Η πρόσφορη ή παραμορφωτική χρήση των βιβλιογραφικών παραπομπών μεταφράζεται ως εξής. Γεμίζει με λέξεις τον κειμενογράφο ώστε να φτάσει στο απαιτούμενο και ζητούμενο σε επίπεδο «όγκο», πουλάει ένα ψήγμα - ως εξυπνάδα- για το ποιόν του συντάκτη («κοίτα τι διαβάζω εγώ ασούμε»), μα και τιμά τα κιτάπια που αξίζει να μην παραμερίζονται αφού έτσι διευρύνεται η κουβέντα, ο τρόπος πρόσληψης, το πεδίο της ερμηνείας.

Το παραπάνω τρισυπόστατο μοτίβο μπορεί να αξίζει «προσοχής και περιφρόνησης», πάντοτε σε θέση κάτω από το προκείμενο (το δίσκο, την ταινία, το βιβλίο κ.ο.κ.) ως ένα εισαγωγικό δόλωμα για τους ανειδοποίητους ακροατές. Τόση ώρα λοιπόν, στερ(ε/η)μένος από λέξεις, ακούγοντας την ήρεμη δύναμη της Arooj Aftab και το πως εξελλίσεται η εσωτερική περιπέτεια στο δικό της τρόπο πάνω στο “Autumn Leaves”, κλέβω λέξεις από την “Κοινωνιολογία της Μουσικής” του Theodor W. Adorno (εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Γ. Σαγκριώτης, Θ. Λουπασάλης, Φ. Τερζάκης) και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο “Κοινή γνώμη, Κριτική”.  Το “Bolo Na" με τη σκοτεινή του μπασογραμμή και την αρωγή των Moor Mother και Joel Ross, μου κλείνει τη σελίδες, υποδεικνύοντας πως είναι πια η ώρα για να μπούμε στο ψητό.

Το Night Reign είναι το 4ο LP της Πακιστανής Arooj Aftab που έρχεται με μπουστάρισμα από τα Grammy, την καλοκαιρινή λίστα του Obama και τους Vijay Iyer, Shahzad Ismaily, Moor Mother, Chocolate Genius, Inc. (Marc Anthony Thompson), Cautious Clay, Maeve Gilchrist, Petros Klampanis, Elvis Costello (παίζει Wurlitzer στο "Last Night Reprise”), Gyan Riley, Kaki King και Jamey Haddad, να «μετακινούνται με ελευθερία μαζί της μεταξύ jazz, folk, Hindustani και δυτικής κλασσικής μουσικής». Ο δίσκος βασίζεται ως επί το πλείστον στην Urdu γλώσσα, μα και σε λέξεις της Mah Laqa Bai Chanda, της πρώτης γυναίκας που το 18ο αιώνα εξέδωσε σε αυτή τη γλώσσα την ποιητική δουλειά της.

Κοινός παρονομαστής το κατανυκτικό, πρωταγωνιστής το νυχτερινό, υπερβαίνει το contemporary ενδιαφέρον, δεν υποκύπτει -για να λογιστεί ως μοντέρνο- σε ανερμάτιστες φορμαλιστικές ασάφιες που βαφτίζονται «εγκεφαλικές» ή σε αστήριχτους prog-ρεσιβοϊδείς μαξιμαλισμούς (εκτός θέματος, αλλά πες την αλήθεια, αυτό δε συνέβη στην κουραστική εμφάνιση των Smile λίγο πριν τα σαρώσουν όλα οι Pulp;). Κοινώς, στον ίδιο δίσκο μπορεί και υπάρχει το “Whiskey” με τον παλιομοδίτικο jazzy ρομαντισμό του, ο ίδιος δίσκος είναι που ολοκληρώνεται στο καπάκι με το “Zameen”, αυτό που μεταφράζεται ως γη, αυτό που ηχεί ως δυναμικός ψαλμός.

«Η παρακμή της κριτικής ως μεσολαβητή της κοινής περί μουσικής γνώμης αποκαλύπτεται όχι μέσω του υποκειμενισμού αλλά μέσω της συστολής της υποκειμενικότητας που εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως αντικειμενικότητα, σε πιστή συμφωνία προς τις συνολικές ανθρωπολογικές τάσεις» γράφει ο Adorno ( o οποίος βέβαια τα έκανε σαλάτα με την αποτίμηση της jazz), στο βιβλίο που επανήλθα και μου υπενθυμίζει πως επαναλαμβάνω αυτοματισμούς, σε μια φλύραη έκθεση ιδεών όπου δεν υποδεικνύεται γιατί πρέπει να ακούσει κάποιος/α/ο τον δίσκο της Arooj Aftab. Κι αν ομολογήσω πως τελικώς περισσότερο αφέθηκα στην ατμόσφαιρα του, ομονοώντας στην eastern μελαγχολία αυτή της μουσικού (ακούς το “Na Gul” κι είναι σα να κορυφώνεται το “My Way”), τουλάχιστον η δική μου «κριτική» αποτυχία ας μεταφραστεί ως επιτυχία της Aftab που στο Night Reign κατόρθωσε περισσότερα από τα στοιχειώδη, μακριά από τις world παγίδες τουριστικού εξωτισμού.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured