Το δισκογραφικό και μουσικό, γενικότερα, παρελθόν του Θανάση Παπακωνσταντίνου, άφηνε σχεδόν πάντοτε την υποψία πως κάποια στιγμή θα έφτανε σε τούτο το σημείο. Να φτιάξει, δηλαδή, έναν τόσο ενδοσκοπικό δίσκο, έναν πειραματικό δίσκο, εντελώς διαφορετικό, από κάθε προηγούμενη δουλειά του, που όμως θα μπορεί πάλι, ίσως ακόμα πιο έντονα, να αγγίξει το συναίσθημα του ακροατή και, εν συνεχεία, να του δημιουργήσει και άλλα νέα, έντονα συναισθήματα. Ο Θανάσης έμεινε 2 χρόνια εσώκλειστος στο ησυχαστήριό του με παρέα και μόνιμο μουσικό εργαλείο τον επεξεργαστή του υπολογιστή. Φαίνεται πως όσο απομακρύνεται από τους καθημερινούς ήχους, τόσο πιο έντονα διυλίζονται αυτοί στους μουσικούς του αισθαντήρες. Σε αυτό το δίσκο ο Θανάσης μοιάζει να γίνεται ένα μικρό παιδί που διψά να μάθει πως λειτουργούν τα νέα του παιχνίδια, αλλά παράλληλα αυτό λειτουργεί αντίθετα, καθώς τα νέα κατασκευάσματα χαίρουν υψηλότερης υλικοτεχνικής ποιότητας, από το αρχικό υλικό. 14 κομμάτια με ορχηστρική δομή κατά την πλειοψηφία τους, γεμάτα με «λούπες που έφτιαξε από ετερόκλητες πηγές», μουσικά θέματα και παραλλαγές από μουσικές για ταινίες και παραστάσεις που χει φτιάξει στο παρελθόν, πειραματισμό που δεν ματαιοδοξεί και δεν ξεφεύγει άνευ λόγου, και σκόρπιοι στίχοι, αυτοσχέδιοι και εμπνευσμένοι από τις εμμονές του δημιουργού τους, που χαμηλόφωνα τραγουδιούνται ή απαγγέλλονται, όταν έρχεται η σειρά τους να εκφραστούν. Όλο αυτό το συνονθύλευμα, πέρασε από την ενορχηστρωτική εποπτεία του Κώστα Θεοδώρου και σε συνδυασμό με την παρέα των μουσικών που τα εκτελούν (από τους καλύτερους στην Ελλάδα και με συμμετοχές από τους Λαικεδέλικα), τα 14 αυτά κομμάτια εξωτερικεύουν όλη την συναισθηματική και δημιουργική εσωστρέφεια με τρόπο αφοπλιστικό και ιδιόμορφης (υψηλής πάντοτε) αισθητικής. Εξαιρετικό, είναι, δε, το booklet (μέσα στο οποίο κρύβεται και το cd) που έχει επιμεληθεί ο Μάνος Χαμηλάκης και η Μάρθα Φριτζήλα, με φωτογραφίες, σκόρπιες σημειώσεις, λεπτομέρειες για τα κομμάτια, ολοκληρώνοντας την αρτιότητα της μουσικής δουλειάς. «Μ’ αυτό το δίσκο προσπάθησα –ενδόμυχα- να ανιχνεύσω καινούρια συναισθήματα, να προσεγγίσω το παράδοξο. Όσο εκλογικευμένη είναι η καθημερινότητά μου, τόσο στην τέχνη αφήνω περιθώριο ν’ ανθίσει το αναπάντεχο και το τυχαίο, σε σημείο που –ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά- να αμφιβάλλω αν όντως είναι δημιουργία αυτό που κάνω ή παιχνίδι. Κι ακόμα περισσότερο –επειδή εργάστηκα δύο χρόνια εσώκλειστος στο ησυχαστήριό μου για το ηχογράφημα, με σύμμαχο και αντίπαλο τον υπολογιστή – αναρωτιέμαι αν έχουν τα κομμάτια τη ζωικότητα και τη συναισθηματική φόρτιση που χρειάζεται η μουσική για να μπορεί να φιλά τα μέτωπα των ανθρώπων.» (Θ.Π – Απόσπασμα από το Δελτίο Τύπου)Και σίγουρα τα κομμάτια διαθέτουν κάτι παραπάνω από αυτό που αναρωτιέται...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured