Όσο κι αν δυσκολευόμαστε να χωνέψουμε πως μια μπάντα με την οποία ενηλικιωθηκαμε όσο ακόμη αποτελούσε μέρος ενός φρέσκου εκείνη την εποχή ρεύματος ανήκει πλέον σε αυτό που για τις νεότερες γενιές συνιστά «κλασσικό rock», οι Pearl Jam διανύουν ήδη τα μέσα της τέταρτης δεκαετίας τους. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι μπάντες που εκείνη την εποχή χαρακτηρίζαμε δεινοσαυρικές, μεγαθήρια των 70s που έτειναν προς εξαφάνιση και μόνο οι περιοδείες διατηρούσαν εν ζωή, καθώς δισκογραφικά στην καλύτερη περίπτωση να βρισκόταν ένα ή δύο κομμάτια κάποιου πρόσφατου άλμπουμ που έβρισκαν θέση στα setlist ανάμεσα στις χιλοπαιγμένες επιτυχίες, είχαν λιγότερα χρόνια στην πλάτη από τους πάλαι ποτέ poster boys της μετά-Nirvana σκηνής του Seattle. Και δυστυχώς για μεγάλο διάστημα δεν είχαν κάνει κάποια ουσιαστική προσπάθεια να αποποιηθούν ένα τέτοιο χαρακτηρισμό, αφού ήδη πρωτού καν την εποχή που είχαμε την τύχη να τους δούμε από κοντά (σε μια απόλυτα «άχαστη» συναυλία ακόμη κι αν συνέβη με αφορμή ένα αδιάφορο άλμπουμ) και για κάμποσα χρόνια ήταν περισσότερες οι "bootleg" και «αρχειακές» κυκλοφορίες ζωντανά ηχογραφημένου υλικού που απευθυνόταν σε ένα φανατικά αφοσιωμένο κοινό, κατά τα πρότυπα των Grateful Dead, παρά καινούργια άλμπουμ. Και ακόμη κι όταν έρχονταν αυτά, ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία, μετά βίας απασχολούσαν έστω και αυτό το πιστό κοινό.
Σαν κλασική περίπτωση κρίσης μέσης ηλικίας, οι Pearl Jam στην δωδέκατη πλήρους διάρκειας στουντιακή κυκλοφορία τους Dark Matter μοιάζουν να θέλουν να αποδείξουν ότι παρά τα χρόνια διατηρούν την «ζωτικότητά» τους, πως ροκάρουν ακόμη όσο την περίοδο της νεανικής τους ακμής, όταν ο Eddie Vedder ήταν ακόμη ο «τρελός» με το καθηλωτικό γυάλισμα στο μάτι που δεν δίσταζε να σκαρφαλώνει σε σκαλωσιές με πλήρη άγνοια κινδύνου, που ακόμη κι αν ποτέ δεν επέδειξαν τις θορυβώδεις ή βαρυμεταλλικές τάσεις συντοπιτών τους, τα τραγούδια τους χτυπούσαν με ρεύμα υψηλής τάσης. Βέβαια κομμάτια σαν το εναρκτήριο "Scared of Fear", το ομότιτλο "Dark Matter" ή τα "React, Respond" και "Running" όσο κι αν δείχνουν αυτή την πρόθεση, σαν συνθέσεις αποτυγχάνουν να προσεγγίσουν έστω και ελάχιστα την ανεπιτήδευτη βαρύτητα που είχαν τα κομμάτια που περιέχονταν στις τρεις πρώτες εμβληματικές κυκλοφορίες τους. Παρά την ορμή του rhythm section, την ένταση των riffs, τα απαραίτητα για κάθε αρρενωπό (μην ξεχνάμε ότι η ονομασία της μπάντας είναι ευφημισμός για το σπέρμα) ροκ κομμάτι κιθαριστικά σόλο ή την παθιασμένη όπως πάντα ερμηνεία του αγέραστου φωνητικά Vedder, στην καλύτερη περίπτωση προσεγγίζουν τις δυναμικότερες στιγμές των άλμπουμ τους γύρω στα τέλη της πρώτης τους δεκαετίας. Ακόμα και αυτά όμως είναι προτιμότερα του υπόλοιπου μέρους του άλμπουμ που αποτελείται από δίχως σπίθα -άντε στην καλύτερη κανένα hook για τις αρένες στις οποίες εμφανίζονται- mid tempo κομμάτια στα οποία μας είχαν συνηθίσει από ένα σημείο και πέρα στην πορεία τους, και κάνα δυο μπαλάντες που αν διασώζονται, όπως το "Wreckage", είναι μονάχα χάρη στη φωνή αυτή που δεν θα πάψει ποτέ να συγκινεί αρπίζοντας τις χορδές της νοσταλγίας μας.
Το Dark Matter μπορεί να μην είναι χειρότερο από κάποιες προηγούμενες δουλειές τους, και είναι δεδομένο ότι οι Pearl Jam δεν παύουν να είναι ακόμη και σήμερα μπάντα που δεν πρέπει να χάσει κανείς την ευκαιρία να δει ζωντανά, ίσως μάλιστα μια δύο προσθήκες από το άλμπουμ στην setlist τους να μην ακουστούν πσράταιρες ανάμεσα στα κλασικά τραγούδια που αγαπήσαμε, όμως σε μια εποχή όπου υπερπληθώρα προσφερόμενης μουσικής αντιμάχεται για τον περιορισμένο χρόνο μας, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πατήσει κανείς εκτός των ορκισμένων Jamheads το play στο Dark Matter αντί για ένα εκ των Ten, VS, ή Vitalogy, όσες φορές κι αν τα είχε ακούσει στο παρελθόν ή όχι.