Πώς μου ήρθε τώρα ελέω Ty Segall, κι ανέτρεξα στο Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές, το ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη που έκλεινε το Αναπήρων Πολέμου εκδοθέν το 1982 για τον εκδοτικό οίκο Ύψιλον, ένας θεός το ξέρει. Έγραφε λοιπόν ο Βαρβέρης:
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί
– ξεχασμένοι έστω –
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.
Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.
Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.
Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Επισκέπτομαι αραιά μα με αγάπη τον Ty Segall. Έχει υπάρξει, 16 χρόνια πριν, όταν πρωτακούγαμε το “Pretty Baby”, το πιο βρώμικο one-man garage fuzzed πράγμα που έφτανε στα αυτιά μας. Τότε όταν και ξεκινούσε από το Σαν Φραντσίσκο και περνούσε απ’ το Όραντζ Κάουντυ της Καλιφόρνια, κουβαλώντας ένα σχεδόν παιδικό drum kit, ένα μικρόφωνο και μπόλικες τοξικές, θορυβώδεις αυταπάτες για τις νεογκαράζ εμφανίσεις του. DIY, κομπλικέ punk, ένα one man show που έσερνε το κουφάρι του από πόλη σε πόλη και από πολιτεία σε πολιτεία, ενθουσιωδώς ακατάληπτο, εξαρτημένο απ’ τις φόρμες της δεκαετίας του ’60, εγκλωβισμένο στην ημιτελή αποδόμησή τους. Ο Ty τα είχε χαμένα με τις δόσεις. Ένα ριφ αλά Stooges λειτουργούσε διεγερτικά, ο Beefheart εμπλεκόταν ως lo-fi παράδοξο, ενόσω μια ρυθμική γραμμή των Standells επαναλαμβανόταν σε εκκωφαντικό reverb. Έκτοτε πολλές wah-wah, trippy, psychotropic, kraut, prog και λοιπές αμετάφραστες εκδοχές του έχουν καταγραφεί, ως μια γυρολογική παραπεμπτική αναφορά στα ’60s και πέρα. Ένας πολυπαραγωγικός, διαχρονικά άνισος ροκεντρόλερ με πηγαίο ενθουσιασμό, ορμή στα lives και άδολη καλιφορνέζικη όρεξη, που έφτασε αισίως στο 15ο πόνημά του με τον τίτλο Three Bells.
15ος δίσκος, 15 τραγούδια, με Emmett Kelly, Mikal Cronin, Charles Moothart και λοιπούς σεσημασμένους, παρόντες για τα τριπαρίσματα ενός διπλού σε διάρκεια LP. Εκ νέου κι αναλόγως των εφήμερων διαθέσεων, με το ένα χέρι βαστά τη ντάνα με τους δίσκους προς ακρόαση, και με τα δάχτυλα της δεξιάς παλάμης, γυρίζει το ένα εξώφυλλο μετά το άλλο, καταβροχθίζοντας το περιεχόμενο και χωνεύοντας αμάσητες τις φόρμες. Κάθε φορά, το γεύμα του Segall μετατρέπεται στη δική του σπεσιαλιτέ. Εν προκειμένω, είχαμε επικές Sabbath-ικές ορέξεις, Funkadelic-ες γκρούβες, μα και Beatles και Bowie και T.Rex και Floyd ακροάσεις. Καλέ μου Ty μεγαλώνεις. Θες και το κορίτσι πλάι στα πειράματα για να σου καθαρίζει τις βρωμιές, να νιώθεις τη θαλπωρή της ρουτίνας, να επαναπαυθείς στην επανάληψη, να κυνηγήσεις το remake του “Freedom’s Goblin”. Δεν επεδίωξες το παράλογο, τέρμα οι πηχτές μπύρες στα θολά, υγρά πατώματα, εδώ απαρίθμησες τι ρετάλια είχες στη φαρέτρα, έπλεξες με προσχέδιο το εργόχειρο, παρέδωσες “Eggman”, “My Room”, “My Best Friend”, “Denée” και “Wait”, κι είσαι πάλι «αυτός που πρέπει, με λίγο λιγότερη κωλοφαντασία».
Είναι πιθανό, αν δε σας έχει ήδη συμβεί, να συναντήσετε τυχαία σε κάποιο ταξίδι, δισκάδικο, συναυλία ή μπαρ, αυτά τα αγόρια και κορίτσια, με συνήθως πράσο, ίσιο μαλλί, που κάνουν μια κάποια εβδομαδιαία δίωρη εκπομπή σ’ ένα μακρινό ραδιοφωνικό σταθμό στο αχανές Michigan, Texas κ.ο.κ., παίζοντας King Gizzard μα και Kinks, Thee Oh Sees αλλά και Sonics. Είναι βέβαιο πως θα ομονοήσουν στο σεβασμό και στην αγάπη που τρέφουν προς το πρόσωπο του Ty Segall, με τρόπο αδιατάραχτο όπως οι πάλαι ποτέ Deadhead φανς, ανεξάρτητα από το εκάστοτε δισκογραφικό αποτέλεσμα. Άλλωστε τα όμορφα σφάλματα, η εκτός προγράμματος ελευθεριότητα, οι πηγαίες εξάρσεις υπήρχαν και εξακολουθούν εντός του. Στο παραπάνω γραπτό του Βαρβέρη, έπειτα από την παραδοχή της μετριότητας ως μαθηματικό αποτέλεσμα της κάθε πορείας, οι στίχοι καταλήγουν ως εξής:
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή
κι αποτεφρώνονται.