Η «αγάπη» δεν είναι καινούργια λέξη για τους Idles. Μέσα από τις τέσσερις κυκλοφορίες τους έχουν εξερευνήσει τη μεταμορφωτική της δύναμη σε όλες τις εκφάνσεις της. Πίσω από κομμάτια για την τοξική αρρενωπότητα, το φυλετικό μίσος, την εξάρτηση στις ουσίες και το λευκό προνόμιο, η αγάπη παραμόνευε στο βάθος ως το μόνο φως στο τούνελ της προσωπικής και κοινωνικής αναγέννησης. Μάλιστα μία από τις σπουδαιότερες, δισκογραφικές στιγμές του γκρουπ έχει την λέξη στο τίτλο της (“Love Song”).
Δεν είναι απορίας άξιον, λοιπόν, που ο νέος δίσκος των Βρετανών είναι αφιερωμένος ολοκληρωτικά στην αγάπη, με τα μέλη της μπάντας σε κάθε ευκαιρία που τους δίνεται να υπερτονίζουν τη σημασία που έχει για τους ίδιους. 29 φορές αναφέρεται στον δίσκο, ενώ εδώ και εκεί επαναλαμβάνεται ως συνωμοτικό σύνθημα η φράση “Love is the fing”. Και όλα αυτά θα έμοιαζαν κάπως καχύποπτα ή μελοδραματικά, αν το μέλωμα των Idles έμενε μόνο στα λόγια: στο Tangk αφήνουν για πρώτη φορά την ευαλωτότητα τους να φανεί τόσο έκδηλα στη μουσική τους έκφραση. Αν μέχρι τώρα η αγάπη φανερωνόταν ως ουλή ανάμεσα στις πληγές και τα ουρλιαχτά του Joe Talbot, πλέον φτάνει ως ένα τρυφερό χάδι μέσα από στιλιστικούς και ερμηνευτικούς ελιγμούς, πρωτόγνωρους για τη ψυχή της μπάντας.
Επί του πρακτέου, χωρίς να απωλέσουν ριζικά τα πυρηνικά στοιχεία που τους ανέδειξαν σε ένα από τα πιο αγαπημένα φεστιβαλικά ονόματα και κύριους εκπροσώπους του brexit, post-punk κύματος, αποτολμούν να κινηθούν σε μία κατεύθυνση που μοιάζει σαν απάντηση στην ερώτηση «πώς θα ακούγονταν οι Idles αν ήταν πρωταγωνιστές στο βιβλίο Meet Me In The Bathroom;». Το νέο ηχητικό πεδίο δράσης περιχαρακώνεται από μία άκρως ατμοσφαιρική εισαγωγή (“IDEA 01”) και ένα αφαιρετικό φινάλε (“Monolith”), με το αλα Pharoah Sanders σαξόφωνο, που μεταφράζεται πιο πολύ ως άνω τελεία παρά ως πραγματικό κλείσιμο. Δεν είναι ακριβώς ενδεικτικά ως προς το ύφος του υπόλοιπου περιεχομένου, αλλά δίνουν το στίγμα ως προς αυτή τη νέα ελευθερία και χαλαρότητα που νιώθει το γκρουπ. Αυτή γίνεται εξίσου αισθητή στα “POP POP POP”, στο οποίο ο Talbot ριμάρει στίχους γύρω από την έννοια του “feudenfeude” (εκείνο το συναίσθημα χαράς που νιώθει κανείς για τα επιτεύγματα αγαπημένων του ανθρώπων) και στο “A Gospel”, μία lo-fi πιανιστική μπαλάντα που θα μπορούσε άνετα να υπήρχε σε κάποιο παλαιότερο δίσκο των National.
Με εξαίρεση ίσως μόνο το “Gift Horse”, το μοναδικό κομμάτι post-punk οδοστρωτήρας που θα μπορούσε να βγάζει νόημα σε προηγούμενο άλμπουμ των Idles, όλα τα υπόλοιπα διακατέχονται από ένα indie φορτίο που κάνει το γκρουπ να ακούγεται σαν να ανήκει στην νεοϋορκέζικη εναλλακτική ροκ σκηνή του πρώτου μισού της δεκαετίας του 2000 την οποία αποτυπώνει η Lizzy Goodman στο προαναφερθέν βιβλίο. Δεν είναι καθόλου τυχαία η συμμετοχή των James Murphy και Nancy Whang των LCD Soundsystem στο “Dancer” - παρόλο που τα φωνητικά τους χάνονται πίσω από τα αδικαιολόγητα, εδώ, γκαρίσματα του Talbot -, όπως ούτε ο αλα Hives garage-punk δυναμίτης “Hall & Oates” που κλείνει το μάτι στο “Daft Punk Is Playing At My House”. Στα “Roy” και “Jungle” οι Idles ξεκλέβουν λίγη από την επικότητα τσέπης των Walkmen, ενώ στο “Gratitude” η φωνή του Talbot παθαίνει Casablancas. Και η συμμετοχή των Nigel Godrich και Kenny Beats στην παραγωγή του δίσκου επισφραγίζει ακριβώς την πρόθεση του γκρουπ να επιχρωματίσει με indie μπογιά τα γνώριμα στοιχεία της ταυτότητας της.
Εν τέλει, το Tangk είναι ο δίσκος που μάλλον θα διώξει μακριά τους τελευταίους σκληροπυρηνικούς οπαδούς των Idles, θα δημιουργήσει μία νέα σχέση εμπιστοσύνης με όσους συνέχισαν να τους πιστεύουν και θα τους χαρίσει νέο κοινό από αυτό ίσως που οι ίδιοι κάποτε κορόιδευαν. Η ιστορία λέει, πάντως, πως 7 χρόνια έπειτα από τότε που έσκασαν σαν βόμβα, παραμένουν πιο σχετικοί από ποτέ έχοντας καταφέρει να παίξουν το παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας με τους δικούς τους όρους. Ακόμη και αν κάπου έχασαν τη ψυχή τους, σίγουρα δεν την ξεπούλησαν ποτέ. Ίσα ίσα εδώ μας την προσφέρουν κιόλας στο πιάτο.