Κάντε ένα πείραμα: βάλτε τον νέο, πέμπτο studio δίσκο των MGMT στο repeat, σταματήστε στην τρίτη ακρόαση (ούτε στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη), βγάλτε τα ακουστικά και προσπαθήστε να φέρετε στο νου σας έστω και μια ολοκληρωμένη μελωδία από τις πολλές που κατοικοεδρεύουν μέσα στα 45 λεπτά της διάρκειάς του. Θα διαπιστώσετε ότι δεν είναι εύκολο να ανακαλέσετε κάτι συμπαγές, παρά μόνο αποσπασματικές μελωδικές υποψίες –και αυτές με το ζόρι θα διακρίνονται μέσα σε κάτι που θα φαντάζει… ασαφής χυλός.

Το παραπάνω είναι αρκετό για να αναδείξει το δομικό πρόβλημα του Loss of Life˙ ενός δίσκου που δεν προσβάλλει τον ακροατή σε κανένα του σημείο, αλλά δυσκολεύεται και να τον ανταμείψει για την επένδυση του (ολοένα και πολυτιμότερου στις μέρες μας) χρόνου του προσφέροντάς του κάτι εμπνευσμένο, ουσιαστικό ή με κάποιον τρόπο, τέλος πάντων, αξιομνημόνευτο. Tο δίδυμο που στην εκπνοή των 2000s πρωτοστατούσε στο ρεύμα της νεοψυχεδέλειας και πλασάρονταν (δικαίως, με τα τότε δεδομένα) ως οι φερέλπιδες του indie, σήμερα φυτοζωεί ως αμήχανη σκιά του εαυτού του. Οι ίδιοι μουσικοί που στο ντεμπούτο τους μοίραζαν μελωδικά ηλεκτροσόκ, αποδομούσαν το αμερικάνικο όνειρο με περίσσιο στιλ και έκαναν crossover στο mainstream ανεβοκατεβαίνοντας σχεδόν με τη σειρά τις νότες μιας απλής κλίμακας στο syntherizer, τώρα προσεγγίζουν επικίνδυνα την dad rock κατηγορία. Εκείνοι που στον δεύτερο, υποτιμημένο δίσκο τους καβαλούσαν ορμητικά ψυχεδελικά κύματα, σήμερα απλώς επιπλέουν.

Επιπλέω, βέβαια, σημαίνει κιόλας ότι δεν βυθίζομαι. Και πράγματι, το Loss of Life αποτελεί ένα minimum viable product, που θα έλεγαν και στον corporate κόσμο. Με άλλα λόγια, κάνει τα απολύτως απαραίτητα ώστε να περάσει τη βάση και να σταθεί με κάποια αξιοπρέπεια στην υπερκορεσμένη εναλλακτική αγορά των mid 2020s. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να αρνηθείς το ότι η νοσταλγική Britpop αύρα του “Mother Nature” έχει την ομορφιά της. Ούτε μπορείς να αγνοήσεις την τίμια προσπάθεια που έγινε στο “Bubblegum Dog” σε επίπεδο σύνθεσης, έστω και αν ως σύλληψη φαντάζει πιο ετερόφωτο και από τη σελήνη. Στο δε “Nothing Changes”, δεν μπορείς να μην αντιληφθείς ότι οι αμερικανοί φτάνουν αρκετά κοντά σε αυτό που πριν κάποτε θα αποκαλούσαμε “indie anthem” –η εναλλαγή στο δεύτερο μισό του κομματιού είναι μάλλον και το συνθετικό highlight του δίσκου ολόκληρου.

Τα παραπάνω όμως επ’ ουδενί δεν αρκούν για να ανατρέψουν τη συνολική εικόνα του Loss of Life, η οποία δυστυχώς είναι μέτρια. Είναι η εικόνα –ή μάλλον ο ήχος– μιας μπάντας κουρασμένης, που στερείται των αναγκαίων αποθεμάτων δημιουργικότητας που θα της επέτρεπαν να σπάσει τα δεσμά της ρουτινιάρικης οικειότητας και να καταθέσει κάτι περισσότερο από σκόρπιες αναλαμπές και αποπροσανατολισμένες ιδέες σε ντεκαφεϊνέ συσκευασία. Επιπλέω, άλλωστε, δεν σημαίνει μόνο δεν βυθίζομαι˙ σημαίνει και ότι δεν πάω πουθενά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured