Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν φαινόταν πως είχε παρέλθει για τα καλά η εποχή ηγεμονίας της indie, και για πολλούς της rock γενικότερα, η εμφάνιση μίας μπάντας σαν τους Speedy Ortiz υπήρξε τόσο ευτυχές όσο και αναπάντεχο γεγονός. Το γκρουπ από την Μασαχουσέτη, σχηματισμένο αρχικά ως όχημα για την μουσική της πολυταλαντούχας τραγουδίστριας/τραγουδοποιού (και ποιήτριας, δοκιμιογράφου και διδάσκουσας σε πανεπιστήμιο) Sadie Dupois, με το ντεμπούτο άλμπουμ τους Major Arcana έμοιαζε να έρχεται κατ' ευθείαν από την χρυσή εποχή της κιθαριστικής indie rock, τότε που μεσουρανούσε στο αμερικανικό κολλεγιακό ραδιόφωνο των 90s.
Ακόμη κι αν η εγκέφαλος της μπάντας αναφερόμενη σαν κύριά της επιρροή υποδείκνυε τους Weezer, η ανορθόδοξη τραγουδοποιεία της αναδείκνυε μεγαλύτερη συγγένεια με πιο εκκεντρικές, ηχητικά τουλάχιστον, μπάντες, με εξέχοντες τους Pavement. Ακόμη κι αν δεν μοιραζόταν με αυτούς την εμμονή σε επιτηδευμένα χαμηλής πιστότητας παραγωγή, τουλάχιστον όχι αφότου πέρασε η εποχή που έφηβη ηχογραφούσε τα EP της μόνη στο σπίτι, σίγουρα τα δύο σχήματα διέπει η ίδια σκανταλιάρικη διάθεση, είτε αυτή εκφράζεται μέσα από λεκτικά παιχνιδίσματα, με απροσπελαστους στίχους γεμάτους ευφυολογήματα, αν και πιο εξομολογητική και πολιτικοποιημένη απ’ όσο υπήρξαν ποτέ εκείνοι, είτε με την επιλογή η μουσική εσκεμμένα να παίρνει σε κάθε ευκαιρία όσο το δυνατόν πιο αναπάντεχη τροπή. Κι αν η συνταγή αυτή των Speedy Ortiz, μένοντας ως προς τα συστατικά της απαράλλαχτη, εκτελέστηκε ακόμη αρτιότερα στο Foil Deer δύο χρόνια αργότερα, ήταν στο προ πέντε ετών τρίτο άλμπουμ τους Twerp Verse που εμφανίστηκαν διαφοροποιημένοι, κυρίως στα φωνητικά που, παύοντας να πηγαίνουν τόσο συχνά κόντρα στη μελωδία, και με πολύ περισσότερες φωνητικές αρμονίες, προσέδωσαν στον ήχο τους ένα πιο pop συγκρίσει με τον πρωταρχικό τους, περισσότερο θα λέγαμε slacker-rock, χαρακτήρα.
Κατά την αντίστροφη μέτρηση για την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ των Speedy Ortiz Rabbit Rabbit η, πάντα δραστήρια στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης (και με πολύ ενδιαφέρουσες μηνιαίες βιβλιοπροτάσεις) Sadie Dupois είχε δηλώσει σε κάποιο tweet (R.I.P.) πως έμπνευσή της αυτή τη φορά ήταν η nu metal, και συγκεκριμένα η μεγάλη της αγάπη, οι Deftones. Βέβαια έχει επίσης στο παρελθόν εκμυστηρευθεί πως όποτε επιχειρούσε να μιμηθεί ή να εντάξει στοιχεία συγκεκριμένης μουσικής στον ήχο τους, πάντα το αποτέλεσμα ελάχιστα προσέγγιζε την επιδίωξή της. Έτσι, μπορεί κάποιες ηλεκτρονικές υφές που μετά βίας διακρίνονται μέσα στις υπερκορεσμένες συνθέσεις τους να πηγάζουν από εκεί, οι κιθάρες να ακούγονται πιο σκληρές από το άμεσο παρελθόν, και τα ρυθμικά μοτίβα μερικών κομματιών (βλέπε "Ranch vs. Ranch", "Scabs", "Ghostriter") να είναι πιο groovy από όσο συνήθιζαν, όμως όσο και να ξεχειλώσει κανείς τον ορισμό, θα πρέπει να διαθέτει ιδιαιτέρως ζωηρή φαντασία για να συσχετίσει την μουσική τους με εκείνο το πάλαι ποτέ κραταιό (και παρεξηγημένο;) ιδίωμα.
Έχοντας μετά από δέκα χρόνια συνεργασίας των μελών της μπάντας καταλήξει σταδιακά σε μία πιο πολυσυλλεκτική μέθοδο γραφής, είναι αναμενόμενο το άλμπουμ να ακούγεται περισσότερο ως μία φυσική εξέλιξη του Twerp Verse παρά να θυμίζει τα πρώτα τους βήματα, όμως η συνέπεια στην συνθετική τους εκκεντρικότητα δεν μπορεί παρά να αφήσει για τέταρτη συνεχόμενη φορά ικανοποιημένο το κοινό που τους ερωτεύθηκε με το πρώτο άκουσμα και τους ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια.