Αντιγράφω από τις “Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες” που πρόκειται να επανακυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Εστία, συμπληρώνοντας ένα ακόμη από τα κομμάτια του παζλ ανατύπωσης των γραπτών του Χρήστου Βακαλόπουλου. «Ένα τραγούδι μπορεί να συνοψίσει μια ζωή, είπε η νεράιδα. Ένα μικρό δισκάκι μπορεί ν’ αλλάξει έναν άνθρωπο… Οι εταιρείες το κατάλαβαν αυτό κι εγκατέλειψαν τους μικρούς δίσκους, τις κατέλαβε πανικός κι έσπρωξαν αυτούς τους δίσκους μεγάλης διάρκειας για να θολώσουν τα νερά και να ησυχάσουν τα πνεύματα. Γνωρίζετε το μυστικό της μικρής διάρκειας;» Η νεράιδα έχει προ πολλού ψιθυρίσει τα μυστικά των δίσκων στον Jack White. Όλων των δίσκων. Μικρών, μεγάλων, 78στροφων, 45αριών, flexi, 10ιντσων, από βακελίτη ή φτηνό pvc, με κρυφά αυλάκια, ανάποδα παιξίματα, χαραγματιές αντανακλάσεων στον καθρέφτη τους, πονηρά RL matrix, lathe cuts, χρώματα κάτω από τη λάμπα, και ότι μπορείς να φανταστείς. Ξέρει τα χούγια τους και τα τερτίπια τους, βαστώντας το λάβαρο του revival από τα χρόνια των White Stripes, μέχρι να φτάσει στις πολλαπλές εκδόσεις της Third Man και τη βινυλιακή πρέσα στη γειτονιά Cass Coridor του Detroit. Εμμονικά αναλογικός, ταλιμπάν πιουρίστας (κάποτε είπε πως «η τεχνολογία είναι ο μεγαλύτερος καταστροφέας της αλήθειας και των συναισθημάτων»), ρομαντικός και ορκισμένος ροκενρόλερ νοσταλγός, που κλείστηκε μέσα στα recording booths, και χώνοντας μέσα σε αυτά μια νέα γεννιά ακροατών (φασαίων, χίπστερς, νεορομαντικών, φετιχιστών και μη) κατόρθωσε να αποτελεί βασικό πυλώνα της διάσωσης του φορμάτ. Ακόμη κι αν ενίοτε «μπουρδολογούσε» με τις εκλάμψεις του στα των εφευρημάτων περί των εκδόσεων.
Στις 14 Μαρτίου του 2022 έκανε ένα κάλεσμα στους «μεγάλους» να ακολουθήσουν τα χνάρια του και να ποντάρουν στο βινύλιο, δημιουργώντας πρέσες. Δύο και κάτι χρόνια μετά, στις 19 Ιουλίου του 2024, όποιος αγόραζε κάτι από τα δισκάδικα της Third Man Records, είτε στο Detroit, είτε στο Λονδίνο, είτε στο Nashville, μια κόπια από ένα 12ιντσο χωρίς εξώφυλλο και χωρίς label, μονάχα με τον τίτλο “No Name” θα έμπαινε στη σακούλα των αγοραστών ως δώρο. Οι υπάλληλοι στα μαγαζιά θα είχαν απλά την οδηγία να βάλουν τις εκάστοτε κόπιες στις σακούλες, χωρίς να ξέρουν το περιεχόμενο. Κάποιοι περίεργοι, ενδεχομένως να χάζευαν τον «καθρέφτη» μεταξύ label και τελευταίου αυλακιού και να διάβαζαν στην πρώτη πλευρά “Heaven and Hell” και στη δεύτερη “Black and Blue”. Μια αντίστοιχη κόπια θα έπαιρναν τα συνδρομητικά μέλη του Third Man Vault. Λίγο μετά, όποιος άκουγε το δίσκο με κωδικό TMR-1000 θα έλεγε στους φίλους και στο διαδίκτυο πως αυτός είναι ο νέος δίσκος του Jack White. Η εταιρεία δε θα αργούσε να παροτρύνει τους αγοραστές να το ριπάρουν και να το μοιραστούν online. Το αλισβερίσι με τους κολλέκτορες θα είχε ήδη ξεκινήσει στο eBay και το discogs. Τελικά, προς το τέλος του Ιουλίου, η τυπικά επίσημη κυκλοφορία με εξώφυλλο (δημιούργημα πατρός και τέκνων White) και τα λοιπά καθέκαστα, θα ήταν επισήμως διαθέσιμη για τους πολλούς, πανταχόθεν.
Ο nerd-ουλας που αποτέλεσε το 1/2 των White Stripes «που κάποια στιγμή υπήρξαν απλά η καλύτερη μπάντα του πλανήτη» όπως έλεγε κι ένας παλιόφιλος, ή ένα «μουνόπανο και μισό» όπως βροντοφώναξε ο Dan Sartain, σαφώς αεικίνητος και αχάμπαρος αγύρτης των πεπραγμένων των Zeppelin, άρα και των blues, μα και των Sabbath κ.ο.κ., επέστρεψε στο 6ο σόλο του στα «σκληρά», στο rock & roll, στην «αλφαβήτα», με κόντες από τις ημέρες των Raconteurs και τις συνήθεις ηχοκλοπές. Προσοχή! Εδώ έχουμε οικειοποίησεις «ασυνείδητες», παραπομπές ενός fan/μουσικού, φτιαγμένες σχεδόν ως εφηβικές ετερόφωτες εμπνεύσεις, πάνω στο νήμα της παράδοσης των τρίλεπτων συνθέσεων και του στοχευμένου ριφ. Ούτε πονηρές κατ’ εξακολούθηση λογοκλοπές -όπως πχ στο εγχώριο λογοτεχνικό κουρμπέτι, που χαίρουν ασυλίας και υπερτίμησης- ούτε αθέμιτη και ιδιοτελή εκμετάλλευση με αρτιστίκ επίφαση. Ο White κατόρθωσε να κάνει τον καλύτερο σόλο δίσκο του -χωρίς τελικά να ξεπερνά εκείνους στις συμμετοχικές του καταθέσεις - εκπορευόμενος μεν από την άδολη heavy παρελθοντολογνεία, αλλά και με τόσο απλοϊκά σωστή ροκ δομή δε. Αν στην υπογραφή η ηλικία έγραφε 20, αντί για 49, θα μιλούσαμε για το σωτήρα του ροκ.
«Σε λίγο θα ξημερώσει», είπε η νεράιδα, τοποθετώντας το δίσκο σ’ ένα μικρό φορητό πικάπ. «Αφού ήρθατε μέχρι εδώ θα σας αποκαλύψω το μυστικό, μόνο που αυτό είναι επικίνδυνο, μπορεί να γίνετε άλλος, να μην αντέξετε. Είστε έτοιμος για κάτι τέτοιο;» λένε πως είπε η νεράιδα στον White, λίγο πριν βάλει το δίσκο να παίξει. Εκείνος έγνεψε καταφατικά, και αφού κατάλαβε το μυστικό, έφτιαξε το No Name των δεκατριών κομματιών σε 43 λεπτά. Αν αυτό το διαιρέσεις, ο μέσος όρος θα σου βγάλει 3 λεπτά και κάτι για κάθε κομμάτι, αριθμός μαγικός για δίσκους που προσκαλούν μικρούς και μεγαλύτερους σε air guitar επιδείξεις. Μένει να δούμε πόσα μπορεί να δώσει τώρα πια, πέραν εκείνων του μερακλή «μουσικοσημειολόγου» (άκου πχ πως ξεκινά από το “Ya Got Trouble” του μιούζικαλ “Music Man” και καταλήγει στη φτιαξιά του “Archbishop Harold Holmes”, κομματιού πως όπως σωστά έχουν επισημάνει θα «κόλλαγε» μέχρι και στον Beastie Boys κατάλογο). Τώρα που φαίνεται να στέκεται καλύτερα στο πόδια του, μετά από καιρό ως λιγότερο παραληρηματικός (ή μήπως ο δικός μας πήχυς είναι πια χαμηλότερα;), μπορεί άραγε να δώσει κι ένα δίσκο meta-μεταποιητικό του rock & roll;