Στο animation της Pixar με τον τίτλο Ratatouille, περιγράφεται η ιστορία του Ρεμί, ενός καλοφαγά ποντικού που θέλει να γίνει μάγειρας στο καλύτερο εστιατόριο του Παρισιού. Για να μη σας τα πολυλογούμε, ως είθισται όλα πηγαίνουν καλά στο φινάλε, και ο ρεστοκριτικός Άντον Ίγκο όπου έχει το ρόλο του κακού, ταξιδεύει στην παιδική του ηλικία χάρη στις μαγειρικές αρετές του μικρού αρουραίου. Σε εκείνο το σημείο, αποκαλύπτεται και η παραδοχή της θέσης του. Ακόμη και μπροστά από το πιο μέτριο ή κακό πιάτο, με δεδομένο τον κάματο και την προσπάθεια του δημιουργού, ο λόγος του κριτικού υστερεί, καταλήγει άνευ σημασίας.
Να συμφωνήσουμε έως τελείας με την παραπάνω προσέγγιση, με τον εξής αστερίσκο. Πως νιώθετε όταν μπροστά από ένα πολυδιαφημιζόμενο ως μαμαδίστικο και αγνό πιάτο με ντολμαδάκια, μαγειρεμένο σε κατσαρόλες με γκάζι, με zero waste πολιτική και μάγειρες τσακάλια που τις παίζουν στα δάχτυλα τις πρώτες ύλες, αντί για το ποίημα που φαντασιωθήκατε, χρυσοπληρώνετε ένα τσουρούτικο μεζέ, φτιαγμένο βιαστικά και επιτηδευμένα; Σε αυτή την περίπτωση, θα όφειλε ο γαστρογραφιάς να σας έχει πει τι πραγματικά συμβαίνει ή αρκείστε στη βολική θέση τού να συνταχθεί στην περιρρέουσα hype δυναμική και να επιβεβαιώσει το τεχνικό βιογραφικό, το εξωγευστικό πλαίσιο και το γενικότερο φραμπαλά;
Ας αφαιρέσουμε τα σκοτεινά σημεία, τα ενδεχόμενα του να πέσατε θύματα των ατέρμονων ανταλλακτικών δημοσίων σχέσεων ή της επί πληρωμής «γνώμης». Άλλωστε, το ίδιο θα πράξουμε και για το New Blue Sun του André 3000. Δε θα πιστέψουμε πως για το επονομαζόμενο 87λεπτο εσωτερικό του ταξίδι, οι δεκάδες διθυραμβικές κριτικές προέκυψαν αναλόγως εξαιτίας των όποιων υπόγειων σχέσεων με τον André 3000. Εν παραδείγματι, ο συντάκτης του Pitchfork βαφτίζει το LP ως συνολικό αποτέλεσμα της ambient, electronic, jazz, free, new age LA κοινότητας (ελέω Carlos Niño), με το πνεύμα του Sanders να ορίζει το αίσθημα. Δεν έχει σκοτεινά κίνητρα, μα ενδεχομένως να ενθουσιάστηκε από το αναπάντεχο κοντράστ της πορείας μιας Outkast φιγούρας σε meditation guru. Άλλωστε ο ίδιος συντάκτης σε έναν αναλόγου αισθητικής δίσκο του Carlos Niño, έχει σταθεί μετρημένα, εστιάζοντας στις ανολοκλήρωτες ιδέες, φανερώνοντας πραγματική ασχολία για το περιεχόμενο και τις παραπομπές αυτού, έχοντας επίγνωση των περιπτώσεων που οριοθετούν τις ονειροπολήσεις του Nino, όπως εκείνες των Laraaji, Brother Ah, Alice Coltrane και Midori Takada. Γιατί το departure του André να δικαιολογεί το αποτέλεσμα ως κάτι σπουδαιότερο από ένα μακροσκελές χαλί για τις ανάγκες ενός spa; «Δυο μέρες στούντιο με πιαχά στο σέικερ και τσίτα Zamfir στα στέρεα» όπως επεσήμανε φίλος ή όπως χαριτολόγησε το δίδυμο Leslie Jones και Jordan Klepper του Daily Show, εκεί όπου ο André μεταστρέφεται σε Andrew, “This Is how you know the white people are winning. Y’all done turned André 3000 into Jethro Tull”.
