Ας εξομολογηθούμε κάποια επαγγελματικά σφάλματα, μερικές λανθασμένες δισκοπωλικές κρίσεις. Στο άκουσμα της ύστατης κυκλοφορίας της Jaimie Branch, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 22 Αυγούστου του 2022, τόσα νέα στα 39 της χρόνια (έχοντας ταλαιπωρηθεί μέσα σε αυτά εξαιτίας της εξάρτησής της από τα ναρκωτικά, και κυρίως από την ηρωίνη) μα με τόσο δυναμικό αποτύπωμα, η πρώτη αντίδραση, αναφορικά με το πόσες κόπιες θα μπουν στο ράφι, έμελλε να αποδειχθεί επιπόλαιη. Διότι, έχοντας από τη μια, την πλειάδα των κυκλοφοριών της International Anthem, που δεν απορροφώνται με την ίδια ζέση όπως όταν ξεκίνησε η ιστορία αυτού του label, και από την άλλη, την ίδια την εγχώρια εμπορική αποτίμηση των δύο πρώτων Fly Or Die αλλά και των Anteloper (του παράλληλου σχήματός της), η προπαραγγελία παραϋπήρξε τσιγκούνικη. Την ώρα που έκλεινε η πρώτη πλευρά, με το κομμάτι “The Mountain”, που αντανακλαστικά κατοχυρώθηκε ως Basement Tapes τερτίπι που έστησε η ομάδα, μέχρις ότου συνειδητοποιήσουμε πως επρόκειτο για το “Comin’ Down” των Meat Puppets, ήταν απολύτως σαφής και περίτρανη η αστοχία.
Δεν καταλάβαμε εγκαίρως τους δρόμους που διανοίγονταν στα σχήματα της Branch. Από την Καραϊβική και τα calypso, μέχρι τα αφροκεντρικά πνευστά και τους δρόμους του Lester Bowie και του Philip Cohran, των Bill Dixon και Nate Wooley, και προφανώς του Miles Davis, η Jaimie Branch, ένα μήνα πριν το φευγιό της, έστηνε τον τελευταίο της δίσκο. Έχοντας περάσει ένα διάστημα, στο Bemis Center for Contemporary Arts στην Omaha της Nebraska, είχε φτιάξει σχεδόν μια τελική εικονογράφηση. Είχε ήδη λάβει 40 χιλιάδες δολάρια από το πρόγραμμα του South Art Jazz Road, ποσό ικανό για να χρηματοδοτήσει τις βλέψεις της. Στους μήνες που ακολούθησαν, η αδερφή της, η IARC κολεκτίβα και η μπάντα (Jason Ajemian, Chad Taylor και Lester St Louis), άντλησαν από τα κιτάπια, από μηνύματα, φωτογραφίες, mails, χάσματα και μνήμες, τα κομμάτια ενός παζλ με artwork των Damon Locks, John Herndon και της ίδια της Branch.
Ζηλεύοντας και αντλώντας πληροφορίες και σκέψεις από το κείμενο του Phil Freeman στο Stereogum, μάθαμε από τη συνομιλία του με τον Ajemian, πως τα περισσότερα θέματα ηχογραφήθηκαν με ένα take, πως η Branch είχε τόση ενέργεια, ως ένας μουσικός χαμαιλέοντας, που θα μπορούσε να παίξει είτε με μια country μπάντα, είτε με ένα ska punk σχήμα, πως είχε ασταμάτητη όρεξη και ορμή. Ορθώς αποτιμάται η δράση της Branch ως ένα εύληπτος τρόπος με τον οποίο νέοι ακροατές ήρθαν σε επαφή με την avant garde jazz. Κι ευστόχως λογίζεται το τελευταίο Fly Or Die κεφάλαιο, ως μια γιορτινή punk jazz έκρηξη. Άλλωστε, πέραν της υφολογίας, η Branch είχε ανοιχτό πολιτικό και ριζοσπαστικό λόγο αναφορικά με το ρατσισμό, και εν γένει με την αμερικανική δυστοπία. Βέβαια, για να επανέλθουμε και στα του προλόγου, πόση τελικά απήχηση έχουν πια ειλικρινείς punk jazz εκρήξεις, όταν η πλειονότητα αναζητά τις καλογυαλισμένες audiophile αποτυπώσεις; Πόσο διαφοροποιείται, στα μέτρα της διαχρονικού αποτυπώματος, τούτος ο δίσκος του 2023, σε σχέση πχ με το Regeneration Report των Sedition Ensemble του 1981; Ή μήπως τελικά ο ίδιος ο θάνατος της Branch μεγεθύνει την εικόνα;
Κι όμως, δεν πρόκειται για ένα κατακερματισμένο, επι τούτου εκβιαστικό, ρέκβιεμ. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σημαντικότατο σκαλί μιας μουσικού που δεδομένα θα πήγαινε τη jazz δουλειά, κάπου αλλού. Θα μείνουμε με το υποθετικό ερωτηματικό, μα και τη δεδομένη παρακαταθήκη της, που ειδικότερα στην τελευταία της κυκλοφορία, «κυοφόρησε μια κατάκτηση του μέλλοντος, όπως κυοφόρησε και τις κατακτήσεις του παρελθόντος».