Στη σχετικά πρόσφατη κριτική στον split δίσκο των Eventless Plot με τους Goodluck Mr. Grosky, αναφέρθηκε η σημαντικότητα (από μουσική αλλά και κοινωνιολογική άποψη) της ύπαρξης labels σαν κι αυτό της Granny Records και των ανεξάρτητων και ως ενός σημείου αντισυμβατικών φωνών όπως τα δύο προαναφερθέντα σχήματα. Τα ίδια ισχύουν και για τον Inverz (δηλαδή τον Σάββα Μεταξά) και για την πρώτη προσωπική του δουλειά, με τον λιτό τίτλο Songs. Άλλωστε το σόλο αυτό project έχει άμεση σχέση με τον split δίσκο, καθώς ο Σάββας είναι βασικό μέλος των Goodluck Mr. Grosky (αλλά και μέλος της μπάντας του 2l8) και η μουσική με την οποία πραγματεύεται έχει πολλές ομοιότητες, ή καλύτερα κοινή αφετηρία, με το προηγούμενο. Το προσωπικό μουσικό όραμα, λοιπόν, του Inverz, ξεκινάει από την ίδια αγάπη για το ambient, τους ατμοσφαιρικούς ήχους και τις μινιμαλιστικές δομές. Στη διαδρομή όμως προς την καλλιτεχνική του ολοκλήρωση, δηλαδή τη μετατροπή του σε ολοκληρωμένες μουσικές ιδέες, παίρνει κάπως διαφορετικές αποχρώσεις, προσφέροντας τελικά μια νέα πτυχή στο μουσικό προφίλ του. Ο δίσκος περιέχει οκτώ συνθέσεις που, η αλήθεια είναι, χρειάζονται τον χρόνο τους για να γίνουν πλήρως αντιληπτές, να αναπτυχθούν σαν αυτόνομοι ζωντανοί οργανισμοί στα αυτιά του ακροατή και να ξεδιπλώσουν τις όποιες αρετές τους. Κι αυτό συμβαίνει για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί το είδος μουσικής στο οποίο εντάσσονται, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι το πλέον εύπεπτο (μάλλον είναι ακριβώς το αντίθετο). Επομένως, σχεδόν εξ' ορισμού, προϋποθέτει προσεκτική ακρόαση. Και, δεύτερον, γιατί η πραγματική «ζωή» των συνθέσεων κρύβεται στον μικρόκοσμό τους, αυτό δηλαδή που υπάρχει κάτω από τη, μονότονη για κάποιους, ενδιαφέρουσα πάντως για τον γράφοντα, επιφάνεια. Επίκεντρο σε όλες τις συνθέσεις είναι τα κιθαριστικά θέματα, πολλά από τα οποία μοιάζουν παραδομένα σε παραμορφωμένους στροβιλισμούς, απόηχους ή αντηχήσεις, ενώ προστίθονται και σημεία όπου τα παιξίματα γίνονται πιο καθαρά, πιο μελωδικά – ορισμένα από αυτά μάλιστα εκτελεσμένα με ακουστική κιθάρα (παράδειγμα το εξαιρετικό “V Song”), καθώς και synthesizers, field recordings, και άλλα samples. Τα οποία στέκουν σαν υποστηλώματα του όλου οικοδομήματος, δημιουργώντας ηχοτόπια γνώριμα σε όσους έχουν ασχοληθεί με την ευρωπαϊκή ambient σκηνή και έχουν εντρυφήσει στο έργο μεγάλων ονομάτων της, όπως ο Christian Fennesz, ο Biosphere (αν μείνουμε στο παγωμένα τοπία που φέρνει στο μυαλό η μουσική του), ή καλλιτεχνών όπως ο Machinefabriek (την αθηναϊκή συναυλία του οποίου άνοιξε πρόσφατα ο Inverz), ο Yellow 6 και oρισμένα άλλα project της δραστήριας Make Mine Music.  Όσον αφορά στον μικρόκοσμο που αναφέραμε παραπάνω, αυτός γίνεται καλύτερα αντιληπτός με την πολύ καλή δουλειά στο επίπεδο της παραγωγής (ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για «σπιτικές» διαδικασίες ηχογράφησης και παραγωγής – με την κυριολεκτική έννοια του όρου), η οποία μοιάζει ιδανική στο χωροταξικό της μέρος, δίνοντας τον κατάλληλο χώρο στον κάθε ήχο, ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί πλήρως και ανεξάρτητα. Παράλληλα, ο δίσκος διαθέτει και πολύ καλές δυναμικές, βγάζοντας έτσι όταν χρειάζεται μια εσωτερική, υπόκωφη ένταση και μια ανατριχιαστική σχεδόν νηνεμία αλλού. Οι κυρίαρχες δομές είναι ταγμένες στις βασικές ιδέες του μινιμαλισμού, με επαναληπτικά θέματα, κιθαριστικά «χαλιά», πάνω στα οποία μπαίνουν οι απαραίτητες πειραματικές πινελιές. