«Ακούμε συχνά για την κατηγορία των “breakup άλμπουμ”, αλλά για τα “funeral άλμπουμ” δεν μιλάει κανείς» έγραφε στο Avopolis ο Μιχάλης Τσαντίλας το 2015 στο review του για το τότε εμπνευσμένο από την ασθένεια και την απώλεια της μητέρας του album του Sufjan Stevens, Carrie & Lowell, το οποίο με συνοπτικές διαδικασίες καταγράφηκε ως μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες εκείνες της χρονιάς και ένα από τα καλύτερα albums του indie darling από το Michigan. Από τότε κύλησε κι άλλο νερό στο αυλάκι για τον ταλαντούχο τραγουδοποιό, ήρθε το «άνοιγμα» στο κοινό που ίσως δεν τον γνώριζε μέχρι τότε με τη μεγάλη επιτυχία του “Mystery of Love” μέσα από το soundtrack της ταινίας Call Me By Your Name και τη σχετική υποψηφιότητα για Όσκαρ, ήρθαν οι so and so πειραματισμοί του Ascension το 2020 και το επικών φιλοδοξιών Convocations του 2021 στον απόηχο του θανάτου του πατέρα του καλλιτέχνη. Μέχρι που ήρθε η στιγμή για ένα ακόμα «ορθόδοξο» Sufjan Stevens, ένα χρυσό δεκάρι, που αντλεί από όλα τα προηγούμενα για να συνθέσει ένα άψογο στο είδος του αποτέλεσμα.
Με το Javelin ο Sufjan Stevens ρίχνει το δόρυ του πίσω στις ρίζες του ως singer-songwriter -στις ίδιες ρίζες που αριστουργηματικά είχε επιστρέψει και το 2015 με το Carrie & Lowell- και πετυχαίνει ένα album χωρισμού, πένθους, αλλά και φωτός. Ένας δίσκος εξόχως προσωπικός, τον οποίο ο χαμηλότατων τόνων Sufjan Stevens τον αφιέρωσε δημοσίως στον πρόσφατα αποβιώσαντα σύντροφό του Evan Richardson, το «φως της ζωής του», κάνοντας παράλληλα το «επίσημο» coming out του και κάνοντας το Tik Tok να σπαράξει. Αλλά κι ένας από εκείνους τους τόσο προσωπικούς δίσκους που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αφορούν σχεδόν όλους και σχεδόν όλοι παραδέχονται.
Όλα τα καλά και οι αρετές που ο Sufjan Stevens έδειξε αλλά και καλλιέργησε όλα αυτά τα χρόνια συνωμοτούν θετικά στο Javelin: η παραδοσιακή singer-songwriting φόρμα στην οποία ο Sufjan Stevens έχει αποδείξει ότι μπορεί να θριαμβεύσει αλλά και οι χαραμάδες των νέων καλλιτεχνικών δρόμων που περπάτησε την τελευταία δεκαετία, η comfort folk αισθητική των ρουστίκ κιθαριστικών δακτυλισμών και του banjo που τον ανέδειξε αλλά και οι εντυπωσιακές, πανέμορφες ενορχηστρώσεις που συμπυκνώνουν αυτές τις καλλιτεχνικές του περιπλανήσεις, η φιλοδοξία του για μεγάλα concepts που όμως εδώ επιδεικνύει σοφή αυτοσυγκράτηση περιοριζόμενη σε ένα ρόλο στιλίστα πάνω στα δέκα άκρως ισορροπημένα τραγούδια του δίσκου. Και μια αίσθηση «μεγάλου» δίσκου με πολλούς συντελεστές, εργατοώρες, λεπτοδουλειές, logistics ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια home studio ηχογράφηση, βασισμένη στην εγγενή δυνατότητα κάθε ολοκληρωμένου τραγουδοποιού να βγάζει πολλά με τα λίγα.
Μέσα από στρώσεις πάνω στις στρώσεις πόνου, ποτισμένες με την πίκρα της απώλειας αλλά τη γλύκα των αναμνήσεων ο Sufjan Stevens επιδίδεται στο ντελικάτο crooning του, σχεδόν μονολογώντας σε στιγμές σαν να είναι μόνος του στο δωμάτιο και αφήνει τον εαυτό του να χαθεί στη μουσική χωρίς να νιώθει πάντα την ανάγκη να πει κάτι. Αλλά και χωρίς την παραμικρή διάθεση για καλλιτεχνικές εκπτώσεις.
Κάπως έτσι η γλυκιά πιανιστική εισαγωγή του εναρκτήριου “Goodbye Evergreen” κάνει ένα πολύχρωμο μπαμ φανερώνοντας με ελεγχόμενη αυτοπεποίθηση τις επικές διαστάσεις του έργου του Sufjan Stevens, το “A Running Start” ξεδιπλώνει τη λιακάδα των πανέμορφων αρμονιών του, το lead single “Will Anybody Ever Love Me?” τραγουδάει την αγωνία της ανάγκης να αγαπηθούμε για τους σωστούς λόγους, τρέχοντας καρφί στο top τραγουδιών του Stevens, το “My Little Red Fox” παίζει τρυφερά με το μοτίβο του βαλς, το center piece “Shit Talk” απελευθερώνει στα οχτώμιση λεπτά του όλες τις μεγάλες πνοές για τις οποίες μας προϊδέαζε ο Stevens για τα προηγούμενα 8 tracks, ενώ στη θέση νούμερο 10 η διασκευή του “There’s A World” αποδεικνύει ότι ακόμα και εν έτει 2023 υπάρχουν τρόποι για μία κιθάρα να ξεκλειδώσει νέες διαστάσεις του Neil Young.
Κάπως έτσι ο Sufjan Stevens μεταβολίζει τον πόνο του με όλα τα καλά που του έδωσε ποτέ η αγάπη, θέτοντας και απαντώντας με τον τρόπο του κορυφαία οικουμενικά υπαρξιακά ερωτήματα γύρω από την αγάπη και τη ζωή. Είναι ένας δίσκος που έτσι κι αλλιώς λόγω της σημειολογίας του και της συναισθηματικής φόρτισης του, η οποία επικοινωνήθηκε δημοσίως, είχε κάθε προοπτική να γίνει fan favorite. Και ευτυχώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια καιροσκοπική επίκληση στο συναίσθημα -δύσκολα ο Sufjan Stevens άλλωστε θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κάτι τέτοιο- αλλά ακούμε στo Javelin όλη την τεκμηρίωση για να το αγαπήσουμε –για όλους τους σωστούς λόγους.