Για τους μακρινούς ή κοντινούς ανθρώπους που εξωτερικεύουν τα προβλήματά τους, φλυαρούν ή έστω αερολογούν για να ξεφορτωθούν τα βάρη τους, οι ερμηνείες εκτείνονται μεταξύ βαρεμάρας, συμπόνιας, έως την εκ του πονηρού καταγραφή συμπεριφορών για μελλοντική χρήση. Ένας λογοτέχνης θα κάνει την εύστοχη παρατήρηση και θα σου πει να μη μαρτυράς ποτέ τις ιστορίες σου γιατί ο τυχαίος ακροατής θα τις μετουσιώσει σε δικές του. Εγώ σας λέω πως είτε θες να βγάλεις άκρη με το σύντροφο, το συνεργάτη, το γιατρό, τον εφοριακό ή έστω το νέο δίσκο του Gruff Rhys, καλό είναι να βάζεις τα ζητήματα στο τραπέζι, αφενός διότι το ίδιο κάνει ο Rhys με όσα τον ταλανίζουν, αφετέρου επειδή συζητώντας με συνακροατές κερδίζεις νέες οπτικές, εφόδια και αποκωδικοποιήσεις. Μεταχειριζόμενος το τελευταίο και δανειζόμενος την ιστορία ενός άλλου, σας μεταφέρω πως, τρόπον τινά, η σόλο καριέρα του Rhys ομοιάζει στις ενδοσκοπήσεις της, όπως ο εκτός Kinks βίος του Ray Davies.
Στη σούμα εντός και εκτός Super Furry Animals, Neon Neon και λοιπών projects, πρόκειται για την 25η κυκλοφορία του Ουαλού, τυπικά 8ου solo studio LP του, το οποίο προέκυψε μέσα από τις τριήμερες ηχογραφήσεις στο γαλλικό La Frette Studio. Εκεί, σε αυτό το στούντιο εντός αναμορφωμένου οικήματος του 19ου αιώνα, η This Is The Kit έδωσε φωνή, οι Osian Gwynedd (πιάνο), Huw Williams (μπάσο) και ο πρώην ντράμερ των Flaming Lips Kliph Scurlock, μεταξύ άλλων μουσικών, έφτιαξαν τη low key παρέα για το LP με τον κάθε άλλο παρά παραπλανητικό τίτλο Sadness Sets Me Free. Σε επόμενο χρόνο μεταξύ Marseille και Cardiff σουλουπώθηκαν οι έγχορδες ενορχηστρώσεις, με αποτέλεσμα ένα γενικότερο σχήμα χωρίς δεύτερες ή τρίτες σκέψεις. Η αλήθεια είναι πως δεν έχεις πολλά να πεις για τις εξομολογήσεις του 53χρονου Gruff Rhys, υπό την έννοια πως ορθώς διαπιστώνεται αυτή η ισορροπημένη ευφορική μελαγχολία και γλυκιά θλίψη της στιχουργίας και του ρυθμού, με σταράτη και καταπραϋντική δραματουργία.
Εφόσον συνταχθείς με την τιτλοφορία, καμιά αμφισημία δε θα συναντήσεις στο σώμα του LP. Στο “Bad Friend” (το οποίο θα γινόταν μεμιάς εγχώρια επιτυχία, αν είχε βγει 20 χρόνια πριν, όταν και υπήρχε αθηναϊκή indie νύχτα) ακόμη κι οι κακοί φίλοι παραμένουν φίλοι, η αισιοδοξία του “Silver Lining (Lead Balloons)” σχηματοποιείται ως «όνειρα σε νοικιασμένο αμάξι», το “They Sold My Home To Build A Skyscraper” χορεύεται και για το ελληνικό gentrification παράδειγμα κ.ο.κ. Αξιόπιστος και ακριβής, λίγο πριν δηλώσει παραίτηση στο “I Tendered My Resignation”, ανασκουμπώνεται και συνεχίζει στο φινάλε με το “I’ll Keep Singing”, ο Rhys έχει καθ’ όλη τη διάρκεια του LP, το χαμηλό βλέμμα μα και την εκφραστικότητα για να σκύψει στις έγνοιες του. Στο μονοπάτι όσων αντίστοιχα πράττουν χωρίς μεγαλοστομίες, τις μετασχηματίζει σε μερικές έξυπνες, σύντομες κι ανάλαφρες μοναχικές εξιστορήσεις. Τίποτε το απρόσμενο, κανένα μεγαλεπήβολο κυνήγι, μα και καμιά διάψευση, μονάχα δέκα φροντισμένες, και τελικά ελπιδοφόρες, διεισδύσεις.
Ξεκινά με lo-fi country πουκάμισο, που και που κάνει πολιτικές νύξεις περί μοναρχίας και ολιγαρχικού Τύπου, χαμογελά σε pocket συμφωνίες, όλα καλώς καμωμένα είναι σε τούτο το ψυχογράφημα, αφού ο φίλος μας τα λέει, με γνώμονα και φλέγμα «απελευθερώσεως μέσω της θλίψης». Lovely, που λεν και οι πατριώτες του.