Όσο και αν οι επιτηδευμένα μακροσκελείς, χιουμοριστικές(;) τιτλοφορίες του δίσκου του (πχ "I Swear, I Really Wanted to Make a 'Rap' Album but This Is Literally the Way the Wind Blew Me This Time" ή "The Slang Word P(*)ssy Rolls Off the Tongue with Far Better Ease Than the Proper Word Vagina. Do You Agree?"), σε βάζουν σε αντίστοιχο πειρασμό με εκείνον έτερου ακροατή που προέβλεψε πως στη deluxe έκδοση του τριπλού LP θα προστεθεί ένα ακυκλοφόρητο outtake με τον τίτλο “Ι Have Come To Realize That I Am So Famous That People Will Pay To Watch Me Masturbate”, συνιστούμε τελικώς ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, πέραν της εύλογης πλάκας. Ο solo δίσκος του André δεν αποτελεί μια μεσσιανικού τύπου αποκάλυψη, μια αναπάντεχη επιφοίτηση, αποτέλεσμα μιας πνευματικής αγρανάπαυσης 17 ετών. Οι Carlos Niño (bells, chimes, cymbals, drums, gong, plants, percussion), Nate Mercereau (guitar, guitar synth, live sampling), Surya Botofasina (keyboards, synthesizer), Deantoni Parks (drums), Diego Gaeta (keyboards, synthesizer, piano), Matthewdavid (mycelial electronics), V.C.R (violin, effects), Jesse Peterson (bass, sintir, pedals), Mia Doi Todd (vocals) και ο ίδιος ο André 3000 (wind controller, pedals, contrabass flute, "panther toning" , flute), είχαν την πολυτέλεια να καβλαντίσουν (ή να διαλογιστούν) με το ambient πρόσχημα ως δημιουργική ασπίδα. Αυτό το αοριστολογικό ambient φάσμα δεν ήταν που προσέθεσε και ασύμμετρους πόντους στο LP των Pharoah Sanders/Floating Points;
Στο Spotify έχει στήσει μια πολύ ωραία 6ωρη λίστα υπό τον τίτλο André 3000 Digs Jazz με κομμάτια δικά του, αλλά και των Steve Reich, Yusef Lateef, Hiroshi Yoshimura, John Coltrane, Laraaji, Thelonious Monk και Sun Ra, μεταξύ άλλων. Δε γνωρίζουμε αν επιλέγει να εντάξει τα κομμάτια του New Blue Sun στην ίδια ροή ως statement ή ως χιουμοριστική φάρσα. Το μόνο βέβαιο είναι πως, για να γυρίσουμε στα της εισαγωγής, δε θα σταθούμε υπεροπτικά απέναντι στην ενδεχόμενη ειλικρινή εσωτερική του ανάγκη, έστω κι αν έχει όλο το commercial σύστημα για να την χαϊδολογήσει και να την υποδεχτεί. Όμως το να καταλήγουμε πως το πρόσκαιρο «ντολμαδάκι» του André 3000 είναι μυστικιστικά σπουδαίο (με κόστος 80$ στη φυσική του βινυλιακή μορφή) μόνο και μόνο επειδή φέρει την υπογραφή του, ενώ επιμόνως παραλείπονται διαχρονικά τα ειλικρινή, βαθιά και ταπεινά -Edward Larry Gordon- δημιουργήματα πανταχόθεν, μέχρι να βρεθεί ένας Eno να τα εξάρει, ε, αυτό πάει πολύ.