Υπάρχει κάτι αυτο-ακυρωτικό στην εκφορά που επιλέγει η Marika Hickman από το Hampshire της Βρετανίας, για να αποδώσει τις μελωδικές απεραντολογίες της: δεν είναι καθόλου αναγνωρίσιμη η χροιά της, η εσωτερική ορμή της διακόπτεται από -προφανώς- δικούς της «κόφτες» και οι κυκλοθυμικές αναπτύξεις των τραγουδιών της μοιάζουν να αποφεύγουν τα όποια αγκιστράκια θα μπορούσαν να παρέχουν στον ακροατή της λαβές για να κρατηθούν από αυτά. Μοιάζει η συμπαθής Marika να αποποιείται την δέσμευση (παρότι ερωτική σύντροφος της Polly McKey ή Art School Girlfriend), ακόμα και την ελάχιστη επαφή με τον ακροατή της. Μοιάζει να υπάρχει ένα αναρτημένο πέπλο -η ίδια το επιλέγει- ανάμεσα στις νυκτωδίες της και τους ξάγρυπνους παραλήπτες τους. Τι περίεργο: η Marika θέλει να βρίσκεται εκεί αλλά να μην είναι ούτε προσβάσιμη, ούτε γενναία ορατή…
Υπάρχουν όμως τα δέκα τραγούδια του άλμπουμ της: κυλούν σε μια απρόβλεπτη αισθητική αλληλουχία, διαδέχονται το ένα το άλλο σαν να αλλάζει βίαια σελίδες σε ένα βιβλίο και να βρίσκεται κάθε φορά σε διαφορετικά ηχοτοπία. Μοιάζει σαν να αρνείται να τακτοποιήσει τις παρορμήσεις της. Δεν συναινεί στην ισόρροπη και κελαριστή πορεία της δουλειάς της. Σκληραίνει και μαλακώνει, ψιθυρίζει και φωνάζει σε άτακτα χρονικά σημεία. Η Marika είναι αν μη τι άλλο απρόβλεπτη.
Ωστόσο, οι αναφορές και το αισθητικό σύμπαν της δεν είναι καθόλου απρόβλεπτο. Η Marika εμπνέεται από την γυναικεία τραγουδοποιία όπως αυτή διαμορφώθηκε στα 90s με το κύμα εκείνων των καλλιτεχνίδων που εστιάστηκαν στην περήφανη, αλλά πολυσύνθετη γυναικεία «φύση» τους, τη συναισθηματική καταιγίδα δηλαδή της Tori Amos, της Ani Di Franco, της Tracy Bonham και της Alanis Morrissette. Από την άλλη, γοητεύεται από το μυστικιστικό shoegazing των Lush και των Slowdive, βρίσκει σ’ αυτό μια οικεία της πλατφόρμα έκφρασης, γεμάτη ωκεάνιους ήχους από τη μία και παραπετάσματα ηχητικών μαζών που εξασφαλίζουν ένα dream pop στοιχείο. Και αυτό το dream pop στοιχείο είναι αυτό στο οποίο συχνά στρογγυλοκάθεται με τα καλύτερα αποτελέσματα αυτού του album: το “Slime” είναι ένα αδιαμφισβήτητο highlight σ’ αυτό τον προσανατολισμό. Όπου η Marika κλείνει το μάτι στον ατμοσφαιρικό διάκοσμο του Owen Pallett είναι νικηφόρα. Κι άξαφνα μετά την πρόκριση μιας μεγαλοπρεπούς ενορχήστρωσης για την ακέραιη έκφρασή της, αναδιπλώνεται ξαφνικά και παθαίνει Sandy Denny όπως στο εσωστρεφές σχεδόν βουκολικό “Yellow Mile” μόνη μέσα στον ακουστικό folk διάκοσμό της.
Η παραγωγή του Charlie Andrew -μόνιμος συνεργάτης της στα δέκα χρόνια των ηχογραφήσεών της- παρακολουθεί τις διαθέσεις της καταϊδρωμένος, μπαίνει στο στούντιο και αντιμετωπίζει πολυκάναλα έγχορδα να ξεχύνονται τριγύρω (“The Ground”) και από την άλλη έχει μόνο να διαχειριστεί ένα μυσταγωγικό, θλιμμένο πιάνο χωρίς τίποτα άλλο να διαταράσσει την πορεία του (“The Lonely House”). Η ίδια αναλαμβάνει όλα τα όργανα μόνη της εκτός από τα synthesizers που τα τρέχει ο Sam Petts Davies όταν επιθυμεί η δημιουργός και τα έγχορδα που αναλαμβάνει ένα σύνολο με αιθέρια αύρα. Όπου και αν φυσάει περιπτωσιακά ο αέρας μέσα στο άλμπουμ της Marika, όμως, δεν μπορεί να σε βρει πουθενά, ακούγεται διαρκώς σαν το μετέωρο βήμα του πελαργού, ένα καθόλου γειωμένο όραμα που αρνείται να καταλήξει σε έναν ορίζοντα.