφή της μετα-κραουνακικής φάσης της Πρωτοψάλτη, όταν από την προαναφερόμενη τριπλέτα απέμειναν μόνο αυτή με τη Νικολακοπούλου και στο παιχνίδι μπήκε ο Νίκος Αντύπας. Μαζί του η Πρωτοψάλτη έδειξε να εγκαινιάζει μια νέα, διαφορετική, μα εξίσου επιτυχημένη και αρκετά υψηλής στάθμης πορεία, όπως την κατέγραψε ο τελευταίος πραγματικά σημαντικός δίσκος της, Σαν Ηφαίστειο Που Ξυπνά, και τραγούδια όπως η “Λάβα” ή το “Διθέσιο”. Αλλά το σοκ του εντελώς άνευρου άλμπουμ Υδρόγειες Σφαίρες – το οποίο, ορθώς, εκπροσωπείται εδώ μονάχα από το “Όστρακο” – σήμανε την ανάγκη νέων, δραστικών αποφάσεων για την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Τις νέες αυτές αποφάσεις τις καταγράφει, γλαφυρότατα μα και λίγο φλύαρα, το τρίτο cd της συλλογής, το οποίο ναι μεν δεν αφήνει έξω καμία από τις πιο πρόσφατες επιτυχίες της Πρωτοψάλτη (“Όλα Αυτά Που Φοβάμαι”, “Ο Άγγελός Μου”, “Ροζ Γραβάτα”, “Τράβα Σκανδάλη” ή το ντουέτο με τη Natacha Atlas και τον Mario Reyes “Ya Habibi”), καταλήγει όμως να εκπροσωπεί το άνισο Πες Μου Θάλασσα με 7 επιλογές, περισσότερες από όσες έδωσε στα Κυκλοφορώ Κι Οπλοφορώ, Ανθρώπων Έργα και Παραδέχτηκα – σοβαρό, θεωρώ, ατόπημα δόμησης εκ μέρους των συντελεστών της συλλογής. Επί της ουσίας, στα χρόνια αυτά η Πρωτοψάλτη δεν έπαψε να λέει ωραία τραγούδια (σαν π.χ. την “Kαταιγίδα” ή τις “Εφτά Ζωές”), έπλευσε όμως κι αυτή αφενός προς τη μεσοβέζικη μόδα των πολυσυλλεκτικών δίσκων και αφετέρου προς μια κατεύθυνση διατήρησης του στάτους της ως επιτυχημένης τραγουδίστριας (κάτι που κατόρθωσε απόλυτα), η οποία δεν συμβάδισε πάντοτε με ποιοτικές επιλογές – με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πρόσφατα ταξίδια στη...Χαβάη. Ως ερμηνεύτρια, βέβαια, ούτε λόγος για το πόσο στιβαρή και υπέροχη παρέμεινε, ακόμα και στις πιο αποτυχημένες επιλογές ρεπερτορίου. Δεν θα σας κουράσω άλλο με τις πραγματείες μου. Με το παρόν best μπορεί να μην συμφιλιώθηκα με τις επιλογές της Πρωτοψάλτη από το 2000 και έπειτα, τις περισσότερες των οποίων θεωρώ υποδεέστερες της κλάσης της, όμως δεν μπόρεσα τελικά να κρατήσω κακίες και πικρίες αντικρίζοντας συμμαζεμένη και τακτοποιημένη την πορεία μιας τέτοιας, αληθινά σπουδαίας, τραγουδίστριας. Πόσο μάλλον όταν για μεγάλο διάστημα η τελευταία υπήρξε τόσο στενά συνυφασμένη με σημαντικά αριστουργήματα, τη δύναμη των οποίων δεν γίνεται να ακυρώσει κανένα “Πάμε Χαβάη” και κανένα “Όλα Αυτά Που Φοβάμαι”. Δεν πιστεύω στα best of – αφήνουν πάντοτε απέξω το όλον, για όσους ασχολούνται συστηματικά και σε βάθος με τη μουσική – εφόσον όμως δεν ανήκετε στους τελευταίους και εφόσον η δισκοθήκη σας αναζητά μια οικονομική και περιεκτική λύση για το κεφάλαιο Άλκηστις Πρωτοψάλτη, τότε επενδύστε σε αυτή την έκδοση, παραβλέποντας το σαχλό artwork.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured