Η Chelsea Wolfe, έχοντας πλέον μακρόχρονη και σταθερή παρουσία στα μουσικά τεκταινόμενα, εμφανίστηκε το 2010 κερδίζοντας πιστούς ακροατές με τον αυθεντικό μουσικό της λόγο και τη συνέπειά της στην σκοτεινή αισθητική της.
Ευάλωτη και ειλικρινής όσο πάντα, το Νοέμβριο του 2024 επέστρεψε με το άλμπουμ She Reaches Out To She Reaches Out To She, που κυκλοφορεί από την δισκογραφική εταιρεία Loma Vista.
Η έβδομη δουλειά της τραγουδοποιού χαρακτηρίζεται από το εσωτερικό ταξίδι της κατά τη διάρκεια της απεξάρτησης και την πνευματική μεταμόρφωση της. Πράγμα που αντανακλάται και μουσικά, αφού εδώ έχουμε μία συλλογή κομματιών με trip-hop επιρροές και ηλεκτρονικά στοιχεία, μα κυρίως ερχόμαστε ως ακροατές αντιμέτωποι με μία συγκεκριμένη επιτήδευση (υπό την έννοια της προθέσεως). Όπως έχει δηλώσει η ίδια, βγάζοντας το αλκοόλ από τη ζωή της κατάφερε να βρει μια πρωτόγνωρη για εκείνη καθαρότητα η οποία της επέτρεψε να πάρει τολμηρότερες αποφάσεις κατά τη δημιουργία αυτού του άλμπουμ - ενίοτε δε στίχοι των κομματιών της προμήνυαν μετέπειτα συνειδητοποιήσεις για τη ζωή της, ως ασυνείδητοι οιωνοί ωριμότητα. Μέσα από δέκα κομμάτια η παρελθοντική, η παρούσα και η μελλοντική εκδοχή της καλλιτέχνιδος συνομιλούν για την απελευθερωτική αίσθηση του να παραδίδεται κανείς στο άγνωστο, και να έχει εμπιστοσύνη στη διαδικασία (trust the process, αγγλιστί).
Ξεκινώντας από το "Whispers in the echo chamber", η Chelsea Wolfe ανατρέχει στις προηγούμενες δουλειές της, αλλά και αναφέρεται ηχητικά σε κομμάτια όπως το "Machine Gun" των Portishead. Ακολουθεί το "House of Self-Undoing", με θορυβώδη ηλεκτρονικά στοιχεία και στίχους που θυμίζουν προσευχή – το οποίο, μάλιστα, βρίσκουμε εκεί έξω και σε ένα darkwave ρεμίξ των Boy Harsher. Στο "Everything Turns Blue" τα trip-hop στοιχεία γίνονται πιο έκδηλα, όπως και η παραγωγή του David Andrew Sitek, γνωστού από τη συμμετοχή του στους TV on the Radio και τις συνεργασίες του με μπάντες όπως οι Yeah Yeah Yeahs, Liars και Foals. Να σημειωθεί, εδώ, πως το She Reaches Out To She Reaches Out To She αποτελεί το πρώτο άλμπουμ στο οποίο η Chelsea Wolfe παρέδωσε πλήρως την παραγωγή σε κάποιο συνεργάτη της, πράγμα που υπογραμμίζει και τον πιο ώριμο εαυτό που φαίνεται να αγκαλιάζει η καλλιτέχνιδα. Παρόμοια vibes στο "Tunnel Lights" που έπεται, το οποίο ενδεχομένως να αποτελεί και το πιο όμορφο του δίσκου, λίγο πριν τη μπαλάντα "The Liminal".
Είκοσι λεπτά μέσα στον σκοτεινό κόσμο της Chelsea Wolfe και τα witchy φωνητικά της μοιάζουν να απευθύνονται με απροκάλυπτη ειλικρίνεια στον ίδιο τον ακροατή. Το "Eyes like Nightshade" συνεχίζει με ήπιες industrial επιρροές, για να δώσει τη σκυτάλη στα σινεματικά "Salt" και "Unseen World" – το μεν μυστηριώδες κι ανατριχιαστικό, το δε δυναμικό και με όγκο. Πιάνο και synths επιστρέφουν στο κομμάτι "Place in the Sun", με το άλμπουμ να κλείνει σε ένα κρεσέντο ήχων και συναισθημάτων με το "Dusk".
Κι έτσι, ενώ οι προηγούμενες δισκογραφικές δουλειές της καλλιτέχνιδος τραβούσαν τον ακροατή από τα πόδια σε ένα ακατανίκητο σκοτάδι, το άλμπουμ αυτό μοιάζει περισσότερο με ανάδυση. Είναι σαφώς πιο συνειδητοποιημένο στυλιστικά από το τελευταίο Birth of Violence (2019), αλλά λιγότερο επικίνδυνο από τα προηγούμενα Hiss Spun (2017) και Abyss (2015) – αγαπημένα αυτής εδώ της συντάκτριας. Υπό την έννοια αυτή, είναι ένας ενδιαφέρον δίσκος, κι ας μην έχει εκείνα τα doom / μεταλλικά στοιχεία για τα οποία την έχουμε ξεχωρίσει, ούτε τα lo-fi chamber folk χαρακτηριστικά που την έκαναν γνωστή. Είναι ένας δίσκος μέσα από τον οποίο η Chelsea Wolfe εξελίσσει την δημιουργική της διαδικασία, αξιοποιώντας τα εργαλεία που πλέον έχει (ψυχικά, πνευματικά αλλά και υλικά), αναδεικνύοντας την φωνητική της αρτιότητα, παραμένοντας όμως συνεπής στην αισθητική της και στις αφηγηματικές της φόρμες – αποδεικνύοντας πως μπορεί να κινείται με άνεση σε ένα ευρύ καλλιτεχνικό φάσμα, χωρίς να επαναλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα της μουσικής της ταυτότητας που την έχουν καθιερώσει.