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το ότι σε ελάχιστα σημεία του δίσκου εμφανίζεται κάποια υποψία έστω ρυθμού, δημιουργώντας έτσι ένα πλατύ και ευθύ ηχητικό αποτέλεσμα με έμφαση στις πρίμες συχνότητες, φέρνοντας στο μυαλό μια drone αισθητική. Το να ξεχωρίσει κανείς κομμάτια σε έναν τέτοιου είδους δίσκο μοιάζει δύσκολο, ίσως και ανούσιο. Έμφαση θα δώσουμε, παρόλα αυτά, στα τρία τελευταία tracks, το λυρικό "V Song", με τις ακουστικές μελωδίες της κιθάρας που μπλέκονται με τους ηλεκτρικούς θορύβους και τα φωνητικά samples τα οποία παλεύουν να βγουν στην επιφάνεια, το "Bow Song", ένα κομμάτι βασισμένο σε θέματα από τον ήχο του, παιγμένο με δοξάρι (όπως δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος) και με το κοντραμπάσο του Ιεροκλή Ιωσηφίδη, καθώς και το "Q Song" – με τα ηλεκτρονικά του One Mile Tar να προσδίδουν μια ενδιαφέρουσα διάσταση στους ήχους του Inverz. Τέλος δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο εξαιρετικό "D Song", όπου ένας σχεδόν πένθιμος ήχος από τα πλήκτρα ακολουθεί το κομμάτι καθ' όλη σχεδόν τη διάρκειά του και, συνυπολογίζοντας το ευρηματικό θορυβώδες ξέσπασμα κάπου στη μέση, αποτελεί ίσως την πιο δυνατή στιγμή του δίσκου. Θόρυβος και μελωδία συνυπάρχουν, εναλλάσσονται και αλληλοσυμπληρώνονται στο μουσικό σύμπαν του Inverz. Ένα σύμπαν που σίγουρα δεν θα συγκινήσει τους πολλούς. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο σκοπός του δημιουργού. Μοναδικός σκοπός φαντάζει η, άνευ συμβάσεων, μουσική δημιουργία, μέσω ενός ωκεανού ήχων και μελοποιημένων συναισθημάτων. Η τέχνη για την τέχνη θα μου πείτε και μάλλον έχετε δίκιο. Αλλά η συγκεκριμένη έκφραση έχει, όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, διττή σημασία. Κάποιος μπορεί να το πάρει κάτι σαν μουσικό αυνανισμό (συγχωρήστε μου την έκφραση), κάποιος σαν τη μόνη ελπίδα της τέχνης να προοδέψει. Αλλά πείτε μου ειλικρινά, στη σημερινή καλλιτεχνική πραγματικότητα, όπου ο κάθε τυχάρπαστος και επηρμένος μπορεί να παρουσιάσει εαυτόν ως καλλιτέχνη απλά και μόνο επειδή έχει φάτσα που πουλάει και πρόσβαση στα πρωινάδικα – και μάλιστα η κοινωνία, μέσα στον μαζικό υπνωτισμό της, αντί να τον γιαουρτώσει του δίνει την αναγνώριση και το χρήμα που αυτός επιζητά – δεν είναι σημαντικό από μόνο του ότι ένας νέος άνθρωπος ασχολείται πραγματικά με την τέχνη και την πρόοδό της (στον βαθμό που του αναλογεί), χωρίς να έχει την οποιουδήποτε είδους αναγνώριση σαν αυτοσκοπό του;  Πόσο μάλλον όταν κυκλοφορεί έναν τέτοιο δίσκο που ΟΚ, ίσως να μην είναι αριστουργηματικός, μπορεί να πατάει και σε πατέντες κάποιων σύγχρονων φωστήρων, αλλά καταφέρνει αυτό που τελικά είναι και το σημαντικότερο: να εκφράσει αφενός τη σκοτεινή πλευρά του δημιουργού του, αλλά και να κερδίσει ταυτόχρονα την προσοχή του μυημένου στο είδος ακροατή, μεταφέροντάς τον νοητικά στα περιγραφόμενα ηχοτόπια, αφήνοντάς τον να περιπλανηθεί εκεί μόνος, στοχαστικός. Στοιχεία τα οποία, κατά τη δικιά μου τουλάχιστον οπτική, κάνουν το πείραμα απολύτως πετυχημένο.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured