«Για μένα, ο Lou ξεχώριζε. Ήταν αληθινός! Κάτι σημαντικό για την αμερικανική μουσική και για ολόκληρη τη μουσική! Μου λείπει….» - Keith Richards

«Ο Lou Reed ήταν η πρώτη μου επιρροή, η εισαγωγή μου στο punk rock”» - Angel Olsen

Η πρόκληση της ηχογράφησης ενός επιτυχημένου αφιερωματικού άλμπουμ γίνεται ακόμη πιο δύσκολη αν αναλογιστεί κανείς τις αναρίθμητες διασκευές που έχουν γίνει στα τραγούδια του Lou Reed. Ακόμη περισσότερο, αν συνυπολογιστούν οι έμμεσες αναφορές σ’ αυτά τα κομμάτια εν είδη «επιρροής». Αυτή ήταν η πρόκληση που αντιμετώπισε εξαρχής ο επιμελητής της ανθολογίας Bill Bentley. Η εμπειρία ωστόσο δεν του λείπει: στον πρόσφατο παρελθόν έχει επιμεληθεί tribute σε σπουδαίους αλχημιστές της ψυχεδέλειας, όπως ο Roky Erickson, ο Doug Sahm (Sir Douglas Quintet) και ο Skip Spence (Moby Grape∙ το προσωπικό του album Oar είναι διαμάντι). Είχε επίσης δουλέψει με τον Lou Reed (στα album Songs for Drella, 1992, Animal Serenade, 2004), με τον οποίον ήταν προσωπικοί φίλοι. Πίσω στη δεκαετία του 1960, ο Bentley υπήρξε μέλος των Bizarros, στους οποίους συμμετείχε ο νεαρός τότε Sterling Morrison, πριν ενταχθεί στους Velvet Underground.

Ο Bentley κινήθηκε σε δύο βασικούς άξονες και έθεσε δύο προαπαιτούμενα: πρώτον, όλοι οι καλλιτέχνες που θα συμμετείχαν, θα έπρεπε να είναι θαυμαστές και επηρεασμένοι από τον Reed∙ δεύτερον, τα τραγούδια έπρεπε να καλύπτουν ολόκληρη την καριέρα του Lou Reed, όχι μόνο τις περιόδους που είναι «αποδεκτές» από την κριτική. Η παρατήρηση αυτή αφορά κυρίως τις δουλειές του Reed της δεκαετίας 1979-1989, αμέσως μετά δηλαδή από το Street Hustle (1978). Album όπως τα The Bells (1979), Growing Up in Public, Legendary Hearts (1983), Mistrial (1986), χτυπήθηκαν από την κριτική∙ ακόμα και αξιοσημείωτες δουλειές όπως το The Blue Mask ή το New Sensations (1984) δεν έτυχαν καλύτερης αντιμετώπισης.    

Ο -μάλλον γενικευμένος στη συγχρονία- αναθεωρητισμό, ενίοτε ακυρώνει τον ρόλο της κριτικής. Μετά από όσα είχαν προηγηθεί στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, τα περισσότερα album του Lou Reed στη δεκαετία του 1980 πράγματι ήταν μέτρια. Αυτό που  -σήμερα- χαρακτηρίζεται από κάποιους ως «η ωρίμανση του Lou Reed», στην πραγματικότητα ήταν η πιο αμήχανη και άνευρη περίοδος της καριέρας του. Περίοδος με κακόγουστα σόλο στην κιθάρα και πολλές ώρες στο γυμναστήριο. Από την άλλη, βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί το συγκείμενο, το πού, το πώς και το πότε χωρίς ηχογραφήθηκαν αυτοί οι δίσκοι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Reed ήταν με το ένα πόδι στην Άλλη Πλευρά. Ήταν άφραγκος, junkie, και η κατάσταση της υγείας του είχε φτάσει στο μη περεταίρω. Δεν μπορούσε να σουλατσάρει εσαεί και να εξυμνεί τα νταραβιέρια στα σκοτεινά σοκάκια της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου, που. ούτως ή άλλως, είχαν αρχίσει να μεταμορφώνονται (προς το «ευπρεπέστερο»), διανύοντας στις αρχές του ’80 την πρώτη φάση του gentrification. Αν ο Reed δεν ενέδιδε στις αλλαγές των καιρών, αν δεν έκανε μια σειρά από αισθητικές και υπαρξιακές «υποχωρήσεις», είναι αμφίβολο αν θα την έβγαζε καθαρή. Με αυτά τα δεδομένα στο μυαλό θα πρέπει μάλλον να προσεγγίζουμε τις δουλειές του στη δεκαετία του ’80. Μέχρι βέβαια την «ολική επαναφορά» με το “New York” του 1989.

Το The Power of the Heart: A Tribute to Lou Reed ανοίγει η εκδοχή του Keith Richards στο "I'm Waiting for the Man". Ο Reed ήταν εικοσιτεσσάρων ετών όταν έγραψε το τραγούδι το 1966, και ο Richards είχε κλείσει τα ογδόντα όταν το ηχογράφησε. Αφήνοντας στην άκρη την ταιριαστή σημειολογία και τη βαθύτερη, βιωμένη σπουδή του Keith επί του θέματος των στίχων, απογυμνωμένο, στον πυρήνα του το "I'm Waiting for the Man" ήταν πάντα ένα απλό, 12μετρο blues-boogie, κάτι που υπενθυμίζει η διασκευή. Ο Richards φέρνει την εμπειρία του στο "I'm Waiting for the Man"∙ το αντιμετωπίζει όπως έκαναν οι Stones στα πρώτα τους βήματα, όταν διασκεύαζαν blues και Chuck Berry.

H americana του ταλαντούχου Maxim Ludwig από το Λος Άντζελες έχει ωθήσει κάποιους να την παραβάλουν στους Buffalo Springfield και στον Gram Parsons. Όμως, το ερμηνευτικό ύφος του Ludwig από το είναι πιο Lou Reed κι από Lou Reed. Σε συνδυασμό με την εξόχως βελβετική Angel Olsen, που ομοίως δεν κρύβει τα οφειλόμενα στην θρυλική μπάντα, αποδίδουν σε ντουέτο το πρωτο-πανκ “I Can't Stand It”, με τις κιθάρες τσίτα στην παραμόρφωση.

Ο Rufus Wainwright ορθά επιλέγει το "Perfect Day". Η οπερετική φωνή του ταιριάζει γάντι με το ύφος ενός τραγουδιού που ενορχηστρώθηκε πρωτογενώς για πιάνο και έγχορδα από τον Mick Ronson, τότε κιθαρίστα του Reed (και πρωτίστως του Bowie). Η εκτέλεση θυμίζει περισσότερο, όχι εκείνη του Transformer, αλλά την  εκδοχή του Reed που περιλαμβάνεται στο Perfect Night: Live In London (1998).

Πριν από τους Blackhearts, η Joan Jett έπαιζε glam-punk με τις Runaways – που πάτησαν στον βιτσιόζικο ήχο του Transformer (1972). Από το τελευταίο επιλέγει το “I'm So Free”, που ερμηνεύει με στυλ αγριόγατας. 

Ο σπουδαίος bluesman Bobby Rush από τη Λουζιάνα έχει αισίως κλείσει τα 90. Το talking-blues, στο οποίο μεγαλούργησε, θεωρείται μακρινός πρόδρομος του rap, και συνδέεται με την απαράμιλλή άνεση του Reed στην αφηγηματικότητα. Με βιωμένη εμπειρία μεταμορφώνει το χαμηλόφωνο “Sally Can't Dance” (από το ομώνυμο τέταρτο album του Reed του 1974) σε μια soulful blues εναλλαγή από ρίμες, με hook στις κιθάρες, στο ύφος της ηλεκτρικής σχολής του Σικάγο.  

Ο Lou Reed ήταν θαυμαστής της jazz, και η Rickie Lee Jones το γνώριζε από τότε που έκανε κολλητή παρέα με τον Tom Waits. Μεταφέρει το "Walk On The Wild Side" στη Νέα Ορλεάνη, χωρίς μπάσο, με ντραμς, κρουστά και βιολί στο στιλ των Κρεολών.

Η επίσης κρεολικής καταγωγής Mary Gauthier, που κινείται ομοίως στα μονοπάτια της americana και έχει συνεργαστεί με τον πολυπράγμονα T Bone Burnett,  επιλέγει το πιο αφηγηματικό/αυτοβιογραφικό κομμάτι του Lou Reed”: το ψιθυριστό “Coney Island Baby” από το ομώνυμο album του 1976, τη νοσταλγική ματιά του Reed στη νιότη του.

Στην εκτέλεση του Lou Reed, το “I Love You, Suzanne” (από το New Sensations του 1984) θυμίζει τον Dylan να παίζει rhythm ‘n’ blues και rockabilly (για την ακρίβεια, το “Do You Love Me” των Contours). Οι Afghan Whigs που το διασκευάζουν για την περίσταση, δεν πειράζουν πολύ την απέριττη ενορχήστρωση, αν και ο Greg Dulli το προσαρμόζει στο δικό του, σαφώς πιο πληθωρικό και «αισθηματικό» ερμηνευτικό του ύφος.

Ο ίδιος ο Reed είχε προτείνει το “Legendary Hearts” (από το ομώνυμο, mainstream-rock album του 1982) στην Lucinda Williams. Οι δύο τους είχαν γνωριστεί στη Νέα Υόρκη μέσω του παραγωγού Hal Willner (που ειδικεύεται στα tribute και έχει συνεργαστεί με ονόματα όπως οι Marianne Faithfull, Sun Ra, Tom Waits, Allen Ginsberg, William S. Burroughs). Ο Willner είχε επιμεληθεί το τελευταίο project του Lou Reed, λίγο πριν από τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 2013: το box set Lou Reed: The RCA & Arista Album Collection, που συγκεντρώνει τα δεκατέσσερα στούντιο και δύο live άλμπουμ που κυκλοφόρησε στις δύο δισκογραφικές μετά τη διάλυση των Velvet Underground. Επιστρέφοντας στο προκείμενο, το “Legendary Hearts” πράγματι ταιριάζει τέλεια στη βραχνή φωνή και γενικότερα στο ύφος της Lucinda. Απλό και ροκάδικο, σαν κομμάτι του Tom Petty.  

Η Rosanne Cash ερμηνεύει το "Magician" από το εσωτεριστικό και κάπως χαοτικό και απροσπάλαστο Magic and Loss του 1992, ένα concept άλμπουμ με θέμα τον θάνατο και την απώλεια. Προσιδιάζει στην γκάμα της φωνής της, ενώ την σιγοντάρει στην κιθάρα ο John Leventhal που διατηρεί τη δριμύτητα του πρωτότυπου, όμως φέρνει στο προσκήνιο μια πιο έντονη country-blues αίσθηση.

To προαναφερθέν New Sensations αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο έναν πειραματισμό του Reed με τις φόρμες του post-punk (που, ούτως ή άλλως, είχε μακρινά επινοήσει ο ίδιος με τους Velvets). Οι Automatic εγγράφονται στους θιασώστες του είδους. Τρίο από το Λος Άντζελες, έχουν στα τύμπανα και στα φωνητικά την Lola Dompé, κόρη του Kevin Haskins, του ντράμερ των Bauhaus. Εδώ βρίσκονται στο στοιχείο τους και η διασκευή τους είναι αρκούντως αιχμηρή και νευρώδης.. 

Ο Reed έγραψε, τέλος, το “The Power of the Heart” (από όπου και ο τίτλος της ανθολογίας) το 2008, με αφορμή τον γάμο του με την Laurie Anderson. Η avant/electronica της συντρόφου του Reed είναι σημείο αναφοράς στον ηχητικές αναζητήσεις που επεξεργάζεται ο Brogan Bentley από την Καλιφόρνια.

Οι συμμετέχοντες, γενικά, καταθέτουν την δική τους ανάγνωση στον κατάλογο τραγουδιών του Lou Reed και, μολονότι διατηρούν ένα αίσθημα σεβασμού, δεν διστάζουν να εξερευνήσουν τις βαθύτερες δυναμικές των συνθέσεων. Ο Lou Reed ήταν ένας στυλίστας του περιθωρίου, που μετέφερε ερμηνευτικά εμπειρίες που δύσκολα αναπαράγονται από τρίτους στο στούντιο. Ωστόσο, αν μη τι άλλο, το The Power of the Heart: A Tribute to Lou Reed καταδεικνύει περίτρανα το βάθος της επιρροής του και το ανεξίτηλο αποτύπωμά του.

Το "The Power of the Heart: A Tribute to Lou Reed" κυκλοφορεί σε βινύλιο (και σε CD με ένα bonus track) από την Light In The Attic, με αφορμή την Record Store Day. Περιλαμβάνει booklet με σημειώσεις από τον παραγωγό/επιμελητή Bill Bentley, με φωτογραφίες από τον Mick Rock και τον Timothy Greenfield-Sanders.

 

Tracklist:

1. Keith Richards - I'm Waiting for the Man
2. Maxim Ludwig & Angel Olsen - I Can't Stand It
3. Rufus Wainwright - Perfect Day
4. Joan Jett and the Blackhearts - I'm So Free
5. Bobby Rush - Sally Can't Dance
6. Rickie Lee Jones - Walk on the Wild Side
7. The Afghan Whigs - I Love You, Suzanne
8. Mary Gauthier - Coney Island Baby
9. Lucinda Williams - Legendary Hearts
10. Automatic - New Sensations
11. Rosanne Cash – Magician
12. Brogan Bentley - The Power of the Heart (bonus track)

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured