Τούτο το, στην κυριολεξία, «αβαρές» super group, έχοντας δώσει οργανικό όρκο, δρα στο ευρύτερο κέντρο της πόλης εδώ και κάποια χρόνια, άνευ καταγεγραμμένης δισκογραφικής παρουσίας, πέραν της υπερκείμενης. Ηχογραφημένη πίσω στο 2006, στα πλαίσια της μεγάλης ετήσιας γιορτής κόμιξ, αυτή η συναυλία τους παίρνει τη θέση της σε ψηφιακό μέσο, χωρίς όμως την παραμικρή ψηφιακή διόρθωση.  Πιάνομαι απ’ τον υπότιτλο για να πάρω φόρα, οπότε έχουμε και λέμε: δηλώσεις του τύπου «…against urban noise» από ηλεκτρικές μπάντες και μάλιστα τόσο έντονου ηχητικού φορτίου, κουβαλάνε εγγενώς κάμποσες δόσεις αυτοκατάργησης. Ένα rock άλμπουμ – δεν καρφώνω ταμπέλες, η συγκεκριμένη άλλωστε μπορεί να σημαίνει χιλιάδες διαφορετικά πράγματα, απλά χρησιμοποιώ τον όρο για την οικονομία της συζήτησης – είναι αναπόφευκτα αστικό τέκνο. Για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ «παιδί της πόλης», δεν κάνω καμιά…ταξική ανάλυση. Υπάρχουν, βέβαια, εκείνες οι εκφάνσεις της αστικότητας, τις οποίες λατρεύουμε και εκείνες που λατρεύουμε να μισούμε, αν και δεν θέλουμε να παραδεχτούμε πως ουσιαστικά είμαστε υπεύθυνοι και για τις δύο (άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, για να μην γίνομαι ισοπεδωτικός).  Το Live At Technopolis, λοιπόν, νομίζω πως απλώνεται γύρω απ’ το παραπάνω πλαίσιο. Δεν επαναπαύεται σε αναγγελίες, αποδεικνύει στην πράξη την πολυσυλλεκτικότητά του, σαν κάποια ιδανική (ιδανική είπαμε) μεγαλούπολη της Δύσης, χωνεύοντας ηλεκτρισμένα blues, επαναληπτικές γκρούβες, διαστημικές αναζητήσεις, μέχρι και στιγμιαίους stoner εκτροχιασμούς. Όχι με τη μορφή γκετοποιημένων υποπεριοχών, αλλά με εκείνη του ενιαίου μεν, πολύχρωμου δε σώματος. Επίσης, διεκδικεί και κερδίζει το δικαίωμά του στην επιλογή, χωρίς να χρειάζεται να προσαρμόσει τους κώδικές του με βάση αυτούς του σημερινού συρμού. Το γεγονός πως κάποιοι θα το χαρακτηρίσουν «παλιομοδίτικο» ή οτιδήποτε παρεμφερές, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναιρέσει την οργανική γοητεία  του “Oriental Express”, για παράδειγμα. Όσο αφήνουμε τις εκάστοτε μόδες να κυβερνούν το αισθητικό μας κριτήριο, τόσο θα προσπερνάμε την ουσία για χάρη του φαίνεσθαι.    Οι πόλεις, βέβαια, διαθέτουν και ουκ ολίγες κακομούτσουνες πλευρές που διεκδικούν σημαντικό μερίδιο και στην περίπτωσή μας. Μέχρι λίγο πριν το μισό της διαδρομής του, το άλμπουμ και ιδέες έχει να επιδείξει και τρόπους να τις επικοινωνήσει. Κάπου εκεί, όμως, αρχίζει να χάνει σταδιακά τη μάχη με τη ρουτίνα, ώσπου παραδίνεται σε μια κουραστική ανακύκλωση στα όρια της νεύρωσης. Κι όσο εσύ αναμένεις την αναστροφή της κατάστασης λόγω των αρχικών δεδομένων, τόσο σιγουρεύεσαι πως πρόκειται περί υπεραισιόδοξης αυταπάτης, καθώς παρατηρείς τη συνεχώς διαστελλόμενη αυτοσχεδιαστική μανιέρα να ανάγεται σε σκεύος απόλαυσης. Κάπως έτσι, η προσωπική εμπειρία της μπάντας μεταλλάσσεται σε ατομική, εν μέσω ατελείωτων κιθαριστικών διακλαδώσεων. Η πρώτη απ’ τη φύση της όχι μόνο αφήνει χώρο, αλλά απαιτεί τη συμμετοχή – και γι’ αυτό το λόγο στο κάτω-κάτω αποτυπώνεται επί σκηνής. Η δεύτερη, αντίθετα, κατεβάζει τα ρολά για να αυτοαποθεώθεί – εδώ όχι αβάσιμα, αλλά εμφανώς υπερβολικά – και τελικά αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, που κερδίζει και το παιχνίδι.                        

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured