Η αλήθεια είναι ότι δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως την αυτο-τοποθέτηση του Justin μετά από τόσα χρόνια στο λαμπερό στερέωμα της αμερικανικής pop: βαδίζει πλέον στα ώριμα 43 χρόνια του και έχει αποδείξει ότι και θέλει και μπορεί να βουτήξει σε εγχειρήματα πιο ώριμα και με περισσότερη αίγλη. Η αποδοχή που απολαμβάνει είναι οριζόντια στο στερέωμα: τον εγκρίνει όλο το φάσμα της ψυχαγωγικής βιομηχανίας. Ένα διαρκές darling της pop κουλτούρας από εκείνο το είδος που το ακροατήριο νοιώθει καλά να απολαμβάνει. Και μόνο η παρουσία του Justin αποτελεί κάτι σαν εγγύηση ότι δεν έχει χαθεί η ελπίδα της pop. Γιατί λοιπόν έχει κολλήσει στην άγουρη εφηβικότητα σαν μεστωμένος επιχειρηματίας που παλιμπαιδίζει με τα ανίψια του;
Ωστόσο: στο προ εξαετίας album του Man On The Woods τα έκανε μαντάρα – πόσο ανεστίαστη και χωρίς ψυχικό προσανατολισμό pop μπορεί να αντέξει κάποιος; Πόσο generic και αβαθή τραγούδια μπορούν να υποκαταστήσουν την ουσία σου; Πόσο πληκτική μπορεί να γίνει η βιομηχανία όταν επιβάλει την ομογενοποίησή της; Τα ερωτήματα αυτά, δεν απαντιούνται, δεν θα απαντηθούν. O Justin όμως συνεχίζει να περιφέρει την θετική αύρα του χωρίς να την υποστηρίζει έμπρακτα. Και αυτό έχει σημασία. Η απάθεια του αυτοματισμού επαναλαμβάνεται και στο Everything I Thought I Was. Ο Justin απλώνει 18 τραγούδια στη σειρά, χωρίς καμία ψυχική κινητοποίηση, τα παραθέτει σαν πραμάτεια, αναίσθητα και σαν αποτελέσματα τεχνητής νοημοσύνης – καμία ένδειξη δεν υπάρχει εδώ ότι συμμετέχει ένα ανθρώπινο ον. Γραμμένα και εκτελεσμένα σύμφωνα με την απαρέγκλιτη οδηγία του πρωτοκόλλου του τρέχοντος r’n’b pop καταναγκασμού. Κοινώς, στην πλειονότητά τους, τα τραγούδια του album του είναι βαρετά μέχρι αποπληξίας.
Παράδειγμα: το “Drown” είναι μια μελωδία που κινείται σε έναν ακαθόριστο, ατμοσφαιρικό ονειρόκοσμο, προχειρογραμμένο και επίπεδο, ο ίδιος μέσα σ’ αυτό παραπονιέται με αυτό το επιτηδευμένο υψίφωνο στιλ ότι «εκείνη τον αφήνει να πνιγεί», η γκρίνια γίνεται πλήξη και ο διάκοσμος μοιάζει με τεχνικολόρ ασάφεια με κάποιον να μετεωρίζεται στη μέση σαν αναποφάσιστος που αψηφά τη βαρύτητα. Αυτό δηλαδή που εδραίωσε ο δικό του brand o Weeknd, ο Justin το παίρνει και το κάνει τσίχλα. Το ίδιο μπορείτε να ανάγετε και στα υπόλοιπα κομμάτια εδώ -η διάρκεια του album έχει τον ατέλειωτο- η γενική μετριότητα είναι ισοπεδωτική και τόσο αναξιόλογη που ψάχνεις την πόρτα να βγεις μια ώρα αρχύτερα. Οι παραγωγοί και οι συν-συνθέτες παρελαύνουν ασταμάτητα σε αυτόν τον πολτό, και ο Calvin Harris παρών και ο Timbaland, σούζα και ο Cirkut και όλοι πηγαινοέρχονται με στικάκια και με εύκαιρα τα clouds τους να βάζουν και να βγάζουν απανωτές, ανελέητες κοινοτοπίες για να εξυπηρετήσουν τα επιτηδευμένα φαλτσέτο του Justin. Πόση σπαταλημένη ενέργεια πια για να κινηθείς σε μια γραμμή από το ανυπόφορο (“Love & War”) ως το δήθεν street-style (σε ένα από τα απαραίτητα ντουέτα, το “Liar” εδώ με τον Fireboy DML και σε άλλο ένα εξίσου ασήμαντο σε AOR στιλ με τον Tobe Nwigwe, το “Sanctified”). Αποκορύφωμα της αμηχανίας, η σύμπραξή του με τους παλιούς συνεργάτες NSYNC, στο “Paradise” και αν βρείτε πιο ζαχαρωτή, γλυκερή ανοησία φέτος τριγύρω θα εκπλαγώ πραγματικά – σαν κακή συμμετοχή της Ιρλανδίας ξερωγώ στη Eurovision 2005. Duh…
Σώζεται τίποτα από την αναισθησία; Ίσως ο εναρκτήριος φόρος τιμής στην ιδιαίτερη πατρίδα του “Memphis”, με μια αίσθηση γνησιότητας που διαπερνά την μελωδική στόφα του, το νέο-disco “Infinity Sex” σαν Jamiroquai σε hangover ή ίσως και το “Imagination” σαν Years And Years χωρίς την gay φαντασμαγορία. Όμως δεν έχουν πραγματική σημασία, δύο-τρεις στιγμές κάπως ζωντανών ψελλισμάτων, μέσα στον συνολικό οδοστρωτήρα.
Όχι βρε Justin – πάρ΄ το αλλιώς και πείσε τους χορηγούς σου για άλλα.